Κάθομαι σ' ένα παγκάκι-μπροστά μου ρέει ένας γλυπτός ποταμός. Αν δεν έχεις γεννηθεί εδώ,αν δεν σε πρόλαβαν τα δεκάξι σ' αυτά τα τσιμέντα,τίποτε δε θα'χει νόημα. Θα τη θεωρήσεις άχαρη σκύλα- δε θα σου πιάσει κουβέντα το στοιχειωμένο άλογο, δε θα δεις τον ΄Αγιο Αχίλλειο και τον Μπολιβάρ , τη Λάμια και την ΄Εμπουσα ν'ανεμίζουν τις βεντάλιες τους ντάλα μεσημέρι.
Δε θα καθήσεις πρώτο τραπέζι πίστα στο Μοκάμπο,δε θα σου κάνει χοτ αφιερώσεις ο Μίμης Γκιουλέκας,δε θα χαζέψεις τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου να ξεροσταλιάζει στην Ιφιγένεια.
Δε θα πέσεις στα δίχτυα του τερματοφύλακα Γιώργου Πλίτση.
Δε θα ομνύεις στη φέτα Ελασσόνος και στο τσίπουρο Τυρνάβου,σκέτο σπίρτο .
Δε θα σχεδιάζεις το νέο αντάρτικο πόλεων στα σκαλάκια του Δικαστικού.
Δε θα σε καταπιεί ποτέ ο κόμβος της Βιοκαρπέτ.
Τίποτε δε θα δεις στη Λάρισα,αν δεν είσαι από τη Λάρισα.
Δε θα φωνάξεις Τσίγκωφ κατούρα να γίνουμε μαστούρα, δε θα ταμπουρωθείς πίσω από καμμένα λάστιχα,δε θα ξεσηκωθείς για το άδικο-δε θα σου δoθούν δυο κύπελλα κι ένα κοτζάμ πρωτάθλημα,αν δεν το λέει η περδικούλα σου.
Γιατί όλους τους σέρνει απ'τη μύτη η καμπόπολη,η βασίλισσα του φραπέ,η σταρ Πηνειός, η αν τυχόν και δε με θέλεις κει θα πέσω να πνιγώ.
Ο Γκουσγκούνης ανέβαζε δεκατρία μποφώρ μπας και γλυτώσει-η Καρέτσου έφτασε μέχρι το Nιού Γιόρκ/Νιού Γιόρκ για να σωθεί από τους καύσωνες.
Γιατί η Λάρισα δεν είναι εύκολο κορίτσι-πρώτα σου βγάζει τον έρπη και μετά αρχίζει τα σ'αγαπώ και τα θέλεις να κάνουμε παρέα.
Η Ματίνα Γκλιάου τα πέταξε όλα στο Πλέιμπου - ήξερε από σαραντάρια η Λαρισαία κόρη.
Ο Γιώργος Λαζόγκας χρόνια παιδεύτηκε με τα παλίμψηστα και τις μέδουσες.
Με μαμά βυσσινί θύελλα,κάπως έπρεπε να αντιδράσουν.
Γιατί δεν ξεμπλέκεις εύκολα από Θεσσαλικές μαγείες και χωριάτικα ξόρκια
-ξέρουν καλά στο Βόλο περί τίνος τρελλοσυστήματος πρόκειται.
Όταν επιστρέφω είμαι φρικτά προβλέψιμη: θα διασχίσω την Κεντρική,θα στρίψω δεξιά,πλατεία Εβραίων-στην αντιπαροχή.
Τάχα κάποιον ψάχνω,ίσα ίσα να δω το όνομα στο κουδούνι-τα ίδια και τα ίδια δεκαετίες τώρα.
Δεν ξεχνιέται η Λάρισα,δε σβήνεται ο Λαρισαίος έτσι κι αποφασίσει ν' αφήσει τα χαρακτικά του.
Τι κι αν μεσήλιξ με τη βούλα πλέον-όταν πατάω πόδι στη γενέθλια κουτρουβαλάω τα σκαλάκια ,η ντίσκο λέγεται Στάλες,είμαι σκαστή απ'τα Αγγλικά και φτυστή η Σοφί Μαρσώ.
Τα παπούτσια μου είναι κίκερς,μυρίζω 4711, διάφορα όμορφα αγόρια με παντελόνια σωλήνα και πετσετέ κάλτσες με τραβάνε να χορέψουμε.
Δεν ξέρω με ποιόν να τα πρωτοφτιάξω.
plus special bonus/
Η ΜΑΥΡΗ ΛΑΡΙΣΑ
OΤΑΝ ΗΜΟΥΝΑ ΜΙΚΡΟΣ (λίγο πιο μεγάλος απ'
όσο είμαι τώρα) είχα αποφασίσει κι είχα πατέ-
ρα δικηγόρο και μανιώδη κυνηγό. Αυτός ο
μπαμπάς μας κουβαλούσε κάθε Σαββατοκύριακο
σε κυνηγότοπους κι ένα Σαββατοκύριακο μας
πήγε στη Λάρισα και μέναμε στο σπίτι ενός ει-
σαγγελέως. Μέσα στο σπίτι δε μπορούσες να
καθήσεις,αλλά ούτε κι έξω,στην πόλη,γιατί
η Λάρισα παραείναι άσχημη και ασφυκτική.
Εμείς όμως είμασταν εκεί και πηγαίναμε κύ-
κλους μ' ένα τζιπ.
Είχαν πέσει τότε σμήνη πολλά κάργες και
σκοτείνιαζε κι ο ουρανός. Εκεί που είμασταν
μες στην ασφυξία μας ήρθε διαταγή να σκοτώ-
νει ο κόσμος τις κάργες και να πηγαίνουνε τα
πόδια στη Νομαρχία και να παίρνουνε δυο
δραχμές τα δύο πόδια.
Αρπάξανε οι γύρω μας Λαρισινοί ό,τι βρήκα-
νε από ντουφέκια και πυροβολούσανε διαρκώς
και ρίχνανε τις κάργες ο ένας στο κεφάλι τ' αλ-
λουνού και τραβούσανε ο ένας απ' το λαιμό της
σκοτωμένης κι ο άλλος απ' τα πόδια.
Εκεί που σου μιλούσε ωραία-ωραία ο Λαρισι-
νός σήκωνε το όπλο,έβαζε τρεις μπαταρίες και
το ξανακατέβαζε και σου συνέχιζε.
Μετά από χρόνια το είπα το Σαββατοκύριακο
αυτό σ' έναν που έχει εργοστάσιο κατασκευής
παιχνιδιών και τον ενέπνευσα τόσο,που εφηύρε
και κυκλοφόρησε στο εμπόριο μια μονόπολη με
τον τίτλο Η ΜΑΥΡΗ ΛΑΡΙΣΑ ,όπου αντί για ξε-
νοδοχεία και σπίτια αγοράζεις κάργες και πό-
δια.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ
σχόλια