26 Φεβρουαρίου του 1941, απονομή των βραβείων Όσκαρ, στο ξενοδοχείο Μπίλτμορ στο Λος Άντζελες. Η Αμερική έχει δεχθεί επίθεση στο Περλ Χάρμπορ δυο μήνες πριν και η Ακαδημία φοβάται πως οι καλεσμένοι δεν θα έρθουν στο δείπνο, όπως ήταν τότε η τελετή, από τον φόβο μιας φημολογούμενης επιδρομής από αέρας από τον Άξονα.
Τελικά, 800 άνθρωποι, κυρίως μέλη, και ένας «υψηλός» προσκεκλημένος, ο Ρεπουμπλικανός πολιτικός Γούιλι που δεν είχε καταφέρει να νικήσει τον Ρούζβελτ, προσήλθαν σε μια βραδιά που θα μείνει στην Ιστορία του θεσμού και στη μνήμη όσων σιχαίνονται τα Όσκαρ για την ντροπιαστική ήττα του Πολίτη Κέιν, έναντι της, κατά τα άλλα μια χαρά, Κοιλάδας της Κατάρας του Τζον Φορντ. Ο Όρσον Γουέλς δεν ήταν εκεί για να παραλάβει το μοναδικό του Όσκαρ για το σενάριο που συνέγραψε με τον Χέρμαν Μανκίεβιτς (κάτι που αμφισβητείται, αλλά δεν πειράζει), αν και τρομερή κλάκα έκανε η επικίνδυνη καριόλα της εποχής, η επαγγελματίας χρονικογράφος-κουτσομπόλα με επιρροή, Λουέλα Πάρσονς, το τσιράκι του μεγαλοεκδότη Γουίλιαμ Χερστ, που είχε βάλει κόσμο και γιούχαρε όποτε ο Πολίτης Κέιν ακουγόταν, στις 9 συνολικά υποψηφιότητες του.
Όλα τα μάτια, όπως λένε οι πηγές της εποχής, ήταν ωστόσο στραμμένα στις δυο αδελφές που ήταν συνυποψήφιες στην κατηγορία του πρώτου γυναικείου ρόλου. Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ, κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη από τις δυο, είχε ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 30 με μεγάλη εμπορική επιτυχία στις Περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών και σε αντίστοιχα επικολυρικά φιλμ με τον Έρολ Φλιν. Η μικρότερη Τζόαν, που άλλαξε το Ντε Χάβιλαντ σε Μπέρφιλντ και μετά σε Φοντέν, δεν έχασε χρόνο και έπαιξε σε μια ταινιούλα το 1935, περνώντας απαρατήρητη. Η Ολίβια άδραξε την ευκαιρία της ζωής της με το Όσα Παίρνει ο Άνεμος το 1939, αλλά έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της στην απονομή της επόμενης χρονιάς, όταν, υποψήφια για Όσκαρ δεύτερου ρόλου και ακλόνητο φαβορί ως Μέλανι, άκουσε το όνομα της συμπρωταγωνίστριας και συνυποψήφιάς της, Χάτι Μακ Ντάνιελ, της πρώτης μαύρης που τιμήθηκε ποτέ από το Χόλιγουντ σε μια πολιτική κίνηση που συζητήθηκε ευρέως.
