Σάββατο μεσημέρι ανέβαινα την Ερμού περπατώντας γρήγορα. Στο Μοναστηράκι πήρε το μάτι μου φευγαλέα, στο πεζοδρόμιο, μία φανταχτερή κορνίζα που μ' έκανε να σταματήσω. Ήταν μία εικόνα της Αγίας Αικατερίνης μέσα σε τζάμι, στολισμένη με ύφασμα και περιτριγυρισμένη με γυαλιστερά μεταλλικά λουλούδια. Το θέαμα ήταν μάλλον φιλήδονο, μέσα στην ψεύτικη μεταχειρισμένη πολυτέλεια της υποτιθέμενης αγιότητας. "Πόσο?", ρώτησα τον πλανόδιο. "Για σένα 10 ευρώ", μου απάντησε. "Θα έρθω άλλη μέρα", του είπα και έφυγα βιαστικός, ενώ τον άκουσα να φωνάζει "Άλλη μέρα, εδώ δεν θα είμαι εγώ". Δύο μέρες πέρασαν και δεν μπορούσα να βγάλω την εικόνα από το κεφάλι μου. Τη Δευτέρα είχα ρεπό και κατέβηκα πάλι στην Ερμού. Βρήκα τον πλανόδιο. Προφανώς ήταν ακόμα εκεί. Με θυμόταν. "Εσύ περίμενε εδώ προσέχει, εγώ πάω αποθήκη να φέρω", είπε και έφυγε τρέχοντας προς του Ψυρρή. Στην αρχή έμεινα έκπληκτος που η κορνίζα δεν είχε πουληθεί ακόμα, μετά όμως σκέφτηκα πως πιο απίστευτο ήταν που μ' εμπιστεύτηκε με την πραμάτειά του, χωρίς να με ξέρει. Το πιο πιθανόν από αφέλεια, αλλά ούτως ή άλλως δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιον που θα έμπαινε στον πειρασμό να κλέψει εκείνη τη σαβούρα.
Για τα επόμενα 15 λεπτά ήμουν υπαίθριος καταστηματάρχης. Είχα δύο πελάτες. Ο πρώτος ήταν ένας πενηντάρης που μου ζήτησε ναζιστικά μετάλλια. Του είπα πως θα έβρισκε στη γωνία δεξιά, στην πλατεία Αβησσυνίας. "Ναι, το ξέρω", απάντησε. Σκέφτηκε για λίγο και μου ξαναμίλησε. "Θέλω να βάλω στο σπίτι μου τα σύμβολα των απελευθερωτών μας. Αυτούς που διώξανε οι προδότες απ' τη χώρα μας το '40". Προφανώς ο τύπος δεν ήθελε να αγοράσει, αλλά να πουλήσει. Τι, δεν είμαι σίγουρος, πάντως δεν τα κατάφερνε καθόλου καλά. "Εγώ πάντως διαφωνώ", του είπα, αν και μετάνιωσα που μίλησα, γιατί ένοιωθα πως ξεκινούσα διάλογο με τούβλο. Δεν υπήρχε περίπτωση δηλαδή να καταλήξει πουθενά όλο αυτό. Κοίταξα τριγύρω. Ο πλανόδιος ακόμα να φανεί. "Αν ήξερες ιστορία, θα συμφωνούσες μαζί μου. Ο Χίτλερ μας απελευθέρωσε" ξαναμίλησε ο τύπος. "Δεν ξέρω για ποιά ιστορία μιλάτε", του απάντησα, "πάντως ο προπάππος μου έμεινε ανάπηρος απ' τη μέση και κάτω στον πόλεμο. Αυτή είναι η δικιά μου ιστορία". Ο πενηντάρης με κοίταξε κάπως έκπληκτος. Έκανε πίσω αμίλητος και έκατσε στο τραπεζάκι του συνεχίζοντας τον καφέ του ατάραχος. Ήταν μορφωμένος, καθώς πρέπει, και με μία ηλιοκαμένη φαλάκρα στο κεφάλι του, μάλλον ταιριαστή με την πρόσφατη μόδα στα αντρικά κουρέματα στην Ελλάδα. Τον φαντάστηκα παντρεμένο με δύο παιδιά, χωρίς γκόμενα, και μία γυναίκα που πλέον δεν μπορεί ούτε να βλέπει. Είμαι σίγουρος πως το κράτος του έφταιγε για όλα. Ο επόμενος πελάτης ήταν ένας ήσυχος τύπος κάτω των 30, αξύριστος, με γυαλιά και ψαχούλευε τα βιβλία. Τον φαντάστηκα να μην πηγαίνει πουθενά χωρίς το i-phone του, να είναι υπέρμαχος της τεχνολογίας και να δουλεύει ως γραφίστας. Τον είχα συμπαθήσει. "Πόσο έχουν τα βιβλία?", ρώτησε. "Εσύ πόσο δίνεις?" απάντησα, μιάς και είχα αρχίσει να το διασκεδάζω. Του εξήγησα πως ο υπεύθυνος θα ερχόταν σε λίγο και τον ρώτησα ποιο βιβλίο ήθελε, ίσως από περιέργεια, ίσως πάλι γιατί ήθελα να τον καθυστερήσω μέχρι να έρθει ο άλλος. Έβγαλε ένα πράσινο και μου το έδειξε. Στο εξώφυλλο έγραφε "Καινή Διαθήκη". Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να του πω, και ευτυχώς εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο πλανόδιος με την εικόνα στα χέρια. Η Αγία Αικατερίνη με κοίταξε μελαγχολική πίσω από το τζάμι. Μέσα στην ήρεμη χλιδή της είχε εμφανιστεί για να με σώσει. Έβγαλα ένα δεκάευρω και το έδωσα στον πλανόδιο, που αργότερα έμαθα πως τον λένε Νάσερ. "Δώσε ακόμα πέντε, μόνο η κορνίζα κάνει 30", είπε. "Τις προάλλες μου είπες 10", απάντησα, και του πήρα ευγενικά την εικόνα από τα χέρια. Προφανώς είχε υποτιμήσει την πραμάτειά του.
Φεύγοντας από την Ερμού άρχισα να αναρωτιέμαι για τα στατιστικά χαρακτηριστικά του κατά φαντασίαν αγοραστικού μου κοινού. Οι δυο μου πελάτες ήταν αγάμητοι μοναχικοί άντρες που βύζαιναν ακόμα από ένα στήθος . Ο ένας πλέον τη θαλπωρή της πατρίδας και ο άλλος την παρηγοριά της θρησκείας. Το απόγευμα θα τελείωνε. Με τη Στεφανία και τη Μαρία ανεβήκαμε στο Λουκούμι, στην ταράτσα, για καφέ. Τα σύννεφα πάνω από την Ακρόπολη είχαν πάρει υπέροχα φωσφοριζέ χρώματα, που όμως ξεψυχούσαν, γιατί ο ήλιος έδυε και σύντομα θα σκοτείνιαζε. Κάτω από αυτόν τον μαγικό ουρανό θα πλησίαζε μία νέα Αυγή. Ένα τεράστιο Βυζί ένοιωθα πως ανατέλλει. Ένα Βυζί με μία ρώγα που θα χωρέσει τα στόματα όλων των φανταστικών πελατών μου. Μία νέα Αυγή. Ένα Χρυσό Βυζί.
σχόλια