1. Κάνουν πολιτικούς γάμους.
Κάθε μήνα τελούνται 45 με 50 πολιτικοί γάμοι στο Δημαρχείο Αθηνών. Σύμφωνα με τους αριθμούς, φέτος μέχρι τον Μάιο είχαν καταγραφεί 245. Οι γάμοι που έγιναν το 2012 (540) ήταν 79 λιγότεροι σε σχέση με το 2011 (619). «Αυτοί οι αριθμοί, όμως, δεν είναι ενδεικτικοί για το τι συμβαίνει πραγματικά» μας πληροφορούν. «Σε κάθε δήμο μπορεί να διαφέρει ο αριθμός των πολιτικών γάμων κάθε χρόνο, επειδή το ζευγάρι έχει το δικαίωμα της επιλογής της περιοχής όπου θέλει να παντρευτεί. Όπως έγινε με τον Θανάση και τη Χριστίνα, κατοίκους Εξαρχείων, που αποφάσισαν να παντρευτούν το καλοκαίρι στη Χαλκιδική. Ο ληξίαρχος παραλίγο να τους διώξει, δείχνοντάς τους μια στοίβα από άδειες που προηγούνταν στη σειρά. «Από την αρχή ήμασταν σίγουροι ότι θέλουμε να κάνουμε πολιτικό γάμο. Θέλαμε όλα να γίνουν απλά, με λίγους και αγαπημένους ανθρώπους. Οπότε, κατευθείαν αυτή μας η σκέψη συνδέθηκε και με την επαρχία. Μας κούραζαν οι θρησκευτικοί γάμοι που βλέπαμε με πολύ κόσμο, γνωστούς των γνωστών των γονιών και υποχρεώσεις, ουσιαστικά, ανθρώπους που το ζευγάρι δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Επίσης, δεν μας πήγαινε και το όλο στυλ που συνήθως συνοδεύει τον θρησκευτικό γάμο: πλουμιστά ρούχα, χτενίσματα-υπερπαραγωγή, κορναρίσματα και γύρες γύρω από την εκκλησία με το ανθοστολισμένο και γυαλισμένο αμάξι, θεαματική είσοδος στην εκκλησία. Όλα αυτά, φυσικά, συνεπάγονται και πολλά λεφτά, τα οποία η γενιά μας δεν νομίζω να έχει τη δυνατότητα να διαθέσει, έστω και αν θέλει. Σκεφτήκαμε ότι υπήρχε μια υπέροχη αυλή στο χωριό, που μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε, και, απ' ό,τι φάνηκε, ήταν καλή επιλογή».
2. Καταργούν τις βαφτίσεις
Αν και δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για να διαπιστώσει κάποιος αν όντως έχουν μειωθεί οι βαφτίσεις τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερα νέα ζευγάρια τηρούν σιγή ιχθύος γύρω από αυτό το ζήτημα και το αποφασίζουν μετά από πίεση από τον στενό οικογενειακό τους κύκλο. Μια ακόμα λανθασμένη αντίληψη που επικρατεί είναι ότι «αν δεν βαφτίσεις το παιδί, δεν μπορείς να το γράψεις στο Δημοτικό». Στην πραγματικότητα, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η βάφτιση δεν είναι υποχρεωτική με βάση την ελληνική νομοθεσία. Είναι καθαρά υπόθεση των γονιών. Αυτό που είναι υποχρεωτικό, όμως, είναι η ονοματοδοσία, δηλαδή να δηλώσεις το όνομα του παιδιού στο ληξιαρχείο. Στην περίπτωση της Δέσποινας και του Νίκου η απόφαση για το αν θα βαφτίσουν τον δίχρονο γιο τους ήταν αρνητική από την αρχή. «Είναι μανούρα και πολλά τα λεφτά, τα οποία δεν έχουμε να διαθέσουμε αυτήν τη στιγμή. Θα αναγκαστούμε να φορτωθούμε στους γονείς μας πάλι. Δεν είμαστε και φανατικοί της θρησκείας, και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε και την πίεση των γονιών. Αν μας πίεζαν, ίσως και να το κάναμε. Οργανώσαμε μια μικρή γιορτή με μπομπονιέρες και φαγητά για το καλό, μόνο για κοντινούς φίλους και συγγενείς, και πάλι τα έξοδα ήταν πολλά».
3. Αλλάζουν επάγγελμα
Με την ανεργία να έχει φτάσει στο 27, 6% τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, μια λύση είναι η αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης. Χωρίς επιλογές στον ορίζοντα, αρκετοί το σκέφτονται ή το έχουν επιχειρήσει ήδη. Σίγουρα, οι περισσότεροι δεν εμπιστεύονται πια τα πτυχία τους, όπως στην περίπτωση του Αλέξη, που από μαθηματικός έγινε ταξιτζής. «Έχω τελειώσει το Μαθηματικό Αθήνας και μετά ένα μεταπτυχιακό πάνω σε αυτό. Έκανα ιδιαίτερα σε παιδιά για λίγο καιρό, έδωσα ΑΣΕΠ για καθηγητής τον Φεβρουάριο του 2009, ενώ ήμουν στρατό, απέτυχα, και από τότε δεν έχει γίνει άλλος διαγωνισμός. Αυτό τον καιρό, αν ξεκινήσεις καθηγητής σε φροντιστήριο, ο μισθός είναι εξευτελιστικός, οπότε ασχολούμαι πλέον συστηματικά με το ταξί που μου άφησε ο πατέρας μου, βγαίνοντας πέρσι σε σύνταξη. Σίγουρα θέλω να ασχοληθώ με κάτι πιο δημιουργικό στο μέλλον. Ακόμα είμαι νέος και αντέχω το ταξί, αλλά δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμα, αν τριγυρνάω συνέχεια "άδειος στους δρόμους"». Μέχρι πέρσι, η Ιουλία δούλευε κανονικά ως καθηγήτρια και μεταφράστρια Γερμανικών, μέχρι που η ανεργία τής χτύπησε την πόρτα. «Διδάσκω και κάνω μεταφράσεις γερμανικών από το 2005. Τα τελευταία 2 χρόνια, με την οικονομική κρίση στη χώρα, η ζήτηση στις ξένες γλώσσες έχει πέσει αρκετά, παρότι κάποιοι θεωρούν ότι, αντιθέτως, υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω των επαγγελματικών ευκαιριών που θα μπορούσε να προσφέρει η γνώση τους. Έως και το 2011 είχα ιδιαίτερα με παιδιά Γυμνασίου και προοπτική να συνεχίσουν σε όλα τα επίπεδα. Η περσινή χρονιά, όμως, ήταν απογοητευτική, οπότε άρχισα να σκέφτομαι σοβαρότερα ως εναλλακτική λύση τη διδασκαλία της Yoga».