Δεν το έβαλε κάτω, κυνήγησε ρόλους υψηλού προφίλ και το αποτέλεσμα ήταν να κερδίσει άλλη μια υποψηφιότητα για τη χρονιά που μας ενδιαφέρει, το 1941 (με απονομή το 1942) για το Hold Back the Dawn. Η Τζόαν Φοντέν δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Με την επιμονή του Χίτσκοκ, πήρε τον υπέροχο ρόλο της Ρεβέκκα, παρά τις πιέσεις του Λόρενς Ολίβιε που ήθελε τη σύζυγο του, Βίβιεν Λι, και λόγω της φόρας της ταινίας, ήταν ένα από τα φαβορί το 1940, μαζί με την Κάθριν Χέμπορν για τα Κοινωνικά Σκάνδαλα, αλλά έκανε την έκπληξη η Τζίντζερ Ρότζερς με την Κίττυ Φόιλ. Το 1941, και πάλι ο Χίτσκοκ την ταίριαξε δίπλα στον Κάρι Γκραντ για τις Υποψίες και ξαναμπήκε στην πεντάδα των Όσκαρ, αυτή τη φορά ως ίση προς ίση με την αδελφή της. Στο μεταξύ, το Χόλιγουντ είχε πάρει χαμπάρι πως τα δυο κορίτσια, που γεννήθηκαν από Αμερικανούς γονείς στο Τόκιο και επέστρεψαν μικρές στις ΗΠΑ, δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά. Και αποδείχθηκε πως το μεγάλο και αγιάτρευτο πρόβλημα το είχε η Φοντέν.
Τη μουδιασμένη βραδιά, λόγω του πολεμικού κλίματος η οδηγία ήταν να μη ντυθεί κανείς, και κυρίως καμία, με φρου φρου και πολυτέλειες, για να μην προκαλέσουν. Η ντιρεκτίβα έσπασε αλλά η Φοντέν ανακοίνωσε πως δεν θα παρευρισκόταν γιατί είχε επαγγελματική υποχρέωση το επόμενο πρωί και δεν της έβγαινε ο χρόνος. Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ανέλαβε να της τηλεφωνήσει, να την μεταπείσει και μάλιστα, όπως ανέφερε η έτερη κουτσομπόλα Χέντα Χόπερ, της πρότεινε να της στείλει τη ράφτρα που χρησιμοποιούσαν και οι δυο τους για να της φτιάξει ένα καλό φουστάνι για την εκδήλωση.
Στην απονομή κάθισαν στο ίδιο τραπέζι και απέφευγαν συστηματικά να κοιτάζονται. Μιλούσαν τυπικά και φωτογραφίζονταν σφιγμένες. Σε ερώτηση πριν ξεκινήσει η απονομή των βραβείων, για το αν τσακώνονταν μικρές, η Ντε Χάβιλαντ απάντησε: «Φυσικά! Υπάρχουν αδελφές που να μην καυγαδίζουν;».
Στην αυτοβιογραφία της, η Φοντέν ανακαλεί τις στιγμές που ακολούθησαν μετά το άκουσμα του ονόματος της από την Τζίντζερ Ρότζερς. Πάγωσε, τα έχασε και κατάλαβε την αδελφή της να γέρνει προς το μέρος της και να της ψιθυρίζει, «ανέβα, σε περιμένουν». Εκείνη τη στιγμή, γράφει η Φοντέν, «όλη η έχθρα που νιώθαμε από παιδιά, τα μαλλιοτραβήγματα, το άγριο ξύλο σαν να ήμασταν παλαιστές, το χτύπημα που κόντευε να μου σπάσει τη σπονδυλική μου στήλη, μου ήρθαν σαν καλειδοσκοπικό φλας στο μυαλό». Με το που ανέβηκε στο πόντιουμ, ξέσπασε σε κλάματα, όπως και η Ρότζερς. Επιστρέφοντας στο τραπέζι της, χαιρέτησε δια τυπικής χειραψίας την αδελφή της και η Ολίβια χαμογέλασε αχνά.
Είναι πολύ πιθανό οι αδελφές να μην ξαναμίλησαν έκτοτε. Απέφευγαν να αναφέρουν η μια το όνομα της άλλης. Η καθεμιά έκανε την καριέρα της παράλληλα, όπως μπορούσε καλύτερα. Κανείς δεν τόλμησε να τους προτείνει να παίξουν μαζί σε ταινία, ακόμη κι όταν τα πνεύματα καταλάγιασαν. Όταν βρέθηκα στο φεστιβάλ της Βιέννης, που φημίζεται για τα εμπνευσμένα αφιερώματα του, είχαν προγραμματίσει ένα τμήμα που λεγόταν Sibling Rivalries (αδελφικές αντιπαλότητες), έδειξαν γνωστές και άγνωστες ταινίες των δυο γυναικών φανερώνοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές στο παίξιμο και τις επιλογές τους. Φυσικά, καμιά από τις δυο δεν παρευρέθηκε, αν και προσκλήθηκαν κανονικά.
