Ας υποθέσουμε ότι τοποθετούσα τον εαυτό μου στην λαϊκή –πατριωτική κατά τους ηγέτες της- Δεξιά. Ότι ο εθνικόφρων λόγος των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» με συγκινούσε, τα σενάρια περί υποδούλωσης της χώρας μας στο «4ο Ράιχ» μού φαίνονταν πειστικά, ο δυναμισμός του Πάνου Καμμένου με συνέπαιρνε, οι κορώνες του με δονούσαν. Παράλληλα όμως ήμουν άνθρωπος με κάποια πείρα ζωής, με γνώση –αν μη τι άλλο- της πιάτσας. Περήφανος στον δρόμο προς την κάλπη, θα έπαιρνα ανά χείρας τα ψηφοδέλτια. Και τότε θα ανακάλυπτα (εάν δεν το είχα πληροφορηθεί νωρίτερα από τα ραδιόφωνα, τα μπλογκ και τα τηλεοπτικά πρωινάδικα) ότι υποψήφιος του κόμματός μου για την Περιφέρεια Αττικής είναι ο Παύλος Χαικάλης!
«Αυτό σε μάρανε;» θα με ρωτήσετε. «Ο Παύλος Χαϊκάλης, στο κάτω-κάτω, εντάχθηκε από τους πρώτους στο κόμμα με έβλημα τον γλάρο. Δεν είναι δε ούτε προιόν του κομματικού σωλήνα ούτε γκόλντεν μπόυ ούτε ανεπάγγελτος διαδρομιστής. Έχει υπηρετήσει επί δεκαετίες στο σανίδι, έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του κοινού, έχει χορτάσει το χειροκρότημα. Εισήλθε στην πολιτική εκ περισσεύματος και όχι εξ υστερήματος ψυχής...» Καμιά αντίρρηση. Ο Παύλος Χαϊκάλης ενσαρκώνει τον Έλληνα της διπλανής πόρτας, τον «έξω καρδιά», τον κιμπάρη, τον τίμιο, με το πηγαίο αίσθημα δικαιοσύνης. Αλλά Περιφερειάρχης; Περιφερειάρχης;
Σε ένα μολιερικής εμπνεύσεως όνειρο, φαντάζομαι τον Παύλο Χαϊκάλη (ή τον εαυτό μου, στην θέση του) να εκλέγεται. Κι αφού κοπάσουν οι ουρανομήκεις πανηγυρισμοί, να εγκαθίσταται στο καινούργιο του γραφείο. Να βρίσκεται αίφνης αντιμέτωπος με εκατοντάδες φακέλους, εισηγήσεις, εκκρεμή αιτήματα και επείγοντα ζητήματα. Και τότε μόλις να συνειδητοποιεί ότι δεν έχει διοικήσει ποτέ όχι έναν οργανισμό-μαμούθ σαν την Περιφέρεια Αττικής αλλά ούτε καν κοινότητα λίγων δεκάδων κατοίκων. Ότι το κυβερνάν τού είναι ως τέχνη πρωτόγνωρο και ως επιστήμη παντελώς άγνωστο. Τον φαντάζομαι να ιδρώνει, να λύνει πανικόβλητος την γραββάτα του και σαν τον ναυαγό να τείνει χείρα βοηθείας σε θεούς και ανθρώπους. «Ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή, έδωσαν το τιμόνι στο κωμικό παιδί.!»
«Μα ο Χαϊκάλης, βρε χαζούλη, δεν πρόκειται να εκλεγεί…» θα με καθησυχάσετε.
Και όμως: Έχω δει -κατά τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια που παρακολουθώ την πολιτική επικαιρότητα- ανθρώπους με προσόντα ανάλογα, ή και λιγότερα, όχι απλώς να εκλέγονται πανηγυρικά αλλά και να καταλαμβάνουν τις πιο νευραλγικές θέσεις. Αγωνιώντας να μην προδοθεί η βαθιά ασχετοσύνη τους, να παίρνουν ένα σοβαροφανές ύφος και να σταυρώνουν ηγεμονικά τα χέρια πάνω στο μπλέηζερ με τα χρυσά κουμπιά. Ή να σηκώνουν τα μανίκια και να προσποιούνται πως δουλεύουν, πιο μαστροχαλαστές κι από τον Ντένις τον Τρομερό.
