Με λένε Γ-Ι-Α-Ζ-Ρ-Α, γεννήθηκα στης Δύσης το σκοτάδι, λαθραίος μένω όσο κι αν λεν' οι αριστεροί˙
όμορφα περνά το βράδυ, τσακίζοντας φασίστες στου Ψυρρή.
Δεν έχω ανθρώπους· η μοναξιά μου σαν ακονισμένο ξυράφι
πάνω στη γυμνή σου καρωτίδα ακουμπά (σπόνσοράς μου η Gillete).
Μη με μπερδεύεις για Σάββατο, είμαι απλά μια γαμημένη Τρίτη,
χωρίς ήλιο, χωρίς βροχή, τρώω σίδηρο για να 'χω καλή μνήμη.
Με το κεφάλι γεμάτο ρίμες βάζω την πένα στον αυτόματο,
σκάβω το λάκκο σε κάθε νεοναζί·
γροθιές οι λέξεις, τον αφήνω να διαλέξει.
Μα θέλω να ξέρεις, αυτούς τους στίχους τούς έγραψα με τα γυμνά μου χέρια·
έκαψα τα δάχτυλά μου προσπαθώντας να βουτήξω τα ποιήματά μου στη βενζίνη.
Σε λίγο τα πιτσιρίκια στο δρόμο θα φωνάζουν τ' όνομά μου:
Γιάζρα, η πουτάνα της ποίησης.
Τ' όνομά μου ήταν Παναγιώτης(τι σιχασιά!)·
θέλησα να ξεπλύνω από πάνω μου τη ντροπή του λευκού αρσενικού·
επίτρεψέ όμως να κρατήσω λίγη απ' τη βαρβαρότητα ενός καλού χριστιανού (προκαταβολικά).
Εγώ είμαι ο Γιάζρα, τραμπούκος ποιητής,
σχιζομητροπολιτάνος
γιος μουσουλμάνας, πατέρας κανενός.
Εσύ ποια είσαι;
Εσύ ποιος είσαι;
Διαβάζω ελληνική ποίηση:
τους αναγνωστάκηδες,
τους πατρίκιους
και τους βάρναλεις,
όλους αυτούς που θέλουν να φορτώσουν
τις ήττες τους στην πλάτη μου.
Πίστεψαν σε μια ιδέα αλλά αυτή τους πρόδωσε τελικά
(ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων)
Προσπαθώ ν' ακούσω τη χαμηλόφωνηποίησή τους, την τολμηρηγραφή τους, αλλά δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι δικό μου πρόβλημα
(δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις).
Μπαίνω στο ίντερνετ και βλέπω τους «νέους ποιητές»
να ποζάρουν για λαϊφστάιλ περιοδικά
φορώντας ολ στάρ˙
μιλάνε για τη λοξή τους ματιά
(ενώ κοιτάνε πάντα μπροστά)
Είμαι ένας γαμημένος μουσουλμάνος,
γροθιά, κνήμη, πούτσος.
Δε θα γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου
>>>δεν έχω πατρίδα<<<
Είμαι μια υγειονομική απειλή,
ένα μίασμα,
δεν ανήκω σε καμία πολιτισμένη φυλή.
Η πόλη αυτή μοιάζει με τους προλετάριους προγόνους της, έχει τραχιά χέρια και μια σφαίρα βαθιά σφηνωμένη στη ραχοκοκαλιά της, μοιάζει με τον ταξικό πόλεμο που έθρεψε την πολεοδομία της, κηρύττει τον εμφύλιο δίχως ν' απαρνιέται τη θλίψη, αυτή η πόλη είναι σάρκινη και υλική, ιδρώνει ολόκληρη, απ' τον αφαλό ως τον αυχένα˙ προλετάριοι βλασταίνουν στην υγράδα της, εκείνη τους μετράει έναν έναν και τους βγάζει κοντούς σε καιρό πολέμου και ψηλούς σε καιρό ειρήνης, αυτή η πόλη είναι άνυδρη όπως η νύχτα που πιάστηκε στα μαλλιά της, αντιπαραγωγική όπως ένα ποίημα, σκανδαλιστική όπως ένα σαββατόβραδο, η πόλη αυτή πάντα με μάγευε με το ζοριλίκι της και τα σπασμένα πεζοδρόμιά της, πάντα με αποπλανούσε προφασιζόμενη τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας, είναι μια πόλη που αν σε διασχίσει πάει, τελείωσες, θα σε καταπιεί μαζί με όλη τη θεολογία σου.
Αυτή η πόλη έχει μια αρρώστια στο αίμα, νοικοκυραίοι ιοί, μικροαστοί μύκητες, εθνίκια βακτήρια κρύβονται στο κόλον της, στο πίσω μέρος της γλώσσας της, κάτω απ' την μπανέλα του σουτιέν της, περιμένουν ένα νεύμα του κράτους για να ξεχυθούν στις αρτηρίες της, να προκαλέσουν θρομβώσεις, πνευμονικές εμβολές, πογκρόμ, είναι ένας πόνος πισώπλατος, απ' τα δυτικά προς τ' ανατολικά, του λείπει ένα χέρι να δαγκάσει, του λείπει ένα πόδι να βαστάξει, αλλά του περισσεύει πατριωτισμός, του περισσεύει ρατσισμός, αυξάνονται τα λευκά αιμοσφαίρια, πιέζονται οι ιστοί, προκαλείται συμφόρηση καθώς πήζει το αίμα στους δρόμους, στις πλατείες, πρόκειται για μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ακολουθεί εθνική ενότητα, λαϊκή κυριαρχία, ακολουθούν ακρωτηριασμοί, αυτή η αρρώστια είναι γενετική, έχει μια συνέχεια, κληροδοτείται από πατέρα σε γιο, το ιατρικό ιστορικό περιλαμβάνει εσχάτως συλλαλητήρια για τη μακεδονία, εθνοπανηγύρια και κυνήγι μεταναστών, σιωπηλές διαμαρτυρίες και αγανακτισμένους, στενεύουν οι αρτηρίες, συσσωρεύεται ο θυμός, ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι˙ όλ' αυτά σε συνδυασμό με έλλειψη πρωτεΐνης C μπορεί να οδηγήσουν σε κεραυνοβόλο πορφύρα ή αλλιώς χούντα».
Στο σφαγείο της καθημερινότητας εγώ πουλάω μπαλτάδες˙
γράφω ένα ποίημα κάθε που πηγαίνω απ' το σπίτι μου στο μετρό.
Αναμένω μια συγκίνηση.