Αυτή φασωνώταν με έναν τυχάρπαστο. Ο τυχάρπαστος φασωνώταν μ' αυτήν. Πιο πέρα, δίπλα από μια καυτή κοκκινομάλλα με φακίδες που κάπνιζε μετα μανίας και φρίκης ένα βιομηχανικό Μαρλμπορό, βρισκόταν εκείνος. Εκείνος μπάνιζε κάτι δευτεράτζες με λιγοστά ρούχα, τρομερά αδιαφορά, ώσαν να μελετούσε προσφορές σε τιμοκατάλογο της LIDL. Το μυαλό της δεν βρισκόταν εκεί. Αν μπορούσες να το διακρίνεις κάπου ξέρεις που θα το έβρισκες; Ακριβώς πίσω από την κοκκινομάλλα με τις φακίδες, κάπου ανάμεσα στον καπνό του μικρού μαρλμπορό και την δεξιοτεχνία του νόστιμου μπάρμαν. Κάπου εκεί να κανακεύει εκείνον. Εκείνον που τόσο παθητικά και φανερά απορριπτικά κατέληξε στο συγκεκριμένο μπαρ, λες και κάποιος του το είχε επιβάλει. Εν τω μεταξύ σας είπα για τον νόστιμο μπαρμάν; Όχι, αφού δεν κατέχει κανένα απολύτως ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας μας. Η παρουσία του εκεί ήταν πέρα για πέρα παρενθετική. "Ζούσε τη ζωή του σαν λέξη σε παρένθεση" αυτό ακριβώς θα έλεγε κι ο Μάρκες αν του δίναμε τον ρόλο ενός ανεξάρτητου παρατηρητή.
Καθώς, λοιπόν, επιτελούταν μια γενναιόδωρη ανταλλαγή στοματικών υγρών μεταξύ αυτής και του τυχάρπαστου, εκείνος αφήνει ένα ανήσυχο μορφασμό και κάνει να φύγει. Θα ορκιζόμουν πως αμέλησε μια πολύ σημαντική υποχρέωση που όμως και να την θυμόταν δεν θα άλλαζε κάτι δραματικά. Για ακόμη μια φορά αντιθετικός και παράδοξος. Τα σχιστά μαύρα μάτια της ακολουθούν μία τρελή πορεία στο χώρο. Αναζητούσαν κάτι συγκεκριμένο. Τα χείλη της το είχαν βρει, αλλά τα μάτια ήταν ακόμα στο ψάξιμο. Και ήταν, σίγουρα, πιο διακεκριμένος ο στόχος τους απ' αυτόν των χειλιών. Ξεσκόνισαν κάθε γωνιά του Λα ντοζ στη Βαλαωρίτου κι εκεί που άρχισαν να χάνουν την ελπίδα τους και την φιλοδοξία να τον βρούν, ξαφνικά τον ξεχώρισαν την ώρα που άρπαζε με αμφιλεγόμενη σιγουριά το πόμολο της πόρτας εξόδου.
Ο τυχάρπαστος δεν πρόλαβε ούτε να καταλάβει αυτήν την απότομη διακοπή της μονόπλευρα τρυφερής περίπτυξης που είχε μ’ εκείνην. Η μυρωδιά της, πλεόν, παρέμεινε ως μόνη του συντροφιά κι αυτή σιγά σιγά εξαφανιζόταν χέρι-χέρι με μια ανάμνηση που εξακολουθούσε όμως να λαχταρά την παρέα του. Συνοδευμένη λοιπόν απ’ την θεσπέσια ωσμή της κατευθήνθηκε βιαστικά, σχεδόν νευρωτικά, προς το μέρος εκείνου. Το μυαλό της διέσχισαν, σε μερικά μόνο δευτερόλεπτα, οι πιο αρρωστημένες σκέψεις. Το ύφος της είχε κάτι το απόκοσμο. Δεν διέφερε σε τίποτα και διέφερε στα πάντα από μια πρωταγωνίστρια σε ταινία του Φον Τρίερ. Να το ‘χε άραγε σκηνοθετήσει όλο αυτό κάποιος άλλος. Της άρεσε η σκηνοθεσία. Ενίοτε κρατούσε την κάμερα και προσπαθούσε να συλλάβει στιγμές. Όμως, πως συλλαμβάνεις μια στιγμή; Αυτό ήθελε ακόμα λίγα σεμινάρια ζωής για να το εμπαιδώσει. Να μάθει πως να καταδικάζει σε ισόβια κάθειρξη όνειρα και ψευδαισθήσεις στην φυλακή της καρδιάς της.
