Από τον Γιάννη Πολύζο
Μάρτης του 2011, θά ’χα δε θα ’χα κάνα τρίμηνο στη Νέα Υόρκη, έψαχνα ν’ απαντήσω στο εξής ερώτημα: πώς γίνεται η Αστόρια, εννιά χιλιόμετρα απ’ το κέντρο του Μανχάταν, να μοιάζει με ελληνικό χωριό της δεκαετίας του ’60.
Η αναζήτηση αυτή οδήγησε αρχικά στη γνωριμία μου με το Νίκο Αλεξίου, ποιητή και καθηγητή κοινωνιολογίας στο Κουήνς Κόλετζ, ο οποίος είχε ορισμένες καίριες διαπιστώσεις να μοιραστεί σχετικά με το θέμα (ένα κείμενο που απαντά εν μέρει στο ερώτημά μου και θέτει μερικά ακόμα μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Χάρη στον Αλεξίου γνώρισα έπειτα το Σαμ Τσέκουας, τον ιδιοκτήτη του μοναδικού ελληνικού βιβλιοπωλείου στην περιοχή που, ναι, είναι Νιγηριανός.
“Η Αστόρια από παλιά θεωρείται το πιο ελληνικό μέρος εκτός Ελλάδας” παρατήρησε ο Αλεξίου όταν πρωτοβρεθήκαμε, “όμως αν κάνεις μια βόλτα στους δρόμους της θα συναντήσεις δεκαπέντε ελληνικά καφέ σε μια ακτίνα τριών χιλιομέτρων και ούτε ένα ελληνικό βιβλιοπωλείο. Δηλαδή υπάρχει ένα, το Seaburn” συμπλήρωσε, “αλλά κι αυτό μάλλον θα κλείσει απ’ ό,τι φαίνεται”.
Όταν επισκέφτηκα τον Τσέκουας μερικές μέρες αργότερα, είχε μετατρέψει το Seaburn σε καφέ-βιβλιοπωλείο ελπίζοντας ότι έτσι θα κατάφερνε να επιβιώσει ως επιχείρηση. Το βιβλιοπωλείο δυστυχώς έκλεισε οριστικά το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, μα η συζήτηση που κάναμε κείνο το ανοιξιάτικο μεσημεράκι παραμένει επίκαιρη, και κατά κάποιον τρόπο θεωρώ χρέος μου να τη δημοσιεύσω. Γιατί η θετική σκέψη, το κέφι και η επιμονή του Τσέκουας μού έδωσαν κουράγιο για να συνεχίσω τη δικιά μου μετ’ εμποδίων διαδρομή στη Νέα Υόρκη.
Η κουβέντα μας ξεκίνησε τυχαία σχετικά με τη διάρκεια του ταξιδιού Νέα Υόρκη-Θεσσαλονίκη και τα οφέλη της τεχνολογίας –κάποτε αυτό το ταξίδι έπαιρνε ενάμιση μήνα επεσήμανε ο Τσέκουας– όταν πάτησα το rec:
Λοιπόν, βάζω να γράφει και ξεκινάμε.
Πόση ώρα μπορεί να γράψει αυτό;
Χμμ, ξέρω ’γώ, μου είπαν μέχρι και εξήντα ώρες.
Τι λες; Αυτό είναι φοβερό. Είδες, η τεχνολογία... μπροστά μας [γέλια]. Και ξέρεις, όταν λέμε τεχνολογία, εμείς συνήθως βρισκόμαστε σε θέση που την απολαμβάνουμε και ξεχνάμε ότι κάποιος έστρωσε τον ποπό του κάτω και δούλεψε για να γίνει. Πήρε από δω πήρε από κει, μίλησε μ’ αυτόν, μίλησε μ’ εκείνον, έδεσε, έκανε, έρανε, και τελικά μπουμ! Αυτό είναι πρόοδος. Πραγματικά, δείχνει ότι ο άνθρωπος βαδίζει μπροστά και σωστά. Απλώς τα παλιά του τα προβλήματα δεν έχουνε όλα λυθεί και πρέπει κάπου-κάπου να βρίσκει τρόπους να τα λύνει.
