Η Καλλιόπη δούλευε χρόνια, σαν από πάντα, καθαρίστρια.Σαρανταοχτώ χρονών, από τη Νίκαια. Γυναίκα που δεν παραπονιόταν, δεν γκρίνιαζε, έτοιμη να βοηθήσει ακόμα κι αν κοιμόταν όρθια από την κούραση. Της έλεγες «σταμάτα λίγο να τα πούμε», «όχι, έχω δουλειά». Η χαρά της και το καμάρι της ήταν η κόρη της η Αθανασία. Ήρθαν από το χωριό με τον άντρα της και ψόφησαν στη δουλειά. Καθάρισμα, σίδερο, κηπουρική, ράψιμο, μαγείρεμα, όλα αυτή. «Δεν με νοιάζει για μένα, η Αθανασία μου μ’ ενδιαφέρει. Αυτή να έχει μια καλή ζωή» και δώσ’ του πόσο καλή μαθήτρια είναι και πως θα γίνει λαμπρή επιστήμων, που δεν κάνει δουλειές στο σπίτι, αλλά δεν πειράζει, «να μην κουράζεται το παιδί, να ’ναι ξεκούραστο για το σχολείο, να μορφωθεί, όχι σαν και μένα, σε διαρκές παραλήρημα».
Πώς από αυτήν τη γυναίκα βγήκε αυτό το παιδί, που ’ναι άριστο στα μαθήματα, ενώ αυτή είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό, μόνιμη απορία τα και δώσ’ του να τρίβει με τις εφημερίδες τα παράθυρα με τα γκρι κοντοκουρεμένα μαλλιά της, χοντρουλή, με σκαμμένο πρόσωπο από τη δύσκολη ζωή. «Κόψαμε και την ταβέρνα για να πάει αγγλικά η Αθανασία, το φως μου, που θα προκόψει», αέναα συνέχιζε πλέκοντας το εγκώμιο της κόρης της.
Κάποια στιγμή, η κόρη της μπήκε στην Αρχιτεκτονική και εκεί πια δεν την έπιανες με τίποτα. «Η κόρη μου αρχιτεκτόνισσα, όλη μέρα το πουλάκι μου είναι στο πανεπιστήμιο» και «ποιος το περίμενε ότι μια μέρα θα ήταν η κόρη μου εκεί», και δώσ’ του χαρά και πανηγύρι που μπήκε στην αρχιτεκτονική η Αθανασία, η μικρή από δυο αμόρφωτους γονείς που πάλεψαν και τα κατάφεραν. Την πρώτη χρονιά η Αθανασία έφερε άριστα και η μάνα της αναρωτιόταν, τρίβοντας πλακάκια με λύσσα, πώς θα βοηθούσε το παιδί αφού τραβάει και τι θα ήταν καλύτερο για τη ζωή της, αφού μιλούσε αγγλικά, και μήπως κουράζεται όλη μέρα στις βιβλιοθήκες και τ’ αμφιθέατρα, και ξανάρχιζε.
Ο άντρας της, κι αυτός ταγμένος στο λαμπρό αστέρι απόγονο, δούλευε όπου μπορούσε, «να ’ν’ η κόρη του καλά». Η Αθανασία τελείωσε και το δεύτερο έτος με επαίνους και χαρές, ήπιανε κρασιά στην υγειά της, μέχρι που παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα με κάποιο χαρτί που έλειπε. Δεν το είχε πει εγκαίρως η κόρη ότι έπρεπε να υποβληθεί για να φοιτήσει την επόμενη χρονιά, δαιμονισμένη η Καλλιόπη παραληρούσε για το χάος της γραφειοκρατίας, με τον πανικό τού τι πάθαμε ζωγραφισμένο στο πρόσωπο. Ανέλαβε τη διεκπεραίωση του χαρτιού η Αθανασία, ο καιρός περνούσε και η μάνα δεν είχε νέα. Είχα μια γνωστή του πατέρα μου και με χιλιοπαρακάλεσε να μάθει τι γίνεται και τι έπρεπε να κάνουν. Βρήκε άκρη η Αθανασία, βρήκε και το χαρτί και το υπέβαλαν.
Αυτό ήταν και το τελευταίο νέο.
Μετά η Καλλιόπη χάθηκε. Το κινητό της δεν ήταν σε λειτουργία. Στις δύο εβδομάδες ανησύχησα. Σκεπτόμενη ότι κάτι έπαθε, πήγα σπίτι της. Μου άνοιξε ο άντρας της κομμάτια, σαν να είχε γεράσει απότομα.
«Άσ’ τα, κορίτσι μου, η Καλλιόπη πήγε πίσω στο χωριό. Δεν σου είπε αντίο, αλλά μου είπε ότι κάποια στιγμή θα σε πάρει τηλέφωνο. Θυμάσαι το χαρτί πού έλειπε και βρήκε η Αθανασία; Αυτό που κατέθεσε δεν το έκαναν δεκτό, ήταν, λέει, πλαστό και το βρήκαν κορίτσι μου. Έτσι και μάθαμε την ιστορία. Η κόρη μας είχε κοπεί από τη Β’ Λυκείου και δεν μας το είπε ποτέ. Δεν ήθελε, λέει, να μας στενοχωρήσει. Έλειπε από το σπίτι, έλεγε ότι πήγαινε σχολείο, μας έφερνε χαρτιά με αριστεία και δεν πήγαινε πουθενά. Ντρεπόταν να μας πει ότι κόπηκε και ζούσαμε μέσ’ στο ψέμα. Χρόνο με τον χρόνο πλαστά έγγραφα μας έφερνε. Πήγαινε και καθόταν και παρακολουθούσε στο πανεπιστήμιο μού είπαν, τόσα χρόνια» κούναγε το κεφάλι του. «Να μου το λένε να μην το πιστεύω κορίτσι μου. Άσ’ τα, η Καλλιόπη είναι χάλια, δεν ξέρω πότε θα γυρίσει. Να μας γελάσει η ίδια μας η κόρη; Η Αθανασία τώρα θ’ αρχίσει νυχτερινό σχολείο και δουλεύει σε μια καφετέρια. Εκεί είναι τώρα. Να ’σαι καλά, κορίτσι μου, που ήρθες. Στο καλό να πας».
σχόλια