Κι ενώ οι άλλοι -οι «μορφωμένοι», οι «πολιτικά πολύπειροι»- σπαταλούσαν όχι το πεντάλεπτο μα το πεντάμηνο της πανελλήνιας διασημότητάς τους διαφωνώντας για το ποιά ακριβώς μορφή πρέπει να λάβει η νέα Κεντροαριστερά, εάν η συγκρότησή της περνάει μέσα απ’τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ και εάν είναι απαραίτητη η ανάδειξη ενός ηγέτη, επικεφαλής, πρώτου μεταξύ ίσων καλύτερα -πολλές γάρ οι αλληλοσυγκρουόμενες ευγενείς φιλοδοξίες- κι ενώ έρεε άφθονη η μελάνη σε άρθρα, τοποθετήσεις, παρεμβάσεις και το κρασί σε συναντήσεις μυστικές ουδέποτε όμως νηστικές, ο Σταύρος Θεοδωράκης προετοιμαζόταν. Ψυχολογικά τουλάχιστον. Αρνούμενοι οι 58 να εκτεθούν στην κρίση των πολιτών, να νομιμοποιήσουν δια της παρουσίας τους στα ψηφοδέλτια μια Φώφη Γεννηματά ή πιθανόν μία Άντζελα Γκερέκου (εγώ, στη θέση τους, θα τις αντιμετώπιζα στα ίσα κι ό,τι ήθελε ας γινόταν), προτιμώντας οι 58 να μείνουν παρατηρητές στις Ευρωεκλογές, δεν ναυάγησαν ως κίνηση. Κόλλησαν απλώς στα ρηχά. Την επαύριο, ο Σταύρος Θεοδωράκης ανακοίνωσε το «Ποτάμι».
Κανονικά τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν θα είχε συμβεί. Δεν θα είχε το περιθώριο να συμβεί. Κανονικά, σε μια κοινωνία που επί τέσσερα συναπτά χρόνια τρώει μπουνιές και κλωτσιές, τα «αστικά» κόμματα σαρώνονται και η Αριστερά –η οποία έχει ιστορικά κατοχυρώσει την ανατρεπτικότητα και το ηθικό πλεονέκτημα- καλπάζει προς το 50%. Ένας ΣΥΡΙΖΑ με στοιχειωδώς καθαρό λόγο, με την ελάχιστη πολιτική νοημοσύνη να μην δίνει το πρωί ραντεβού στα γουναράδικα και το απόγευμα ομιλίες με τον πρόεδρο των βιομηχάνων, θα ήταν προ πολλού ο απόλυτος κυρίαρχος. Δυστυχώς όμως –ή ευτυχώς- ολοένα και περισσότεροι πολίτες συνειδητοποιούν πως η αγραββατοσύνη του Αλέξη Τσίπρα, το αρειμάνιο ύφος της Ζωής Κωνσταντοπούλου και τα «ναι μεν αλλά» των νουνεχών Δραγασάκη και Σταθάκη δεν αρκούν για να γυρίσει η σελίδα. Ολοένα και περισσότεροι στρεφούν το απελπισμένο σχεδόν βλέμμα τους αλλού.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης διαθέτει ως πρόσωπο ξεχωριστά προσόντα για την παρούσα συγκυρία. Είναι από καιρό τηλεοπτικά πασίγνωστος. Διαθέτει ένα ευρύτατο προσωπικό κοινό, που νοιώθει όταν τον παρακολουθεί πως ευαισθητοποιείται και επιμορφώνεται. Το παρουσιαστικό του ενσαρκώνει τον στίχο του Ζαμπέτα «ο πενηντάρης είναι ο νέος της εποχής». Το παρελθόν του δεν έχει καμιά σχέση με κομματικούς σωλήνες και η δημοφιλία του –κανενός η δημοφιλία- δεν έχει προκύψει επειδή κάποιοι βαρώνοι δήθεν των μήντια απλώς τον επέλεξαν και τον επέβαλαν. (Η τελευταία φορά που μια μεγάλη εφημερίδα επιχείρησε να επιβάλει κάποιον ήταν το 2007, όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος διεκδικούσε την προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Απέτυχε παταγωδώς...)
Ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι λαϊκής καταγωγής, επαγγελματικά και επιχειρηματικά αυτοδημιούργητος. Όσοι τον γνωρίζουν προσωπικά –κι εγώ τον ξέρω από την καλή κι απ’την ανάποδη αφού επί χρόνια συνεργαζόμουν στενά με το Protagon- γνωρίζουν ότι παρά το συχνά ονειροπόλο ύφος του, παραμένει απολύτως προσγειωμένος: Υπολογίζει την κάθε του κίνηση, μετράει με το υποδεκάμετρο το συμφέρον, το δικό του και της ομάδας του. Ρισκάρει μεν, δεν επιχειρεί όμως άλματα στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Όχι. Ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν είναι ούτε μποέμ ούτε και χουβαρδάς. Ετούτο δεν προσμετράται απαραιτήτως εναντίον του.
Αναγγέλλοντας χθες το «Ποτάμι», ο Σταύρος Θεοδωράκης είχε στιγμές ευφυέστατες. Απέφυγε κατ’αρχήν να χρησιμοποιήσει την λέξη Κεντροαριστερά - να καρφώσει γενικά στην πόρτα του την οποιαδήποτε φθαρμένη από την πολύ και κακή χρήση ταμπέλα. Διευκρίνησε ότι δεν θα είναι υποψήφιος για την Ευρωβουλή, αφού «δεν ξέρει καλά-καλά ξένες γλώσσες». Ο αυτοσαρκασμός αποτελεί το σπανιότερο προσόν για τους ημέτερους πολιτικούς. ΄Αλλο βεβαίως που το ευρωψηφοδέλτιο θα έχει –όπως διευκρίνησε- στον τίτλο το όνομά του…
Αντί να εκφωνήσει ένα πομπώδες μανιφέστο, παρέθεσε μία σειρά από συγκεκριμένα προτάγματα, «αιτήματα της κοινωνίας», σε γλώσσα ρέουσα, ικανή να αγγίξει τον μέσο πολίτη. Κάποιος θα τα χαρακτήριζε μοχθηρά κοινοτοπίες. Ο κοινός όμως τόπος, η ευρεία συναίνεση, δεν είναι αυτό ακριβώς που εναγωνίως σήμερα αναζητούμε; Στην επαγγελματική άλλωστε και στην κοινωνική του ζωή, ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν πλασσαρίστηκε ποτέ σαν διάνοια, χαρισματική φυσιογνωμία ή «δια Θεόν σαλός», όπως αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους πολλοί και διάφοροι, από επίδοξους εθνάρχες μέχρι τροφίμους ψυχιατρείων. Ο Σταύρος Θεοδωράκης αρκείται να παρουσιάζεται σαν η καλύτερη εκδοχή του μέσου όρου.
Το πρόβλημα με τον Σταύρο Θεοδωράκη δεν έγκειται στα όσα λέει. Μα στα όσα προτίθεται να πράξει. Εκείνο που εκ πρώτης όψεως μοιάζει να αγνοεί, να αποσιωπά -ή τουλάχιστον να υποτιμά- είναι ότι η πολιτική δεν αποτελεί έναν πόλεμο μεταξύ των λογικών και των παράλογων. Μία σύγκρουση ανάμεσα στο αυτονόητο και στο ανόητο. Στην πολιτική -μας το δίδαξε πρώτος ο Θουκυδίδης- δεν μάχεται το σωστό με το λάθος αλλά το συμφέρον των μεν με το συμφέρον των δε. Όποιος ποτέ αποπειράθηκε να αρθεί υπεράνω των συμφερόντων και απερίσπαστος να φτιάξει έναν κόσμο «από βασιλικό και δυόσμο» όπως το διατυπώνει ο Νίκος Γκάτσος, μιαν Ελλάδα «από χώμα, ήλιο και θάλασσα» όπως χθες το έθεσε ο Σταύρος Θεοδωράκης, είτε ονειροβατούσε είτε παραμύθιαζε τους γύρω του.
Δεν θέλω να είμαι κακόπιστος απέναντι στο «Ποτάμι». Προσδοκώ –όπως όλοι μας- να τρέξει γάργαρο νερό στο βαθύ ρήγμα που έχει ανοίξει στην Ελλάδα. Υπενθυμίζω απλώς στον Σταύρο Θεοδωράκη, και σε όσους θα τον πλαισιώσουν, τον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη που ευφυέστατα και σκωπτικότατα εκφράζει την αβυσσαλέα απόσταση μεταξύ θεωρίας (ή ρητορείας ή πόζας) και πράξης: «Άλλο το να γράφεις canto κι άλλο να σου λένε “καν’το”.-
σχόλια