Χμμ, ναι...
Εγώ είμαι πάντα αισιόδοξος, είμαι ένας πάρα πολύ αισιόδοξος άνθρωπος, πιστεύω ότι όλα λύνονται. Και όταν έχεις μία ελληνική μόρφωση και... ελληνική σκέψη δεν μπορεί να μην είσαι αισιόδοξος.
Μιλούσα με το φίλο σας τον κ. Αλεξίου τις προάλλες ο οποίος έχει την άποψη –κι ένα παράπονο ας πούμε– πως οι Έλληνες της Αστόριας παρόλο που έχουν κάνει λεφτά, έχουν ανέβει κοινωνικά, έχουνε στείλει τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο κτλ, αδιαφορούν για την πολιτιστική ανάπτυξη της κοινότητας.
Α όχι, εγώ διαφωνώ. Πιστεύω ότι η ελληνική κοινότητα είναι μία πολύ ζωντανή, δυναμική κοινότητα. Αν περπατήσεις στους δρόμους της Αστόριας θα δεις πολιτιστικούς συλλόγους...
Εννοείτε τους τοπικούς συλλόγους;
Ε ναι, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου... [γέλια] Αν κάνεις μια βόλτα στον Μπρόντγουεϊ θα δεις τους Ηπειρώτες εκεί, τους Χιώτες εδώ, στο Στάινγουεϊ υπάρχουνε σύλλογοι από την Πελοπόννησο.
Ναι, έχω κι εγώ απέναντι απ’ το σπίτι την Pancoan Society, κάτι τέτοιο. Όμως αυτοί οι σύλλογοι είναι σαν τα καφενεία στην Ελλάδα ας πούμε, μαζεύονται οι παππούδες για να θυμηθούνε τα παλιά. Με τους νέους ανθρώπους, τους Ελληνοαμερικάνους δεύτερης και τρίτης γενιάς τι γίνεται;
Λοιπόν, η ερώτηση που θα έπρεπε να κάνουμε στον εαυτό μας, χωρίς να περιμένουμε κάποιον άλλο να μας καθοδηγήσει είναι... Για παράδειγμα, ο Νίκος κι εγώ κάναμε μία εκδήλωση σ’ ένα πολιτιστικό κέντρο στην 30η Λεωφόρο, το μέρος ήτανε γεμάτο με νέο κόσμο. Και η εκδήλωση είχε μεγάλη επιτυχία, διαβάσαμε ποιήματά μας, είχαμε μουσική κτλ. Όμως μετά από αυτό τι κάναμε –κι εκείνος κι εγώ– για να διατηρήσουμε το ενδιαφέρον των νέων; Πρέπει λοιπόν να βρούμε μία διαφορετική προσέγγιση. Καταλαβαίνω αυτό που λέει ο Νίκος, πως η Ελλάδα με το κύρος που έχει θα έπρεπε να είχε φτιάξει έναν εκπαιδευτικό οργανισμό που να προωθεί την ελληνική λογοτεχνία και την ελληνική κουλτούρα σ’ ένα ευρύτερο κοινό και όχι μόνο στην ελληνοαμερικανική κοινότητα. Αλλά αυτό είναι απλώς ένα επόμενο βήμα που πρέπει να γίνει –κάτι που εκείνος κι εγώ κι εσύ και μερικοί ακόμα θα πρέπει να κάνουμε. Ειλικρινά πιστεύω πως η ελληνική κοινότητα είναι δραστήρια, απλώς γίνονται πράγματα που έχουν ένα τοπικό, ας πούμε, χαρακτήρα, οι Κρητικοί κάνουν εκδηλώσεις για τους Κρητικούς κτλ. Όμως αυτό μπορεί να είναι μια βάση για ανθρώπους σαν κι εμάς, να βρεθούμε μαζί τους και να πούμε, μισό λεπτό, εδώ μπορούμε να οργανώσουμε κάτι πιο μαζικό και ν’ απαιτήσουμε από την ελληνική κυβέρνηση να εμπλακεί στο όλο θέμα. Αλλά αυτό δε γίνεται μόνο με λόγια.