4. Κάνουν διακοπές στο πατρικό τους
Το να κάνεις διακοπές στο πατρικό σου δεν είναι ακριβώς ελληνικό φαινόμενο. Το λεγόμενο «staycation» (κατά το vacation) εμφανίστηκε το 2009 στη Μεγάλη Βρετανία, όταν τα ταξίδια στο εξωτερικό έγιναν πολυτέλεια λόγω της υποτίμησης της λίρας. Αφορούσε οικογένειες που αποφάσιζαν να κάνουν διακοπές στην πόλη τους, πηγαίνοντας σε μουσεία ή στην πιο κοντινή θάλασσα με το αμάξι. Ο Δημήτρης αυτό έκανε. «Ο βασικός λόγος που δεν πήγα φέτος διακοπές είναι οικονομικός. Τα ταξίδια, ακόμα και στο εσωτερικό, κοστίζουν πολύ ακριβά. Λόγω της κρίσης, τα οικονομικά μου δεν ήταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, με αποτέλεσμα να προτιμήσω την πιο οικονομική λύση του σπιτιού των γονιών μου. Σίγουρα μου έλειψε το να πάω διακοπές κάπου, αλλά και το πατρικό έχει τα θετικά του (σπιτικό φαγητό και σύσφιξη των οικογενειακών σχέσεων)». Η Μαρία προτίμησε να στείλει διακοπές τους γονείς της: «Φέτος δεν πήγα καθόλου διακοπές, καθώς το κόστος της όποιας καλοκαιρινής απόδρασης φάνταζε εξωτικό! Είμαι 36 ετών και ζω με τους γονείς μου, αφού η δουλειά μου δεν μου επιτρέπει να κάνω έξοδα άλλα πλην των βιοποριστικών – ούτε καν για μετακόμιση. Οπότε, όταν τέθηκε ζήτημα διακοπών, προτίμησα να μείνω σπίτι και να πάνε οι γονείς μου, για αλλαγή, οι όποιοι πλησιάζουν τα 70, πλην 2-3 χρόνια ο καθένας. Τελικά πήγαν, αλλά και εκείνοι προτίμησαν να φιλοξενηθούν για να κάνουν επιπλέον οικονομία.
5. Αγοράζουν ρούχα με το κιλό
Η Sabine, η υπεύθυνη στο Kilo Shop (Ερμού 54), κατάγεται από την Ολλανδία, όπου η οικογένεια της είχε επιχείρηση με vintage ρούχα. Παντρεύτηκε Έλληνα και μετακόμισε στην ελληνική επαρχία, αλλά πάντοτε ήθελε να ανοίξει ένα αντίστοιχο μαγαζί εδώ. «Το άφησα για πολλά χρόνια, επειδή οι Έλληνες δεν το καταλάβαιναν. Ούτε ο καιρός ούτε η οικογένειά μου μού το επέτρεπαν. Μόλις μεγάλωσαν τα παιδιά μου, το πήρα απόφαση και ήρθα στην Αθήνα. Σκέφτηκα ότι ήταν καλή ιδέα λόγω κρίσης. Οι Έλληνες ξεπέρασαν ένα ταμπού και στα ρούχα τους πλέον. Δεν αγοράζουν μάρκες και ακριβά. Μαθαίνουν μέσα στην κρίση ότι υπάρχουν πιο σπουδαία πράγματα. Θέλουν να βρουν μοναδικά ρούχα που να ταιριάζουν στο στυλ τους και να μη φαίνονται πια όλοι ίδιοι. Τα ρούχα έρχονται από το Παρίσι, η γκάμα τους είναι πολύ καλή, δεν είναι απλώς μεταχειρισμένα. Το πιο φθηνό ρούχο που έχουμε πουλήσει είναι τα μεταξωτά πουκάμισα, που στοιχίζουν γύρω στα δυόμισι ευρώ. Είναι διασκεδαστική η διαδικασία αγοράς, επειδή οι πελάτες μόνοι τους διαλέγουν και ζυγίζουν τα ρούχα, βρίσκουν την τιμή ανάλογα με τους ειδικούς κωδικούς και αποφασίζουν αν θέλουν να τα αγοράσουν ή όχι. Έρχονται άτομα από 17 μέχρι 80 χρόνων. Πολλές φορές ακούω ότι κάτι τέτοιο έλειπε από την αγορά. Το μαγαζί έχει ανοίξει εδώ και 4 μήνες και σε έναν μήνα περίπου θα ανοίξουμε άλλο ένα στο Χαλάνδρι».
σχόλια