Φωτοβολίδες μέχρι το τέλος του παλιού κόσμου

Φωτοβολίδες μέχρι το τέλος του παλιού κόσμου Facebook Twitter
3

Ο φόβος της καθημερινότητας, ο τρόμος του στέρεου. Ο πανικός της «κοινής ζωής». Όλα όσα δεν θες από τον εαυτό σου. Η κούκλα από «ατσάλι» δεν αντέχει και πάντα φεύγει. Και την θες. Η μάλλον τη χρειάζεσαι για τη δική σου φυγή.

Τις αιώνιες τουρίστριες που τραγουδούν «τρώνε βρώμικο ψωμί» και όχι  «όσοι αγαπούνε». Και αυτή η ανασφάλεια θα σε τρέφει. Μέσα σε αυτό το χυμαδιό της απανταχού ελεύθερης κατασκήνωσης θα αναζητάς αυτό που θες να πετάξεις. Σε ένα χάος άλλες φορές βουτηγμένο στην κόκα, άλλες φορές στο μπάφο. Λίγο γιόγκα, λίγο ψυχολογική ανάλυση – παράλυση, και πάντα μια τάση φυγής με προορισμό το μικρό σπίτι στο λιβάδι ("Αχ δεν μπορώ αυτή την Αθήνα, με έχει κουράσει") και κάνα βιβλίο "πού να βρείτε την ευτυχία στη ζωή σας vol. 2 (the return)". Και θα σου ζητούν στην πορεία τα ίδια. Ασφάλεια. Σιγουριά. Σταθερότητα. Ναι! Αυτές οι metal thigateres με τα tatoo να τρέχουν από την μύτη μέχρι τον αστράγαλο, αυτές που μετά από κάθε πορεία καταλήγουν σε μικροαστικά διώροφα με έπιπλα του ΙΚΕΑ. Και όλες τους έχουν κρεβάτι διπλό. Περιμένοντας τον πρίγκιπα. Αυτές οι «ανεξάρτητες» που εξαρτώνται από τους άλλους για τις ανάγκες τους που τόσο αγνοούν. Αυτές που βγάζουν τρυφερότητα για το πτώμα στην άλλη άκρη της γης, αλλά δυσκολεύονται να συμπονέσουν τον διπλανό τους. Τον κάθε διπλανό τους..

Σαν την βρεις θα νοιώσεις ότι βαπτίστηκες. Σε δικά σου νερά. Γιατί να σε νοιάζουν άραγε όλα τα παραπάνω. Δεν είναι έρωτας. Είναι ο  θαυμασμός μιας άλλης ζωής, ενός θαυμαστού άλλου σου εαυτού! Και όταν τον δεις μέσα από αυτήν θα τρομάξεις. Όλοι τρομάζουν. Θα τρέξεις σε ψυχαναλύσεις με την ελπίδα ότι το μυαλό σου θα ελέγξει τον πόνο σου. Θα πιεις πολύ. Θα δοκιμάσεις τα πάντα για να αποδείξεις ότι και εσύ είσαι ακραίος. Κάτι παραπάνω από ένας άνθρωπος καθημερινός.  Έτσι είναι. Οι περαστικοί πάντα σπρώχνουν στην αφάνεια τους θαμώνες.

Θα πονέσεις, όχι γιατί δεν την κατάφερες να την κάνεις δικιά σου, αλλά γιατί αρνείσαι να δεχτείς ότι η κούκλα από ατσάλι λυγίζει τόσο εύκολα. Για αυτό και δεν ριζώνει πουθενά. Πονάς γιατί βλέπεις ότι η ποίηση που εγκατέλειψες τελικά ήταν για την ατάκα της στιγμής. Πονάς γιατί ο μύθος καταρρίφτηκε. Γιατί τελικά το μόνο που γύρευες ήταν κάποιος να γκρεμίσει τους δικούς σου μύθους. Τους βαθιά ριζωμένους μύθους.

Ξέρω, θα με αγνοήσεις. Και η επόμενη μέρα ξανά τα ίδια θα χει. Τι να την κάνεις την ανάλυση του εαυτού σου; Πώς θα σπάσεις τα δεσμά σου; Μπροστά σε μια θωρακισμένη πόρτα κουράστηκες να γυρεύεις το σωστό κλειδί. Και θέλεις να την σπάσεις. Όχι να την ανοίξεις. Και γυρεύεις ώθηση. Κάποιον να σε κάνει να αμφισβητήσεις όλα όσα ήξερες, να απομακρυνθείς για να πάρεις φόρα. Κάποια που θα κάψεις το σπίτι σου αν δεν της αρέσει. Κάποια που όσο εσύ βλέπεις σχήματα, αυτή βλέπει χρώματα. Γιατί βλέπεις πώς ζει αυτή τα πράγματα και ζηλεύεις.