Υπάρχουνε δηλαδή τα θεμέλια. Τώρα, το γεγονός ας πούμε ότι δεν υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο στην Αστόρια που να έχει μόνο ελληνικά βιβλία οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει κάποιος αρκετά τρελός για να κάνει κάτι τέτοιο [γέλια]. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον. Η ιταλική κοινότητα της Αστόριας μπορεί να είναι πιο παλιά από την ελληνική και όμως ούτε κείνοι έχουν ένα ιταλικό βιβλιοπωλείο. Οπότε είναι προς τιμή της Ελλάδας το ότι υπάρχει το Seaburn. Και λέω προς τιμή, γιατί είναι η ελληνική μόρφωση που έλαβα που με παρότρυνε να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν είναι η νιγηριανή μου ανατροφή, η νιγηριανή μου ανατροφή θα με οδηγούσε να γίνω γιατρός ή δικηγόρος ή στέλεχος σε κάποια επιχείρηση. Είναι η ευαισθησία που απέκτησα, μέσα από τη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας, που με ώθησε να φτιάξω το Seaburn. Το γεγονός ότι ως επιχείρηση δεν πηγαίνει πολύ καλά έχει να κάνει με τη γενικότερη κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας, όπου αν πουλάς κάτι που δεν έχει μεγάλη ζήτηση μπορεί να μην έχεις μεγάλο κέρδος. Αυτή είναι απλώς η πραγματικότητα.
Ναι, έχετε δίκιο. Και γενικότερα το βιβλίο ως μέσο ψυχαγωγίας δεν είναι πλέον τόσο δημοφιλές.
Φυσικά, ακόμα και στην Ελλάδα. Δες τι γίνεται στην Αθήνα, τα μισά βιβλιοπωλεία έχουνε κλείσει γιατί το κοινό δεν μπορεί να τα στηρίξει. Γι’ αυτό το μόνο που έχω να πω, ξέρεις, πάντα πίστευα αυτό που είπε ο Τζον Κένεντυ “Μη σκέφτεσαι τι κάνει η κοινότητά σου για σένα, σκέψου τι κάνεις εσύ για την κοινότητά σου”. Μην περιμένεις κανένα να κάνει κάτι για σένα, ξεκίνα εσύ κι οι άλλοι θα ακολουθήσουν. Αυτό είναι το μήνυμα που προσπαθώ να περάσω κρατώντας το Seaburn ανοιχτό. Γιατί θα μπορούσα ν’ ανοίξω ένα μαγαζί με ρούχα και να βγάζω περισσότερα χρήματα. Αλλά ελπίζω ότι ο κόσμος καταλαβαίνει ότι αυτός εδώ είναι ένας χώρος που θέλει να καλύψει τις πνευματικές ανάγκες της κοινότητας. Κι αυτό πάλι είναι κομμάτι της ελληνικής κληρονομιάς.
Πώς συνεργάζεστε με τους εκδότες, τους διανομείς κλπ στην Ελλάδα;
Στο παρελθόν έφερνα πολλά βιβλία από την Ελλάδα αλλά πλέον δεν είναι τόσο εύκολο, γιατί με το ευρώ συνέβη το εξής: βιβλία που θα αγοράζαμε για πέντε, έξι, εφτά δολάρια και θα μπορούσαμε να τα πουλήσαμε για δεκαπέντε, είκοσι δολάρια το πολύ, τώρα πλέον στοιχίζουν είκοσι δολάρια.
Είναι αλήθεια ότι τα βιβλία έχουν ακριβύνει πολύ στην Ελλάδα.
Ναι, οπότε αν αγοράζω βιβλία σε τέτοια τιμή μετά θα πρέπει να τα πουλάω τριανταπέντε-σαράντα δολάρια...
Και ποιος θα τ’ αγόραζε...
Ακριβώς! [γέλια] Άρα το πρόβλημα μπορεί να μην είναι μόνο ότι ο κόσμος αδιαφορεί για το βιβλίο.
