Ο Λαρς φον Τρίερ διακρίνεται από μια ύπουλη ιδιότητα ως σκηνοθέτης. Εκεί που νομίζεις πως κάποια απ’ τα πλάνα του τα έχεις ξαναδεί, κάποιες απ’ τις ατάκες που εκστομίζουν οι πρωταγωνιστές ίσως τις έχεις ξανακούσει, κάποια απ’ τα υλικά του κόσμου που επιχειρεί να στήσει τα έχεις ξαναγευτεί, μια επίκληση σε κάτι αόριστα μεταφυσικό να κάνει και ξαφνικά καταφέρνει όλα ν’ αποκτήσουν τη δική τους, ανεξάρτητη υπόσταση.
Το σκεφτόμουν έντονα αυτό βλέποντας τη Melancholia πριν από μερικές μέρες. Εδώ, σε αντίθεση με τον παροξυσμικό Αντίχριστο, οι τόνοι έχουν πέσει. Δεν είναι πως το πρωτοφανές πεδίο των ανθρώπινων εντάσεων σταμάτησε ν’ αποτελεί δεξαμενή για τον Τρίερ όσο το ότι το κέντρο βάρους του σ’ αυτή την ταινία έχει μετατοπιστεί στην κινηματογράφηση μιας βασικής έλλειψης της σύγχρονης ζωής, της έλλειψης νοήματος.
Προτού, ωστόσο, επικρατήσει οριστικά στην οθόνη η νιχιλιστικά κατάμαυρη οπτική του καταθλιπτικού Λαρς, έχουμε διαβεί ως θεατές ένα εξαιρετικά δομημένο πεδίο σπάνιας αισθητικής ομορφιάς κι εκλογίκευσης. Η ηρωίδα του, η Τζάστιν, νιώθει πως η ζωή που κάνει δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Κατ’ εξακολούθηση ή όχι, συνειδητά ή ασυνείδητα, ρηχά ή βαθύτερα, καθημερινά ή πιο αραιά, η έλλειψη του νοήματος την κατατρώει από πλάνο σε πλάνο.
Τι σημασία έχει, στ’ αλήθεια, αν η Γη καταστραφεί απ’ τον μετωνυμικό πλανήτη με τ’ όνομα Μελαγχολία; Δεν είναι η μόνη που το σκέφτεται άλλωστε, ούτε καν ο Τρίερ που της έβαλε κυριολεκτικά τα λόγια στο στόμα. Χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά, κολυμπώντας ανάμεσα στις κρίσεις και τη θάλασσα της χημικοφαρμακευτικής ματαιοδοξίας, το ίδιο σκέφτονται. Όλα είναι μάταια κι εμείς τόσο ευάλωτοι κι ανυπεράσπιστοι για να τα βάλουμε με το χάσιμο του νοήματος σε όλα τα επίπεδα της σύγχρονης ζωής.
Η Τζάστιν, βέβαια, είναι νέα κι όμορφη και όσο κι αν ο κόσμος της είναι εσωτερικά διαλυμένος, τόσο το γλυκανάλατο του αυτοσαρκασμού της όσο κι η ειρωνική αντιστροφή που τη βάζει ο Τρίερ ανά στιγμές να κάνει αποδραματοποιούν κάπως την κατάσταση. Ωστόσο, εμείς ως θεατές το ξέρουμε πως είναι κάπως τρελό να σνομπάρεις αυτό που ακούραστα σε προειδοποιεί για εκείνο που πρόκειται να ‘ρθει.
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ ένιωσα, παρακολουθώντας αυτό τον πανέμορφο, καταθλιπτικό ύμνο, πως όλα, ανά περιόδους,
όντως είναι μάταια. Βλέπουμε τον εαυτό μας να τα καταφέρνει ή να βουλιάζει, να αισθάνεται τη νιότη και τον έρωτα που περνάνε και αφήνουν τα πάντα ή τίποτα, αγκαλιάζουμε με έκδηλο πάθος ό,τι μας φτύνει στα μούτρα, γινόμαστε συνήθως ό,τι απευχόμαστε και καταλήγουμε σχεδόν γριφωδώς νεκροί.
Ποιο το νόημα;
(Δεν έχω ιδέα γιατί ρωτάω...)
σχόλια