Η Φοντέν, που πέθανε πριν από λίγες ημέρες στα 96 της χρόνια, ξαναβρέθηκε στα Όσκαρ, ποτέ όμως στη θέση του φαβορί, γύρισε το υπέροχο Letter from an Unknown Woman του Μαξ Οφύλς και μετά τη δεκαετία του 40, η πορεία της σταδιακά έφθινε. Έκανε γάμους και θέατρο, αποσύρθηκε ανεπίσημα και επανήλθε κάμποσες φορές και μετά ήρθε η τηλεόραση αναγκαστικά, χωρίς όμως να προξενήσει ενδιαφέρον. Τελευταία φορά την είδα φωτογραφημένη για το Vanity Fair, έξω από το σπίτι της στο Λος Άντζελες, να ποτίζει τα λουλούδια της, να ποζάρει σαν ενζενί και να απαντάει τηλεγραφικά το ερωτηματολόγιο του Προυστ. Το μονίμως πληγωμένο, προβληματισμένο της πρόσωπο, δεν άλλαζε εύκολα ρετζίστρο, και ο Χίτσκοκ ήταν ο πρώτος που το αντιλήφθηκε - η Φοντέν παραμένει η μοναδική που πήρε Όσκαρ ερμηνείας σε ταινία του μάστερ του φόβου.
Με την πολυμίσητη αδελφούλα της να έχει ήδη βραβευθεί, η Ολίβια ντε Χάβιλντ απέκτησε έξτρα κίνητρο και δεν απέσπασε ένα, αλλά δυο Όσκαρ μέχρι το τέλος των 40s, για το To Each His Own και για την Κληρονόμο, την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της. Συνέχισε σε ρόλους και περάσματα, εμφανιζόταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια ως grande dame σε τελετές, ταξιδεύοντας εκτάκτως στο Χόλιγουντ, κρατώντας ως βάση της το Παρίσι, όπου και συνεχίζει να διαμένει στα 97 της χρόνια, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Κυρίως όμως, η Ολίβια ντε Χάβιλαντ έμεινε στην ιστορία διότι κέρδισε μόνη της μια σημαντική μάχη, το 1943, οπότε και απεγκλωβίστηκε από το τυραννικό σύστημα του πολυετούς συμβολαίου της, συγκεκριμένα από τη Warner, υποστηρίζοντας πως τα δεσμευτικά χρόνια μετράνε ημερολογιακά, και όχι ανάλογα με τις ταινίες που το στούντιο προσφέρει στους σταρ με αποκλειστικότητα. Αυτό λέγεται De Havilland Law, ή De Havilland Clause, κι έκτοτε πολλοί καλλιτέχνες το έχουν επικαλεστεί ως δεδικασμένο για να λύσουν τη σκλαβιά τους από άδικα δεσμά, όταν υπάρχει δημιουργική διαφωνία. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί η παντοδυναμία των στούντιο και να γίνει το βήμα για την ανεξαρτησία των ηθοποιών κυρίως, που θα κορυφωνόταν στα τέλη των 60s - η Μπέτι Ντέιβις ήταν μια ακόμη ηθοποιός που εναντιώθηκε στα αφεντικά της για να κάνει τις ταινίες που ήθελε εκείνη.
Τελικά, από τα μαλλιοτραβήγματα και το βρωμόξυλο της παιδικής ηλικίας, καταλάβαμε πως στην πικαρισμένη Φοντέν έμειναν τα μούτρα και το παράπονο, ενώ η Ντε Χάβιλαντ αποδείχθηκε μαχητική και διεκδικητική όταν χρειάστηκε.
σχόλια