Έχω δει φουσκωμένους ασκούς, πομπώδη μηδενικά, τύπους και τύπισσες που δεν θα τους εμπιστευόμασταν ούτε για διαχειριστές στην πολυκατοικία να διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα και να λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες επηρεάζουν –καταστροφικά συνήθως- το μέλλον όλων μας. Πριν από τα μνημόνια μάλιστα, εκείνοι οι λεμέδες αποστρατεύονταν ως ευδοκίμως υπηρετήσαντες την πατρίδα, με όλες τις τιμές και τις συντάξεις…
«Ο λαός τους ψήφισε!» θα πείτε. Και αν είστε γνώστες των Γραφών και ελαφρώς υπερόπτες, θα μου κοτσάρετε σαρκαστικά και την φράση του Αποστόλου Παύλου: «Τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς». «Τέτοιοι είμαστε» σε απλά ελληνικά «τέτοιους εκλέγουμε…»
Η κρίση ωστόσο –και η κρίση του λαού ακόμα, που είναι υποτίθεται φωνή Θεού- επιδέχεται κριτική. Εάν μία σεβαστότατη μερίδα συμπολιτών μας ψηφίζει συστηματικά ανθρώπους οφθαλμοφανέστατα ακατάλληλους για τα αξιώματα που διεκδικούν, εμείς οφείλουμε να το καυτηριάζουμε. Αν μη τι άλλο.
«Να επιλέγουμε, δηλαδή, μονάχα επαϊοντες; Τεχνοκράτες;» «Μα εάν εκλέγετε άσχετους, τότε είναι που θα σας κυβερνούν οι τεχνοκράτες!» απαντάω.
Επανέρχομαι στο κωμικοτραγικό σενάριο της ανάδειξης του Παύλου Χαϊκάλη (ή του εαυτού μου –επαναλαμβάνω- στη θέση του) σε Περιφερειάρχη Αττικής: Πελαγωμένος, πνιγμένος σε ένα -εν πολλοίς ακατανόητο-χαρτομάνι, σε ποιους θα αποτανθεί για να τον σώσουν; Στους τεχνοκράτες. Στους «ειδικούς συμβούλους, οι οποίοι θα προθυμοποιηθούν να φέρουν εις πέρας τη δουλειά, να βγάλουν δήθεν τα κάστανα από τη φωτιά. Κι έτσι ο ίδιος θα καταντήσει –θέλοντας και μη- βιτρίνα για τις αποφάσεις και τις πράξεις κάποιων άλλων. Άλλοθι και εξιλαστήριο θύμα ανθρώπων που έχουν μάθει να δρουν στη σκιά. Να επωφελούνται τα μέγιστα και να ευθύνονται στο ελάχιστο.
Η «καμαρίλα» -όπως την ονόμαζαν παλιά- η οποία κυβερνάει «αντ’αυτού», είναι φαινόμενο παγκόσμιο και διαχρονικό. Από τον Λουδοβίκο τον 16ο , ο οποίος ήταν τόσο ξεκομμένος από ό,τι συνέβαινε στην ίδια του τη χώρα, ώστε ενώ ξεσπούσε η Γαλλική Επανάσταση έγραφε στο ημερολόγιο του πως επιτέλους, στις 14 Ιουλίου 1789, ξεκίνησε η περίοδος του κυνηγιού. Μέχρι τον Τζωρτζ Μπους τον νεότερο, που ενημερώθηκε για την πτώση των Δίδυμων Πύργων αργότερα από τον μέσο Νεοϋορκέζο. Για να μην αναφερθώ σε ελληνικά παραδείγματα.
Η «καμαρίλα» φυσικά δεν έχει ιδεολογία –τι να την κάνει;- ούτε και την ελάχιστη συνέπεια. Τρυπώνει όπου οσμίζεται πλούτο και δύναμη κι αποχωρεί εγκαίρως, με ελαφρά πηδηματάκια, μόλις το πλοίο αρχίσει να μπάζει νερά. Προτού καν ψυχανεμιστεί ο πολιτικός της προϊστάμενος ότι έχει ξεκινήσει η αντίστροφή του μέτρηση.
Με την «καμαρίλα» συμβαίνει ό,τι και με τον καρκίνο. Η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη. Ο μόνος τρόπος να την αποφύγεις είναι να μην εκλέγεις αδύναμους ή άσχετους ηγέτες.
Όσο συμπαθής και αν σάς είναι κάποιος υποψήφιος, όσο κι αν συμφωνείτε με τις απόψεις του και με το πνεύμα του όπως το ξετυλίγει από τα ΜΜΕ, πριν τον ψηφίσετε αναρωτηθείτε τα εξής: Θα μπαίνατε στο αυτοκίνητο που θα οδηγούσε για να σας πάει κάπου όχι με gps αλλά συμβουλευόμενος τον χάρτη; Θα του αναθέτατε τη φροντίδα των παιδιών σας για μια ολόκληρη μέρα; Θα του εμπιστευόσασταν έναν μισθό σας;
Εάν η απάντηση είναι αρνητική, μην τον ψηφίσετε. Αγαπάτε τον όσο θέλετε, πηγαίνετε στις παραστάσεις του, διαβάζετε τα βιβλία του, απολαμβάνετε τον στην τηλεόραση. Όμως μην τον ψηφίσετε.
Κι εκείνον θα γλιτώσετε απ’το να γίνει το κορόιδο της τράπουλας. Κι εμάς από τα ακόμα χειρότερα όσων ήδη ζούμε…-
σχόλια