Εκείνος δεν είχε καταλάβει την παράλληλη εξέλιξη της ιστορίας. Αγνοούσε κάποια πολύ βασικά συναισθήματα της. Γι’ αυτό έφευγε. Γι’ αυτό άρπαξε το πόμολο με σίγουρη αμφιβολία. Τα δαχτυλά του άρχισαν να το σφίγγουν όλο και πιο δυνατά, λες κι ήταν, και τα πέντε, κατ’ εξακολούθησην βιαστές, ανάλγητοι απέναντι στο καινούργιο τους θύμα. Όμως δεν πρόφτασε να ανοίξει. Το χέρι της ακούμπησε τον ώμο του με πρωτοφανή αγριότητα, σχεδόν απαγορευμένα ερωτικά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα άγγιζε ο πιο διεστραμμένος εραστής το αντικείμενο του πόθου του. Η ενέργεια της απαίτούσε την προσοχή του. Τόσο που φάνηκε ότι όχι μόνο την απαιτούσε, αλλά περισσότερο την χρειαζόταν. Ζήτημα ζωής και θανάτου, λίγα λεπτά ατόφιας και αποκλειστικής προσοχής από εκείνον και μόνο. Από τα δυο γαλαζοπράσινα μάτια του που την μεθούσαν παραπάνω ακόμα κι από τα πιο νοθευμένα κοκτείλ που δοκίμαζε κάθε βράδυ για να τον διαγράψει για λίγο. Δεν διαγράφεται έτσι όμως ένας έρωτας που σε σχίζει στα δύο.
Η στιγμή αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μία σύνοψη, ένα πόνημα από λέξεις όλων των «Μεγάλων» που μίλησαν για έρωτα. Μια αναφορά από την «Ψύχωση» της Σάρα Κέιν, ένα σημείο από την «Ανναμπέλ Λι» του Πόε και μια αράδα από το «Αν με ξεχάσεις» του Νερούντα. Κι όμως όλα μαζί πάλι δεν θα μπορούσαν να συναθροίσουν όλα εκείνα που αιωρούνταν στο μπαράκι της Βαλαωρίτου εκείνο το βράδυ. Δεν θα κατάφερναν τίποτα. Την λύση την είχε εκείνη. Με μια φράση που υστερούσε σε λογοτεχνική αξία και έναν διάλογο που άνετα κάποιος θα χαρακτήριζε σημαδιακό, ανέτρεψε μια κατάσταση που φαινόταν να είχε εξέλιξη βαρετή και κοινότοπη...
-Που πας; Μ’ αρεσείς...
-Ε;
-Λεώ, που πας μ’ αρέσεις.
-Ναι αλλά εσύ άλλον φάσωνες
-Ναι αλλά εμένα εσύ μ’ αρέσεις.
-Οκει ρε πουλάκι μου όμως εσύ φάσωνες όμως έναν άλλο.
-Δεν έχει σημασία αυτό. Εγώ εσένα θέλω...
Δεν φαίνεται να έχει σοκαριστεί. Το αλκοόλ μάλλον δεν του το επιτρέπει. Την γαργαλάει με το βλέμμα του για τελευταία φορά. Φεύγει. Την αφήνει εκεί στερημένη από κάτι. Ήθελε να κάνει μια μικρή βαρκάδα στη θάλασσα των ματιών του. Ίσως και ολόκληρη κρουαζιέρα με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Αν ήταν όμως να ταξιδεύαμε σε μάτια και ψυχές, τότε δε θα χρειαζόμασταν ούτε εισιτήρια, ούτε επιστροφές. Επιστρέφει στον τυχάρπαστο λες και τα χείλη της μαγνητίζονται από τα δικά του. Μάλιστα φήμες λένε πως την έκαναν να ξεχάσει. Όχι για πολύ. Και είχε πάντα ένα θέμα με τη διάρκεια. Ήθελε όλα να κρατάνε παραπάνω. Οχι συγχωρέστε με, ήθελε όλα να κρατάνε για πάντα. Πάλι λάθος. Ήθελε αυτόν για πάντα.
σχόλια