Αν και οι τοίχοι του προθάλαμου της έκθεσης του Στέφανου Τσιβόπουλου «Ιστορία Μηδέν» είναι γεμάτοι με ιστορικά παραδείγματα σχετικά με τα μη-νομισματικά συστήματα συναλλαγών, το ενδιαφέρον μου επικεντρώνετε στην αναφορά που γίνεται στην δραχμή και στην προέλευση της:
«Η λέξη δραχμή προέρχεται από το ρήμα δράττω, που σημαίνει αρπάζω (> δράττομαι = πιάνω σφικτά). Στην αρχαιότητα, μία δραχμή ήταν ίση προς έξι οβολούς, νόμισμα το οποίο στην παλαιότερη μορφή του είχε σχήμα σιδερένιας ράβδου. Το πάχος του ήταν τόσο, ώστε η χούφτα ενός ανδρικού χεριού να μπορεί να πιάσει έξι από αυτούς. Έτσι εκ του δράττω (όσους οβολούς μπορούσε να αδράξει η παλάμη) προκύπτει η λέξη δραχμή.» διαβάζω και σκέφτομαι πως από το τις μεταλλικές ράβδους φτάσαμε στις πλαστικές κάρτες. Πως πνιγήκαμε κάτω από τόνους πλαστικούς χρήματος. Αναρωτιέμαι πως χάθηκε το μέτρο μέσα στους αιώνες, πως η παλάμη μας σκέφτηκε να κρατήσει όχι μόνο όσο χρήμα χωρούσε σε αυτή, αλλά και αυτό που δεν μπορούσε. Αυτό που στην πραγματικότητα δεν της άνηκε.
Πως το πλαστικό έγινε ξανά μεταλλική ράβδος και γύρισε καταπάνω μας.
Η εποχή, ο κύκλος που διαγράφεται μέσα από τις τρεις ιστορίες που προβάλλονται στην διπλανή αίθουσα δεν είναι κάτι άλλο πέρα από καταγραφή του τώρα. Η καλλιτεχνική έκρηξη μέσα στο αστικό τοπίο της φτώχειας, το «τίποτα» που μπορεί να γίνει «κάτι» όταν χτυπήσει την χορδή του δημιουργού. Οι εικόνες και οι ήχοι της Αθήνας των τελευταίων χρόνων. Η βουτιά του εξαθλιωμένου στα σκουπίδια, το καρότσι που σέρνεται φορτωμένο με μέταλλα κάτω από το μπαλκόνι σου. Δεν είναι κάτι καινούριο οι δυο ιστορίες για όσους διαθέτουν ελάχιστη παρατηρητικότητα και ζουν στην Αθήνα. Εκεί, που το μάτι κοιτάζει αχόρταγα και διάπλατα το καινούριο και άγνωστο σαν ηδονοβλεψίας σε κλειδαρότρυπα, είναι στην τρίτη ιστορία.
Το εσωτερικό του σπιτιού μιας συλλέκτριας με Αλτσχάιμερ στο Κολωνάκι γίνεται η ιδανική όψη για την άλλη πλευρά του νομίσματος. Το χρήμα μετατρέπεται σε βαρίδι στα πόδια της φυλακισμένης από την αρρώστια πλούσιας γυναίκας. Γίνεται κατάρα. Ένα απλό χαρτί που σου επιτρέπει να εξασκήσεις τις ικανότητες σου στο οριγκάμι. Ένα αστείο για την εποχή των ισχνών αγελάδων. Αν και δεν γελάει κανείς.
σχόλια