Ε ναι, αυτό είναι πρόβλημα της μητροπολιτικής Ελλάδας, θα έπρεπε τόσα χρόνια να είχε δημιουργήσει ένα φορέα που να προωθεί τον ελληνικό πολιτισμό και τη λογοτεχνία στο εξωτερικό.
Προσπάθησα για χρόνια να κάνω κάτι τέτοιο, με τον Πάγκαλο... με το Βενιζέλο, τους έχω γνωρίσει προσωπικά, αλλά δε βγήκε τίποτα. Μόνο που ακούστηκαν διάφορα, ότι τάχα μού έδωσαν χρήματα κτλ, αλλά όλα αυτά είναι ψέμματα. Ακόμα κι όταν πήγα με συγκεκριμένες προτάσεις, όχι μόνο για να ζητήσω βοήθεια για το Seaburn αλλά για να βρούμε έναν τρόπο να προβάλουμε τα ελληνικά γράμματα σε διεθνές επίπεδο, το μόνο που πήρα ήταν υποσχέσεις.
Αυτό το πρόβλημα το έχω συναντήσει και αλλού. Έζησα κάποια χρόνια στο Παρίσι κι εκεί βέβαια δεν υπάρχει καν ελληνική κοινότητα αλλά το φοβερό είναι ότι οι Γάλλοι που γνώρισα, φοιτητές, νέοι άνθρωποι ας πούμε, κάποιοι είχαν εκπλαγεί όταν έμαθαν πως η Ελλάδα υπάρχει ακόμα. Είχαν ακουστά για την αρχαία Ελλάδα και νόμιζαν πως είχαμε εξαφανιστεί ως λαός, όπως οι Φοίνικες και... οι Σουμέριοι!
Αυτό είναι αποτυχία των ελληνικών κυβερνήσεων. Να σου πω κάτι που μου πήρε χρόνια να το καταλάβω –εσύ βέβαια το ξέρεις καλύτερα από μένα. Στην Ελλάδα όλα, στο τέλος, είναι θέμα γνωριμιών. Ας έχω εγώ τις καλύτερες προτάσεις, θα περάσει η πρόταση εκείνου που έχει τις γνωριμίες. Μου πήρε χρόνια να το καταλάβω, πίστευα ότι όταν θα έπαιρνε η δικιά μου γενιά την εξουσία, με το Πασόκ το ’81 κτλ, πίστευα ότι όλα θα άλλαζαν. Δυστυχώς δεν άλλαξε τίποτα. Αλλά εντάξει, δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό των Ελλήνων αυτό. Ξέρεις, εδώ έχουμε τα περιβόητα λόμπι. Αν έχεις αρκετά χρήματα λύνεις και δένεις, ανεβάζεις και ρίχνεις κυβερνήσεις σε μία νύχτα.
Μία από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις μου ήτανε με το Βενιζέλο. Στον οποίο είχα πει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να φτιάξει ένα ινστιτούτο ελληνισμού εδώ το οποίο να προωθεί την ελληνική κουλτούρα και το βιβλίο –ακόμα κι αν ήτανε δανειστική βιβλιοθήκη, δεν ήταν απαραίτητο να πουλάμε βιβλία. Δε νομίζω ότι κατάλαβε καν τι του έλεγα. Και μαθαίνω... οχτώ μήνες αργότερα ότι η ελληνική κυβέρνηση έδωσε χρήματα σε κάποιους για ν’ ανοίξουν ένα πολιτιστικό κέντρο στο Μανχάταν στην 5η Λεωφόρο, ξέρεις, με ενοίκιο 25.000 δολάρια το μήνα. Το οποίο φυσικά δεν απευθυνόταν στους Έλληνες της Αστόριας, και μετά από δύο χρόνια έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσανε να πληρώνουν το νοίκι οπότε το κλείσανε.
