Πριν 15 μήνες ο Μπαράκ Ομπάμα επανεξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, με μια καμπάνια η οποία άλλαξε πολλά από όσα γνωρίζαμε ως τώρα για τις πολιτικές εκστρατείες.
Το επιτελείο Ομπάμα, που και το 2008 είχε πραγματοποιήσει μια εκπληκτική εκστρατεία, συνειδητοποίησε ότι πρώτα απ’ όλα έπρεπε να αλλάξει το ίδιο. Ο επικεφαλής της καμπάνιας Τζιμ Μεσίνα είχε πει ότι: «Η πρώτη μας απόφαση ήταν να ξεχάσουμε όλα όσα κάναμε το 2008. Και όποιος έχει τη δουλειά μου μετά από 4 χρόνια θα πρέπει να ανατινάξει αυτά που κάναμε εμείς και να σχεδιάσει τη δική του εκστρατεία, διότι τα πάντα θα αλλάξουν και πάλι μέσα σε τέσσερα χρόνια».
Ας δούμε τι ακριβώς έγινε τότε...
Στις αρχές του 2012 όταν σχεδιαζόταν η καμπάνια του Ομπάμα η κυρίαρχη αίσθηση ήταν ότι δεν είχε πάει άσχημα, αλλά δεν ενθουσίαζε κιόλας. Ο ίδιος παρέμενε δημοφιλής ως πρόσωπο, αλλά η αξιολόγηση της πολιτικής του ήταν σε μέτρια επίπεδα. Η οικονομία είχε σταθεροποιηθεί, η ανεργία είχε ελαφρά πτωτική πορεία, η εκτέλεση του Μπιν Λάντεν είχε ικανοποιήσει το δημόσιο αίσθημα και είχε δώσει στο επιτελείο του Ομπάμα ένα ωραίο σλόγκαν: «Ο Μπιν Λάντεν είναι νεκρός και η General Motors ζωντανή». Από την άλλη, ο Ομπάμα δεν είχε ανταποκριθεί στις μεσσιανικές προσδοκίες της πρώτης εκλογής του, ενώ το άνοιγμα του δημόσιου χρέους αποτελούσε ανησυχητικό καμπανάκι στην παραδοσιακά αντικρατικίστικη και με απέχθεια στους φόρους αμερικανική κοινωνία. Κυρίως, όμως (πλην της εκτέλεσης του Μπιν Λάντεν και του Obamacare, το οποίο όμως δίχαζε), δεν υπήρχαν κεντρικές πολιτικές επιλογές που να είχαν εντυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο, αλλά μεγάλη διάχυση «μικρών επιτευγμάτων» ανά επιμέρους ομάδα.
Το επιτελείο του Ομπάμα αντιλήφθηκε πως ό,τι λειτούργησε το 2008 – όταν ο Ομπάμα ήταν φορέας της «αλλαγής», ενός κεντρικού αιτήματος που σάρωνε τα πάντα – ήταν ήδη ξεπερασμένο και άρα η καμπάνια του 2012 έπρεπε να είναι διαφορετική. Έτσι έδωσε έμφαση τόσο οργανωτικά, όσο και σε επίπεδο επικοινωνίας, στην ανανέωση των λόγων για τους οποίους πρέπει να ξαναψηφιστεί ο Πρόεδρος, χωρίς να αναζητά τον ένα και μεγάλο λόγο υπερψήφισης, αλλά πολλούς, μικρούς, πλην όμως σημαντικούς για κάθε υποομάδα. Για το λόγο αυτό προχώρησαν σε κατακερματισμό του εκλογικού σώματος σε οκτώ ομάδες-στόχους: γυναίκες, μαύρους, ηλικιωμένους, ισπανόφωνους, Ασιάτες-Αμερικανούς, Εβραίους, ομοφυλόφιλους και νέους ψηφοφόρους στις οποίες και στόχευσαν.
Η καμπάνια είχε ως «καπέλο» το (μάλλον αόριστο) μήνυμα: «Μπροστά. Δεν επιστρέφουμε στις πολιτικές που μας οδήγησαν στην κρίση». Ενώ ακολούθησε αρκετά επιθετική τακτική σε σχέση με τον αντίπαλο, Μιτ Ρόμνι, υπό το σλόγκαν «Ο Ρόμνι δεν είναι η λύση, είναι το πρόβλημα».
Από εκεί και πέρα, η καμπάνια δεν επεδίωξε να περάσει σε όλους ένα αυστηρά επεξεργασμένο κεντρικό μήνυμα, αλλά αφού έδωσε ένα μικρό μπούσουλα για κάθε ομάδα, άφησε τους πυρήνες της να τρέξουν μόνοι τους υπό τη σκέπη ενός μηνύματος-καπέλου. Επέτρεψε έτσι σε κάθε ομάδα να αναπτύξει η ίδια τους λόγους για τους οποίους στηρίζει Ομπάμα βρίσκοντας επιχειρήματα πολύ πιο συγγενή και αποδοτικά για τα μέλη της και – το βασικότερο – μετατρέποντας την καμπάνια σε προσωπική υπόθεση των υποστηρικτών της. Αυτό επέτρεψε να χτιστούν ισχυρές ταυτίσεις και να κινητοποιηθούν ψηφοφόροι στη βάση αυτών ακριβώς των ταυτίσεων και όχι π.χ. στη βάση της οικονομίας όπου ο αντίπαλος του Ομπάμα υπερτερούσε, μολονότι θεωρείται – δίκην θεσφάτου – το νο1 θέμα των εκλογών.