«Ποτέ δεν με αγάπησε, δεν μου έδωσε ούτε ευκαιρία», θα πεις. Ναι. Έχεις δίκιο. Και είσαι γενναίος που το παραδέχεσαι. Δεν μπορεί να βρει χρόνο γιατί αγαπά τον εαυτό της μόνο. Όσο και αν δεν τον αντέχει. Κι εσύ αγαπητέ μου της πρόσφερες αυτό που απεχθανόταν. Αξία! Γιατί αυτή για να την υποδεχτείς σε μια κατά τα άλλα «αλλιώτικη ζωή» θέλει και αρχίδια! Που δεν διαθέτει.

«Έτσι πρέπει να γίνονται τα πράγματα, ακραία, αλλιώς ας μη γίνουν καθόλου» σου λέει και όμως διακρίνεις στα βάθη σου αυτή τη ρουτίνα του ακραίου. Τη ρουτίνα που θες να αποβάλεις. Και διακρίνεις την ανία σε αυτό.

Και κάπου θα σιχαθείς τον εαυτό σου. Γιατί τον έδωσες όλο και δεν ήταν αρκετός. Ποτέ δεν θα είναι. Γιατί αυτόν ακριβώς είναι που θες να πετάξεις.  Θα τρομάξεις όταν καταλάβεις πόσο κατανοητά είναι τα πράγματα. Και δεν θες. Βλέπεις τον μαθηματικό τύπο πίσω από τις ορμές της και ο κατά τα άλλα τύπος της εξαφανίζεται. Και γίνεται ένας ακόμη στερεότυπος αμνός στη σφαγή της κρίσης σου.

Και λες ότι ωρίμασες επειδή καλωσόρισες στον «πόλεμο», νοιώθωντας ενοχικός επειδή πλάγιασες με τον εχθρό. Και θα γίνεις ανέραστος προσπαθώντας μια απλή ζωή. Θα χάσεις το πιο πολύτιμο αγαθό του κάθε ανθρώπου. Το παρόν σου! Και μετά...

...η νύχτα θα την φέρει πάλι. Άλλη. Ίσως την ίδια. Δεν έχει διαφορά. Και θα την ερωτευτείς από την αρχή. Όπως κρυφά ονειρεύεσαι ελαττωματικούς ανθρώπους. Και τους κάνεις τέλειους. Και οι μέρες ξάστερες θα περνούν να προσπαθούν να σε πείσουν ότι Αυτές δεν υπάρχουν. Και δεν θα μπορείς να αντισταθείς σε ένα τέτοιο φεγγαρόφωτο;  Σε αυτό που φιλοξενεί Εκείνες που δεν λογαριάζουν από τα πληθωρικά υποσχόμενα καθημερινά, από τα αμήχανα μηχανογραφημένα. Από την αβάσταχτη εγκλωβισμένη εφηβεία μιας ωριμότατα υποβασταζόμενης λευτεριάς.  Πώς να αντισταθείς όταν όσα εκείνα αναζητάς σε μια αισθητική παράκληση τα βρίσκεις ορφανά σε μια ακούραστα κουραστική ανάλυση; Εκείνες είναι η διαφυγή σου. Περιπλανώμενες. Πανικοβλημένες. Αλλά για σένα αμέριμνες. Τόσο άχρηστες στη χρησικτησία των πολλών. Αρτισύστατες. Αθάρρευτες και θαρρετές.  Έξω από τη ζωή των όλων, μέσα στη ζωή του άλλου κόσμου. Του νέου. Του άγνωστου.

Ναι. Όλα είναι στο μυαλό σου. Τι διαφορά στα αλήθεια έχει; Τι νόημα έχει να καταλάβεις; Για αυτό θα συνεχίσεις να φωτίζεις τις νύχτες σου με Αυτές. Με φωτοβολίδες μέχρι το τέλος του παλιού κόσμου. Για να φωτίσουν το τέλος του δικού σου.

Για αυτό και «knocking on heaven's door». Γιατί γυρεύεις έναν θάνατο. Κάτι σάπιου μέσα σου. Και μόνο εκείνες μπορούν να στον προσφέρουν.  Επαναλαμβανόμενες, ίδιες στην μοναδικότητα σου.

3

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια
και εκει που κατουρούσα...σκέφτηκα "Ωχ, θα παρερμηνευτώ"...το κείμενο του Σεφεριάδη παίζει και ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ένα παλαιότερο δικό μου που δεν έχετε διαβάσει... και το κάνει τόσο καλά που ξεπερνά το κείμενο "μια κούκλα απο ατσάλι".... ευχαριστω..παω να συνεχίσω αυτό που έκανα!