Πότε έγιναν όλ’ αυτά, θυμάστε;
Το 2003 ή το ’04, νομίζω. Το πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών, το πρόβλημα είναι ότι άνθρωποι σαν και μένα δεν αγωνίζονται αρκετά σκληρά... Ναι, ναι, μη γελάς, είναι αλήθεια. Πρέπει να αγωνιστείς γι’ αυτό που πιστεύεις. Δεν μπορείς να πεις ότι, επειδή ας πούμε το οξυγόνο είναι απαραίτητο, θα πρέπει να είναι διαθέσιμο για όλους. Όχι, πρέπει να αγωνιστείς για να έχεις τη δικιά σου φιάλη οξυγόνου. Και πιστεύω ότι η Ελλάδα αξίζει κάτι καλύτερο –αυτό που προσπαθώ να κάνω δεν είναι μόνο για χάρη της Ελλάδας. Πιστεύω ότι είναι για χάρη της ανθρωπότητας. Κάθε πανεπιστήμιο του εξωτερικού θα έπρεπε να έχει ένα τμήμα ελληνικών σπουδών. Γιατί; Γιατί μεγάλο μέρος του πολιτισμού μας, του σύγχρονου πολιτισμού προέρχεται από την Ελλάδα. Όλος ο κόσμος θα μπορούσε να ωφεληθεί από τις κατακτήσεις του ελληνικού πνεύματος. Αυτά που θα μπορούσε να μοιραστεί η Ελλάδα με τον υπόλοιπο κόσμο είναι περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να ξαναφτιάξει ο κόσμος σήμερα.
Αλήθεια, το πιστεύετε αυτό;
Α, οπωσδήποτε! Γι’ αυτό είναι δικιά σου και δικιά μου δουλειά να κουβαλάμε ένα κομμάτι της Ελλάδας όπου πηγαίνουμε –γιατί έτσι μπορούμε να κάνουμε αυτές τις κοινωνίες καλύτερες.
Μακροπρόθεσμα φυσικά αυτό θα ωφελούσε και την ίδια τη χώρα. Μου κάνει εντύπωση ότι ο κόσμος στην Ελλάδα δε σκέφτεται καθόλου αυτή την προοπτική. Δεν έχουμε και πολλά να παρουσιάσουμε σε διεθνές επίπεδο αλλά στην τέχνη –τον τελευταίο αιώνα έτσι, δε μιλάω για την αρχαιότητα– έχουμε μία παραγωγή που θα έπρεπε να βγει παραέξω.
Το 2004 μού απένειμαν τον τίτλο του ‘Επίτιμου Πρεσβευτή του Ελληνισμού’...
Α ναι, μιλήστε μου γι’ αυτό...
Και τότε στην ομιλία μου είπα ακριβώς αυτό, ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να διδάσκει τον κόσμο και όχι να εισάγει ό,τι βλακεία μας πλασάρουν από δω κι από κει. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Οποιοδήποτε βιβλίο γίνει μπεστ σέλερ εδώ στην Αμερική, μέσα σε τρεις μήνες κάποιος Έλληνας εκδότης θα το μεταφράσει στα ελληνικά. Όσο καλό κι αν είναι ένα ελληνικό βιβλίο, πλέον δε μεταφράζεται στα αγγλικά. Γιατί; Γιατί το μυαλό του Έλληνα έχει αλλοιωθεί και περιμένει την... ανανέωσή του από το εξωτερικό. Ενώ εκείνος δημιουργεί κάτι καλύτερο από αυτό που τον ταΐζουνε. Θα μπορούσανε να μεταφράζονται πολλά ελληνικά βιβλία μέσω κάποιου επίσημου φορέα –αυτή ήταν μία από τις προτάσεις που έκανα στο Βενιζέλο. Και είκοσι βιβλία να μεταφράζαμε το χρόνο, ένα αν πετύχαινε, θα έφερνε μεγάλα κέρδη για την Ελλάδα. Θα μου πεις, γιατί δεν το κάνεις εσύ; Χρειάζονται πολλά χρήματα για ένα τέτοιο πρότζεκτ...
Ύστερα δεν είναι μόνο η μετάφραση, είναι και η διανομή, η διαφήμιση...
Ακριβώς. Γι’ αυτό χρειάζεται και βοήθεια από την κυβέρνηση. Βέβαια, τώρα έτσι όπως έχουνε τα πράγματα στην Ελλάδα γίνεται πιο δύσκολο... ακόμα και να συζητήσεις γι’ αυτά τα θέματα.
