Σήμερα το πρωί βγάλαμε τη μαμά.
Βγάλαμε είναι η μαλακή λέξη για την εκταφή.
Μαζευτήκαμε οι πρώτου βαθμού,ήρθαν και κάτι δευτέρου-είχε κόσμο,θα της άρεσε.
Κι ο μπαμπάς,μπροστά μπροστά,με τα καλά του,πάντα με τα καλά του στις επισκέψεις -χαίρεται η μαμά, ήταν του ρούχου και του μπιζού, μονολογούσε.
΄Ολοι μονολογούσαμε-ήταν κάτι σαν αναλόγιο,βαθειά και εσωτερική ερμηνεία.
Μου'λεγαν,μου'λεγαν –κανέναν δεν άκουσα.
Εγώ κι ο μπαμπάς κι ο Κύριος με το φτυάρι. Οι άλλοι πίσω.
΄Ελαμπαν τα κοκαλάκια της,όμορφα,λιωμένα-σα να μας χαμογελούσε,της χαμογελάσαμε κι εμείς. Θέλουν το πι αρ τους κάτι τέτοιες στιγμές,εδώ θα φανούν τα πιάνα και τα γαλλικά.
Μπήκε στο κουτάκι της,λαμαρίνα,ήθελε κάτι πιο χλιδάτο ο μπαμπάς,του το ξέκοψαν απ' το γραφείο κοινού-ένα μοντελάκι Κύριε,αυτά είναι φιξ.
Κατάπιαμε και το φιξ,πολλά κατάπιαμε σήμερα το πρωί.
Τη φιλήσαμε στο κεφαλάκι-με το ασπροκέντημα της προίκας της,αθάνατα εκείνα τα κοφτά.
Να μην μ' αφήνουν να της πάρω κάτι καλύτερο,ένα σκαλιστό,ε όχι και λαμαρίνα παιδί μου,ήταν γουστόζα η μαμά,της άρεσε το ωραίο-μονολογούσε ο μπαμπάς.
Όλοι μονολογούσαμε σήμερα το πρωί-βαθειές,ανεπιτήδευτες και εσωτερικές ερμηνείες.
σχόλια