Από το 1960 με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου δια στόματος Γρηγόρη Μπιθικώτση, αλλά και Μαίρης Λίντα, ο Μίκης Θεοδωράκης επιχείρησε το μπολιασμό του λαϊκού τραγουδιού με την ποίηση. Καθώς η δεκαετία του 1960 προχωρούσε, όλοι οι μεγάλοι λαϊκοί ερμηνευτές της εποχής είχαν ερμηνεύσει τραγούδια του: Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Κλυδωνιάρης, Λίντα και πολλοί-πολλοί άλλοι.
Την Πόλυ Πάνου ο Θεοδωράκης αν και δεν την ενέταξε σε κάποιο έργο του ολοκληρωμένο, όπως είχε συμβεί με τη Γιώτα Λύδια και το ''Κοιμήσου αγγελούδι μου'' σε στίχους Κώστα Βίρβου για το ''Τραγούδι του νεκρού αδερφού'' (1962), της έδωσε ένα από τα ομορφότερα ''αδέσποτα'' λαϊκά τραγούδια του.
Το ''Σε ποιο βουνό'', που τραγούδησε πρόσφατα και η Έλλη Πασπαλά στο Ηρώδειο, γράφτηκε το 1963 αποκλειστικά για τη φωνή της 23χρονης Πόλυς Πάνου. Οι στίχοι ανήκαν στο λαϊκό στιχουργό Χρήστο Κολοκοτρώνη και σηματοδότησαν τη μοναδική και σπάνια συνεύρεση του με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Παρ' όλο μάλιστα που το ''Σε ποιο βουνό'' περιείχε τον μάλλον κακόηχο στίχο ''Μέσα στη ζωή που βρέθηκα/ Για να πονώ βαρέθηκα'' (κάτι παρεμφερές συναντάμε και στο θρυλικό ''Βουνό'' του Λουκά Νταράλα με την Καίτη Γκρέυ, όπου εκεί ο στίχος λέει ''Θ'ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό''), δεν παύει να είναι ένα πανέμορφο γνήσιο λαϊκό τραγούδι με μιαν ερμηνεία εκ μέρους της Πόλυς Πάνου που καμία συναδέλφισσα της δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει μέσα στα χρόνια.
Τριάντα χρόνια αργότερα η Πόλυ Πάνου θα έδινε το παρόν στην αρχαία Ολυμπία, στα γενέθλια του Μίκη Θεοδωράκη, μαζί με τις κυρίες Μαίρη Λίντα και Βίκυ Μοσχολιού, όπου θα ερμήνευε μοναδικά τη ''Φαίδρα (Αστέρι μου - φεγγάρι μου)''.