Μιλήστε μου λίγο για τον καιρό που ζήσατε στη Θεσσαλονίκη. Πότε πρωτοπήγατε εκεί;
Το 1980. Ήτανε το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα.
Και πώς και διαλέξατε τη Θεσσαλονίκη;
Από σύμπτωση. Ο πατέρας μου συνεργαζόταν με μια ελληνική εταιρεία στην Αθήνα και είχανε πολύ καλές σχέσεις και μία φορά με πήρε μαζί του σ’ ένα από τα ταξίδια του. Γιατί με είχανε δεχθεί κι εδώ στο City College, αλλά εγώ ήθελα να πάω σ’ ένα μέρος διαφορετικό και επίσης ήθελα να μάθω ελληνικά. Γιατί τότε στη Νιγηρία σε πολλά από τα διαβάσματά μου συναντούσα παραθέματα από τον Πλάτωνα, από τον Αριστοτέλη κλπ, και είχα σχηματίσει στο μυαλό μου την εικόνα πως η Ελλάδα είναι η πηγή της γνώσης. Οπότε ήταν πολύ ελκυστική για μένα ως χώρα, παρόλο που δεν ήξερα τίποτα πέρα απ’ αυτά που είχα μάθει από τα βιβλία.
Και η Θεσσαλονίκη;
Πάλι από σύμπτωση. Με δέχθηκαν στο Αριστοτέλειο και πήγα. Υπήρχανε τότε λίγες θέσεις για ξένους φοιτητές και οι θέσεις στην Αθήνα είχανε κλείσει, οπότε πήγα στη Θεσσαλονίκη.
Επιμένω στην ερώτηση γιατί, τέλος πάντων, είμαι Σαλονικιός όπως σας είπα, αλλά και γιατί έχω αυτή την εντύπωση, πως η Θεσσαλονίκη ήτανε μια συναρπαστική πόλη για να ζήσεις τη δεκαετία του ’80.
Ναι, ήτανε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Η Θεσσαλονίκη ήτανε πολύ ζωντανή πόλη, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους...
Ήταν εύκολο να κάνετε παρέες, ως ξένος;
Είχα αμέτρητους φίλους, αμέτρητους φίλους. Γιατί στο Αριστοτέλειο οι σχολές είναι μαζεμένες σ’ ένα μέρος –και αυτή είναι η διαφορά με την Αθήνα– οπότε ήταν εύκολο να γνωρίσεις κόσμο. Υπήρχε η αίσθηση ότι ήμασταν μια οικογένεια, βρισκόμασταν στη φοιτητική καφετέρια, στη λέσχη –ξέρεις, κατά κάποιον τρόπο είμαι κι εγώ υπεύθυνος για την κρίση στην Ελλάδα, γιατί στη λέσχη συνήθως έπαιρνα και δεύτερη μερίδα [γέλια]. Και δεν είχε σημασία αν ήσουν ξένος. Αυτό το κλισέ που λένε για την ελληνική φιλοξενία, ε είναι αλήθεια, εγώ τότε τη γνώρισα από κοντά.
Μείνατε για πόσο καιρό;
Εφτά-οχτώ χρόνια. Αλλά είναι σαν μην έφυγα ποτέ, ειλικρινά. Στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Αθήνα –κι όπου αλλού πήγα στην Ελλάδα– υπάρχουν μέρη που έχουνε γίνει κομμάτια του εαυτού μου. Και γι’ αυτό πάντα νιώθω νοσταλγία και θέλω να επισκέπτομαι την Ελλάδα όσο πιο συχνά μπορώ.
