Ή αλλιώς σπάστε τις φούσκες των άλλων και φτιάξτε τις δικές σας.
Αλήθεια, εκείνο το παιχνίδι με τις φούσκες το θυμάστε; Το ιδανικό μείγμα νερού και σαπουνιού ώστε φυσώντας να βγουν οι τέλειες φούσκες; Ε, λοιπόν, εγώ δεν τα κατάφερνα ποτέ μόνη μου. Όχι στο να φυσάω τις τέλειες φούσκες, αλλά στο να δημιουργώ το ιδανικό μείγμα για να βγουν τέλειες. Ουφ, ευτυχώς, είχα τους κατάλληλους ανθρώπους από μικρή δίπλα μου που φρόντιζαν πάντα να ζω ανάμεσα - ή και μέσα - σε φούσκες και να νιώθω πανευτυχής παίζοντας μ' αυτές στα ανέμελα χρόνια εκείνης της παιδικής αθωότητας. Εντάξει, δε λέω, έμαθα κι εγώ να τις φυσάω με μεγάλη μαεστρία, ώστε να ξεκινούν από το όσο δυνατόν ψηλότερο σημείο και να αιωρούνται όσο το δυνατόν περισσότερο. Κι όταν κάποια έσκαγε...ποιος νοιάζεται, υπήρχαν τόσες άλλες τριγύρω!
Το παιχνίδι αυτό, όμως, έκρυβε τη δική του τραγωδία. Η παιδική αθωότητα έβγαλε φτερά και πέταξε (όπως οι φούσκες) και μαζί θα έπρεπε να πετάξει κι η εξάρτησή μου από τις φούσκες. Ειδικά εκείνες που κατασκεύαζαν οι άλλοι για μένα. Αυτό, όμως, δεν έγινε κι εγώ, αγνοώντας επιδεικτικά την απουσία της χαμένης παιδικότητας, συνέχισα να ζητάω μανιωδώς κι άλλες κι άλλες κι άλλες φούσκες για να συνεχίσω να νιώθω έστω και μια υποψία χαράς (η ευτυχία πλέον βαρύγδουπη λέξη, εφόσον ξεκαθαρίσαμε πως η παιδικότητα έφυγε). Και δεν θα επεκταθώ στις τερατώδεις φούσκες της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνίας, αλλά περιορίζομαι μόνο σε εκείνες της μικρής ζωής μου.
Μεγάλο σπίτι, δώρο αυτοκίνητο, διόλου ευκαταφρόνητο χαρτζιλίκι, καλό πτυχίο που μου «εξασφαλίζει το μέλλον», άμεση δουλειά μέσω γνωριμίας (όχι δικής μου φυσικά) - τι κι αν η ανεργία στους νέους θερίζει - και «περίμενε παιδί μου κι ένα καλό μεταπτυχιακό έξω». Κι η φουσκοζωή κυλούσε ανέμελα. Ποιος την *μπιπ* τη χαμένη παιδική αθωότητα;
Θα σου πω εγώ ποιος. Όχι μόνο ποιος *μπιπ* τη χαμένη παιδική σου αθωότητα αλλά και την τωρινή νεανική σου ελαφρότητα και το μυαλό σου το ίδιο. Ένα χαρτάκι. Ένα μικρό χαρτάκι κολλημένο στην εξώπορτα του σπιτιού σου. Ειδοποιητήριο διακοπής υδροδότησης. ΥΔΡΟΔΟΤΗΣΗΣ ρε φίλε. Αλήθεια, τόσο χαλιά είναι τα πράγματα έξω από την αξιοζήλευτη και πανέμορφη φούσκα μου; ΜΠΑΜ. Κι η φούσκα, τιμωρώντας με που ασχολήθηκα με κάτι πέρα από αυτήν, έσκασε. Αλλά πριν σκάσει μου ρούφηξε όλο το οξυγόνο και μ' άφησε εκεί μετέωρη ασθμαίνοντας και περιμένοντας μάταια την επόμενη φούσκα να έρθει να με αγκαλιάσει και να με σώσει.
Μάταια.
Το «μεγάλο σπίτι» όσο το πληρώνουμε στην τράπεζα δεν είναι δικό μας αλλά μάλλον δικό της. Το «δώρο αυτοκίνητο» απαιτεί βενζίνη που μερικές φορές δεν έχω να πληρώσω. Το «διόλου ευκαταφρόνητο χαρτζιλίκι» αποτελεί πλέον ένδοξο (ενίοτε σκέφτομαι άδοξο βέβαια) παρελθόν. Το «καλό πτυχίο» δε μου εξασφαλίζει κανένα μέλλον, μου δίνει μόνο ένα εφόδιο για να παλέψω γι' αυτό. Η «δουλειά μέσω γνωριμίας» σήμερα είναι, αύριο δεν είναι. Και το «περίμενε παιδί μου κι ένα καλό μεταπτυχιακό έξω» έγινε «πρέπει να αποταμιεύσω χρήματα για να κάνω μεταπτυχιακό».
Ε ναι λοιπόν, είναι λίγο πιο άσχημος ο κόσμος χωρίς φούσκες. Αλλά τον αγαπώ λίγο περισσότερο. Ξέρετε γιατί; Γιατί με κάνει να μη θέλω να αιωρούμαι ψηλά μέσα σε πολυτελείς φούσκες που έφτιαχναν οι άλλοι για μένα. Αλλά να θέλω να μάθω να πατάω γερά τα πόδια μου στη γη. Μόνη μου. Αν κάτι έμαθα ως τώρα στη ζωή μου, αυτό είναι ότι δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα από κανέναν, παρά μόνο από τον εαυτό μας. Γι' αυτό ζήτω τα κλισέ που μας προτρέπουν να πιστέψουμε στον εαυτό μας και θα τα καταφέρουμε.
Και στην τελική, αν θελήσω να ξανακάνω παρέα με φούσκες, τουλάχιστον ας είναι αυτές που κατασκεύασα μόνη μου για τον εαυτό μου. Απλές, λιτές κι απέριττες. Δικές μου.
Υ.γ. Εσείς με τις φούσκες πώς τα πάτε;