Υπάρχει κάτι το ανώδυνα φλύαρο, περίπου διασκεδαστικό, σχεδόν μυοχαλαρωτικό στο (self) promotion – ειδικά το ηλεκτρονικό – της «γυναικείας λογοτεχνίας» της χώρας.
Τόσο «αλλού» το μήνυμα, τόσο πιο «κάπου» το θάμα, που και ο πιο ορκισμένος «κυνηγός» ευπώλητων ψεύδεται, αν πει ότι δεν κοντοστάθηκε να χαζέψει. Όχι στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Στις άλλες, των social media. Εκεί που τον πρώτο λόγο έχουν κορδέλες, χάντρες, λεοπάρ αντικείμενα, χαϊμαλιά και ηλιοβασιλέματα, λίμνες και μισοφέγγαρα, ρητά για τον έρωτα και conclusions of the day.
Από το καλοκαίρι είχε ξεκινήσει η επέλαση της πέρλας και του μονόπετρου. Τα σχετικά αποσυμφορημένα Μέσα Συγκοινωνίας – κάποια από αυτά, τουλάχιστον – ήταν «ντυμένα» με «τσιμπημένες» αφίσες «ευπώλητων»: super sized γαλανά μάτια με μπόλικη φωτοσοπαρισμένη μάσκαρα να «λοκάρουν» πάνω στον επιβάτη, επίσης super sized αντρικό χέρι – άνευ βέρας – να χαϊδεύει γυναικείο με πνιχτήριο χαλκά στον δεξί παράμεσο, η θεματολογία της «γυναικείας λογοτεχνίας» - εικονογραφημένη – στα καλύτερα της.
Κι όσο ένα κομμάτι της πόλης «μύριζε» ιλουστρέ σεξ, απερίγραπτης έντασης έρωτες και γυναίκες σε μόνιμη επαφή με την (πολύ) γυναικεία τους πλευρά, οι δρόμοι, τα βαγόνια, οι καφετέριες, οι διπλανές ξαπλώστες γέμιζαν με πιστές «ακολούθους».
Γυναίκες κάθε ηλικίας, με ογκώδη (!) βιβλία στο χέρι, απορροφημένες, σχεδόν να ψελλίζουν τις παραγράφους, κρεμασμένες με το ένα χέρι από τη χειρολαβή και με τ’ άλλο από το «δισκοπότηρο» της φαντασίωσης τους.
Με τίτλους και περιεχόμενο σε απόλυτη επαφή και ευθυγράμμιση με τη ζωή μας – κελάρια, αμπάρια, καταπιεσμένες χωριατοπούλες, έρωτες καβάλα στ’ άλογο, τι απ’ όλα αυτά δεν έχουμε στο παραδιπλανό διαμέρισμα ;- και με εικονογράφηση που αποπνέει μυστήριο και υπόσχεση: στο «αυτί» του αναγνώσματος η συγγραφέας να «ξεπηδά» μέσα από σύννεφα και ροζ ηλιοβασιλέματα και στο εξώφυλλο μια μπαλαρίνα, μια νεραΐδα, μια γυναίκα μόνη σε μια λίμνη, τέτοια υποσχετικά υπέροχα.
Και μετά, ένα βράδυ, ήρθαν 4-5 τεμάχια κακαριστού γέλιου από το (παραδιπλανό) γραφείο της βραδινής βάρδιας. Συνάδελφος, «στην πνιγηρή βραδιά του αφόρητα μοναχικού μήνα Αυγούστου», όπως θα έγραφαν και οι νηρηΐδες της ευπώλητης «γυναικείας λογοτεχνίας», «σκοτωνόταν» στα γέλια, διατρέχοντας τα profile pages τους.
Η μία έστελνε «φεγγαρολουσμένες καληνύχτες» στους αναγνώστες με τη σχετική φωτό (πάντα). Κάποια άλλη στοχαζόταν πάνω στο «μπλε» του Ελύτη που ξόδεψε ο Μεγαλοδύναμος για να μην τον βλέπουμε. Και μια τρίτη ανέλυε το δράμα του να χάσει ο συγγραφέας 5.000 λέξεις («εργασία ημέρας» sic), «επειδή έτσι αποφάσισε το word», αλλά το πιο μαγικό, το πιο συναρπαστικό, το δυνατότερο όλων ήταν το self promotion, η προώθηση του πονήματος από τον ίδιο τον δημιουργό: βιβλίο στο πάτωμα, βιβλίο στην άμμο, βιβλίο δίπλα σ’ ένα μπικίνι ή δίπλα σ’ ένα γυναικείο εσώρουχο, βιβλίο και εσώρουχο φωτογραφημένο στην πλάτη ή στο κεφάλι επάνω του εκάστοτε καλόβολου συντρόφου, βιβλίο μέσα σε βάρκα, στα χέρια αναγνώστριας, στην παραλία, άπειρες οι παραλλαγές για το που μπορεί να πάει να «κάτσει» ένα βιβλίο...