Κι έπειτα; Ήρθατε κατευθείαν εδώ;
Το σχέδιό μου ήτανε να κάνω ένα διδακτορικό εδώ και να γυρίσω τελικά στην Αφρική για να βοηθήσω την ανάπτυξη στον τόπο μου. Όμως οι ιδέες μου έγιναν, ας πούμε, πιο επαναστατικές τον καιρό που έμεινα στην Ελλάδα [γέλια] κι έτσι θα ήμουν μάλλον ανεπιθύμητος στη Νιγηρία –κάποιος που θέλει ν’ αλλάξει τα πράγματα και μιλάει ανοιχτά γι’ αυτό... ξέρεις, τότε είχαμε δικτατορία. Κι έτσι αποφάσισα να μην επιστρέψω, αν και το έχω μετανιώσει γιατί τότε ήτανε μια καλή ευκαιρία να... βέβαια, μπορεί σήμερα να μην ήμουν εδώ και να σου μιλάω [γέλια], ποιος ξέρει πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Γιατί τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την εξουσία, γύρω από το ποιος έχει την εξουσία στα χέρια του. Εμείς προφανώς δεν έχουμε πρόσβαση στην εξουσία κι ούτε ξέρουμε πώς θα ήμασταν, τι θα κάναμε αν είχαμε εξουσία. Κάπως έτσι λοιπόν κατέληξα εδώ πέρα.
Το Seaburn πότε το ανοίξατε;
Ξεκινήσαμε το 1994. Αρχικά στο Στάινγουεϊ, σ’ ένα μικρότερο χώρο και μετά επεκταθήκαμε και ήρθαμε εδώ. Γιατί δεν ήθελα να ζω σε μια ελληνική κοινότητα που δεν είχε ένα βιβλιοπωλείο. Ξέρεις, στη Θεσσαλονίκη σύχναζα σ’ ένα βιβλιοπωλείο, τον Μπαρμπουνάκη, και καμιά φορά έπρεπε να με διώξουν [γέλια]. Γιατί ακόμα και τότε που δεν υπήρχε η ιδέα για ένα καφέ-βιβλιοπωλείο, εγώ πήγαινα με το καφεδάκι μου κι έπιανα μια γωνιά και διάβαζα όλη μέρα, αν δεν είχα μαθήματα. Οπότε από παλιά ήθελα να δημιουργήσω ένα τέτοιο περιβάλλον. Και στη Νιγηρία στην πόλη που μεγάλωσα, την Άμπα, υπήρχε μόνο ένα βιβλιοπωλείο αλλά πάντα είχε κόσμο, είχε ωραία ατμόσφαιρα. Ο ιδιοκτήτης ήταν φίλος του πατέρα μου και καμιά φορά παράγγελνε βιβλία ειδικά για μένα –μπορεί να έπαιρνε μήνες για να έρθουν. Θυμάμαι όταν μου έφερε τον πρώτο μου Σαίξπηρ, το Μάκβεθ, ήταν απίστευτο, σα να είχα αγοράσει αυτοκίνητο [γέλια]. Και φυσικά στο σχολείο δανείζαμε ο ένας στον άλλο τα βιβλία μας γιατί δεν είχαμε λεφτά. Αυτό ήταν κάτι που ήθελα ν’ αλλάξω, φτιάχνοντας ένα βιβλιοπωλείο που θα πουλάει φτηνά βιβλία.
Τι σχεδιάζετε τώρα για το Seaburn και για τον εκδοτικό οίκο;
Ο εκδοτικός οίκος είναι κάτι διαφορετικό, είναι κάτι που κάνουμε εδώ και δεκαοχτώ χρόνια και πηγαίνει αρκετά καλά, είναι κάτι που θα συνεχίσουμε έτσι κι αλλιώς. Το βιβλιοπωλείο μετά από την ανακαίνιση θέλω να λειτουργήσει ως καφέ-βιβλιοπωλείο, θα ήταν καλό να γινόταν ένα στέκι για την Αστόρια, ένα μέρος όπου να υπάρχει ανταλλαγή απόψεων για όσα μας απασχολούν στην κοινότητα. Θα έχουμε ομιλίες και βιβλιοπαρουσιάσεις, βραδιές με open mic, με μουσική κτλ. Υπάρχει πάντα το πρόβλημα του κόστους, τα έξοδα αυτό τον καιρό είναι λίγο μεγαλύτερα από τα έσοδα αλλά πρέπει να βρούμε κάποιον τρόπο να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα. Ίσως χρειαστεί να βάλουμε και τσιφτετέλι στη βιτρίνα, ποιος ξέρει [γέλια].
σχόλια