Ξέρω πώς αφανίζονται τ' αγόρια του Καλοκαιριού: σωπαίνουν τα χρυσά σπαρτά στην άµµο, δε νοιάζεται κανείς για τη σοδειά, πετρώνει η γη· και ξαφνικά, το µεσηµέρι ιδρώνει χιόνι, παγώνουν τα κορίτσια στο χειµώνα των χεριών τους, ναυαγούν τα µήλα µες στ' αµπάρια των σπασµών τους.
Αιµορραγούνε µαύρο φως, πηχτό σαν τρέλα. Ψάχνουν το µέλι στην κυψέλη. και πιάνουν το Χιονιά· και να, κάτω απ' τον ήλιο, τρυπώνει η παγωνιά· σκοτάδι κι ερωτήµατα τα νεύρα τους ταΐζουν· σηµατωρός σελήνη δείχνει µηδέν στον ουρανό τους.
Το ξέρω, ετούτα τα παιδιά θα γίνουν άντρες µηδαµινοί, µια λάθος κίνηση κι ο αέρας θα καεί στις φλόγες των ονειρώξεών τους· και ξάφνου ανάβει καύσωνας µεσ' στην καρδιά τους ο σφυγµός του έρωτα και του φωτός και κατακαίει τους λάρυγγές τους.
Ξέρω πώς αφανίζεστε, αγόρια του καλοκαιριού. Ο άντρας στο κουκούλι µαραζώνει. Στο µάρσιπο τ' αγόρια επιβιώνουν τη µεγάλη ξενιτιά τους. Υπάρχω ο πατέρας σας, ενόσω είµαι άντρας. Υπάρχουµε παιδιά της πίσσας, του πυρίτη.