[VIA]
Ο Γιώργος Κιμούλης ήταν κάποτε (όταν έπαιζε στο Αμόρε, και στις πρώτες του εμφανίσεις στον κινηματογράφο) ένας εντυπωσιακός ηθοποιός που έφερνε κάτι καινούργιο ενάντια στην υπνηλία του αστικού θεάτρου της εποχής. Η υπερχειλίζουσα ζωτικότητά του στη σκηνή, η εξπρεσιονιστική, σχεδόν ανοικονόμητη, υποκριτική του και η καλλιτεχνική φιλοδοξία του που έρεπε προς τη ματαιοδοξία, λειτουργούσαν ακόμη υπέρ του, σαν δωρεάν καύσιμο υψηλής απόδοσης.
Το ζητούμενο όμως ήταν η κατεύθυνση. Αν ο Κιμούλης βρισκόταν στο Χόλιγουντ, σε ένα απαιτητικό πλαίσιο, με πολλά χρήματα, δόξα, γυναίκες, αλλά και σκηνοθέτες και παραγωγούς που να του επιβάλλουν επαγγελματική πειθαρχία, ίσως να μεγαλουργούσε, ή έστω, να ήταν ικανοποιημένος. Πίσω στην πραγματικότητα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ξεκίνησαν να βγαίνουν στην επιφάνεια τα χειρότερα στοιχεία της προσωπικότητας του Κιμούλη, εντός και εκτός θεάτρου, διαδικασία της οποίας την αποτροπιαστική και τραγελαφική ωρίμανση παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό.
Χαρακτηρίζοντας υπεροπτικά όλους τους ανανεωτές και πειραματικούς έλληνες σκηνοθέτες ως άνευ λόγου “εικονοκλάστες”, έγινε θιασώτης της “απενοχοποίησης”, ανεβάζοντας (ως θιασάρχης, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής) έργα του κλασικού ρεπερτορίου, με μελοδραματική ποπ αισθητική και νεοπλουτίστικο περιτύλιγμα.
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν το 1995, να παίζει “Μάκβεθ”. Την συγκαταλέγω σε μια από τις φρικτότερες παραστάσεις που είδα ποτέ. Η μανιέρα του να είναι τόσο περιορισμένη και προβλέψιμη που μέσα στην υπερβολή της να αποκαλύπτεται φαιδρή και κενή περιεχομένου. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί να είναι διακοσμητικοί, να μιλούν χαμηλόφωνα, ουσιαστικά ένα έργο στημένο για να αναδείξει το μεγάλο όνομα, ότι πιο καλλιτεχνικά οπισθοδρομικό. Φτηνά σκηνικά εφέ, ελάχιστες πρόβες, σοβαροφάνεια, ένας μικρός θάνατος του πνεύματος από τον οποίο απομακρύνθηκα με το που άνοιξαν τα φώτα και ποτέ δε γύρισα ξανά πίσω το κεφάλι για να κοιτάξω.
Είχα ξεχάσει την ύπαρξή του Κιμούλη (όπως επίσης είχε κάνει και το μεγαλύτερο μέρος του θεατρόφιλου κοινού) μέχρι που επέστρεψε στην επικαιρότητα, ξαναζεσταίνοντας, σαν κακοφορμισμένη φάρσα, τη νεανική του αντισυμβατικότητα, υπό το όχημα μιας πούρας αντιμνημονιακής στάσης.
Το τελευταίο επεισόδιο, με τη μήνυση στην Εφημερίδα των Συντακτών, εξαιτίας ενός άρθρου γνώμης της Βένας Γεωργακοπούλου, φτάνει σε νέα βάθη την ασυγκράτητη κατρακύλα του. Ένας ακόμη που περιμένει την “αλλαγή φρουράς” στην πολιτική ζωή ως σανίδα σωτηρίας για τα αδιέξοδά του, και όσο αυτή καθυστερεί, τόσο περισσότερο γρυλίζει θυμωμένα και γαβγίζει απειλητικά.
σχόλια