Η μαμά μου στο νησί έχει ένα κοτέτσι. Είναι ένα περίεργο κοτέτσι όμως. Έχει καμιά 10ριά κότες (ίσως και παραπάνω), 3-4 κόκορες και μία πάπια. Ναι, μία άσπρη πάπια. Το περίεργο με την πάπια αυτή είναι ότι η μαμά μου δεν την αγόρασε, δεν την πήρε από κάποιον, δεν ήθελε πάπια τέλος πάντων. Θα μου πεις, πως βρέθηκε εκεί; Ε λοιπόν, βρέθηκε με τη θέλησή της. Ένα καλοκαιρινό πρωινό, βγαίνει στην αυλή να πιει τον καφέ της και βλέπει την πάπια. Την κοιτάει και σκέφτεται πως το πιο πιθανό είναι να έχει ξεφύγει από κάποιον χωριανό. Την αφήνει προσωρινά σε ένα σημείο και παίρνει τους δρόμους και αρχίζει να ρωτάει μήπως έχασε κανείς μια πάπια. Τελικά, όχι, κανείς δεν είχε χάσει τίποτα. Στην πραγματικότητα τελικά κανείς δεν είχε καν πάπιες στο χωριό!
Οκ λέει η μαμά, αφού ήρθε θα την κρατήσω στην αυλή. Η πάπια όμως δεν ήθελε αυλή. Ήθελε κοτέτσι. Πήγαινε και στηνότανε απ’ έξω σαν να περίμενε κάποιος να της ανοίξει. Η μαμά μου φοβόταν να τη βάλει μέσα όμως γιατί φοβόταν μην τσακωθεί με τις κότες, οπότε για κάνα δυο μέρες την άφησε απ’ έξω. Αφού είδε και απόειδε με την επιμονή της πάπιας, την κοιτάει και της λέει «ΟΚ, θα σε βάλω μέσα αλλά με δική σου ευθύνη». Από τότε η πάπια κάνει παρέα με τις κότες, δεν μαλώνουν και είναι φίλες. Φοβερό ε;
Είδα τις προάλλες τη διαφήμιση της fix dark με την πάπια και τον κόκορα και έβαλα κάτι γέλια…Που να ξέρατε, είπα από μέσα μου και χαμογέλασα. Μετά πήγα στο περίπτερο, αγόρασα 2-3 μαύρες φιξ, έστριψα ένα τσιγάρο, άνοιξα τη μπύρα και έκανα ένα ωραίο skype call με τη μαμά. Εγώ στο σπίτι στην Αθήνα κι εκείνη στην αυλή μας στο νησί.
«Κάτσε να σου πω για τη διαφήμιση μαμά» της είπα και κλείσαμε το skype μετά από κάνα 2ωρο.
σχόλια