Και ξανά φωτογραφίες από την «εργάζεται στην εταιρεία: συγγραφέας» (κατά το profile page, πάντα), με λεζάντες τύπου «εδώ σε ώρες γλυκού στοχασμού» και να γενναία αποσπάσματα φιλοσοφίας από το ανάγνωσμα και πάλι φωτογραφίες – συνήθως με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στα γόνατα - και πάλι αποφθέγματα που «χωράνε» από Πίνδαρο μέχρι Μπουσκάλια, αλλά εννοείται ότι ο Κοέλιο βρίσκεται σε πρώτη χρήση.
Απαραίτητες οι “photos” από τις βιβλιοπαρουσιάσεις, όπου πάντα η συγγραφέας ξεπροβάλλει ως δακτυλομετρούμενη –τουλάχιστον – ανάμεσα από αφράτες νοικοκυρές με την παραδοσιακή ντεπιές ενδυμασία φούστα /μπλούζα, απαραίτητο την ώρα της υπογραφής των αφιερώσεων το ζουμάρισμα του φακού στο νυχάκι που είναι πάντα κόκκινο, φυσικό κι επόμενο στα εκατοντάδες πανομοιότυπα σχόλια που ακολουθούν («είσαι κούκλα!», «τι άγγελος!» , «σοφή θεά!»), ανάμεσα στις ευχαριστήριες απαντήσεις να ξεφεύγει και ένα στοχαστικό «το ξέρω! Χιχί».
(Λογικά, τώρα που φθινοπώριασε, αλλάζει και το location και οι όροι του shooting , μπροστά σε τζάκια, ντάνες με καυσόξυλα, κιτρινισμένα πεσμένα φύλλα ολούθε, αλλά, ναι ως γνωστόν οι εποχές εμπνέουν τους συγγραφείς, οπότε, ναι, βγαίνει νόημα).
Βέβαια, άγριας επικαιρότητας ζόρια, πολύ σοφά δεν σχολιάζονται από τα social media. Η ζωή (οφείλει να) είναι ένα τρικολορόρε πανηγύρι – κόκκινο/ροζ/χρυσαφί σαμπανιζέ- , διακοσμημένο με πανσελήνους, συννεφάκια και moto τύπου «έρωτας ή τίποτα» και «μόνο αγάπη».
Αν κάτι γίνεται και λαμβάνεται στα σοβαρά είναι οι διαγωνισμοί, όπου, αν ο αναγνώστης είναι τυχερός λαμβάνει από τη συγγραφέα και «ένα άλλο πιο προσωπικό δωράκι, ανάλογα με το αν είναι άνδρας ή γυναίκα» και φυσικά οι όροι είναι να φωτογραφηθεί -ο «τυχερός»- με το βιβλίο, «κάπου», θεματικά (!).
Σημ. 1: Ειλικρινά, θα ηθελα πολύ να βάλω όλες αυτές τις τέλειες φωτογραφίες που έκαναν το καλοκαίρι μας στη δουλειά πιο ευχάριστο. Αλλά φοβάμαι ότι το χιούμορ ανθρώπων που βγάζουν «βόλτα τη ρομαντική τους φύση στα ουράνια» (sic) είναι λίγο ανελαστικό. Επίσης, πάντα με τρόμαζαν τα πρόσωπα γυναικών που χαμογελούν με το στόμα, αλλά το βλέμμα συγγενεύει με κάτι από εκδοροσφαγείο.
Σημ.2: Και η E.L. James του «μυθώδους» πλέον “Fifty Shades of Grey” διατηρεί και ανανεώνει συχνότατα την ηλεκτρονική επαφή με τις ορδές των αναγνωστριών της στο σχετικό groupάκι στο Facebook, ειδικά τώρα που μπήκε μπροστά και η ταινία. Βέβαια, η σελίδα είναι αμιγώς επαγγελματική: προωθεί κανά ελαφρύ σαδομαζό αντικείμενο (λεπτά μαστίγια, καμιά μεταξωτή λαιμαργιά, τέτοια πράγματα), αναφέρει νέα για το casting της επικείμενης ταινίας, πετάει και καμιά ημίγυμνη σενσέισιοναλ photo του οσονούπω πρωταγωνιστή, μέχρις εκεί. Επίσης, είναι προφανές ότι η κυρία James αγνοεί τον Πίνδαρο και τον Ελύτη, οπότε τους αφήνει στην ησυχία τους. Γράφει light porn και δεν τα μπλέκει τα πράγματα, δεν ρίχνει και λίγη σως από κουλτούρα.
Σημ.3: Βράδυ, ιστορικό κέντρο της πόλης, βιτρίνα βιβλιοπωλείου. Στο κέντρο της βιτρίνας, το «ευπώλητο». Δίπλα του ο Μπουκόφσκι. Και παραδίπλα κι άλλο «ευπώλητο». Bonus extra του πολύ ενημερωμένου βιβλιοπώλη, τα φτερά μιας νεραϊδας -μπιμπελό να ρίχνουν σκιά στο «Τοστ Ζαμπόν»... Οι καιροί κάνουν άγρια πλάκα, οπότε «μην προσπαθείς» που θα ‘λεγε κι ο «θείος» Τσαρλς.
σχόλια