Η καμπάνια Ομπάμα άλλαξε τη συνήθη πρακτική που ήθελε το μήνυμα να σχεδιάζεται σε υψηλό επίπεδο και εν συνεχεία να διαχέεται από τα μέσα που διαθέτει ο κάθε υποψήφιος. Στις εκλογές του 2012 το μήνυμα σε επίπεδο κορυφής ήταν εξαιρετικά «χαλαρό», η μάχη των μηνυμάτων δόθηκε σε χαμηλό επίπεδο και τα μηνύματα «φιλτράρονταν» όσο ανέβαιναν επίπεδο.
Αυτή ακριβώς η αντιστροφή στην επικοινωνιακή πυραμίδα είναι και η τεράστια αλλαγή που επιφέρουν τα social media στις πολιτικές εκστρατείες. Ότι μετατρέπουν κάθε σχολιαστή και κάθε επιδραστικό χρήστη, σε συνδιαμορφωτή στρατηγικής, δυνάμει επικοινωνιακό όπλο και, εν τέλει, σε «μέτοχο» μιας καμπάνιας. Συχνά δε, πετυχημένες ατάκες και σλόγκαν διακινούνται πρώτα στο διαδίκτυο και εν συνεχεία εισάγονται στον πολιτικό λόγο των κομμάτων.
Αυτό φυσικά έχει και παρενέργειες. Καταρχάς υπάρχει πάντα η πιθανότητα μία ομάδα να ισχυροποιηθεί υπέρμετρα και έτσι να προσδώσει στο σύνολο τα δικά της χαρακτηριστικά (κάπως έτσι, π.χ. έγινε στις ΗΠΑ με τους υπερσυντηρητικούς ρεπουμπλικάνους), στρεβλώνοντας την όλη εικόνα του κόμματος.
Μπορεί, επίσης, να λειτουργήσει παραπλανητικά, καθώς πολλοί μπερδεύουν τον πραγματικό κόσμο με το timeline τους, κάτι που φυσικά δεν ισχύει.
Επιπλέον, η καθημερινή ενασχόληση τονώνει τον ναρκισσισμό μεσαίων στελεχών και καλλιεργεί εμμονές (και «ξερολίαση»...) που για κάποιους άλλους λειτουργεί αποτρεπτικά.
Ενώ συχνά κάνουν δυσκολότερο το έργο της ηγεσίας, η οποία σε κάποιες καταληκτικές στιγμές οφείλει να πάρει κρίσιμες αποφάσεις. Αν η ρητορική και οι πρακτικές του «χαμηλόβαθμου στρατεύματος» δεν φιλτραριστούν εγκαίρως, μπορεί να εγκλωβίσουν την ηγεσία σε επιλογές που θα βρει μπροστά της.
Μην ξεχνάμε, τέλος, ότι ο ιντερνετικός λόγος συχνά περιέχει εμπάθεια και οξύτητα στα όρια της ευτέλειας και αυτό εν τέλει οποία επηρεάζει καταλυτικά (και αρνητικά) και τον «επίσημο» πολιτικό λόγο.
Όλα τα παραπάνω δεν προσφέρονται ούτε για ωσαννά, ούτε για ξόρκια. Είναι δεδομένα πλέον και όσοι εμπλέκονται με την πολιτική και την επικοινωνία οφείλουν να μάθουν να τα διαχειρίζονται.
Μέσα στους επόμενους 12 μήνες το αργότερο, θα έχουμε 3 εκλογές στη χώρα μας: Αυτοδιοικητικές, Ευρωεκλογές, Βουλευτικές. Στις εκλογές αυτές (ειδικά σε αυτές εθνικής κλίμακας) δεν θα πάμε με συμβατικούς όρους του παρελθόντος. Το κλίμα που θα διαμορφωθεί, η επιχειρηματολογία και η δύναμη πυρός κάθε πλευράς, δεν θα είναι υπόθεση μόνο των επιτελείων, αλλά και των υποστηρικτών τους. Εκλογές χωρίς grassroots δουλειά (συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου) και χωρίς κοινωνικές συμμαχίες βάσης δεν γίνονται.
Στην εποχή του trolling, οι ex cathedra σχεδιασμοί και κατηχήσεις έχουν τελειώσει. Όσο πιο σύντομα το συνειδητοποιήσουν άπαντες (ημών των αναλυτών συμπεριλαμβανομένων) τόσο καλύτερα για τους ίδιους...
σχόλια