Η κρίση στη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση, που ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι, μάς δίδαξε πολλά και διάφορα.
Πώς, λόγου χάριν, μην τολμώντας επί μήνες η κυβέρνηση να απομακρύνει λίγες χιλιάδες επίορκους ή προφανώς ακατάλληλους ή πολύ κοντά στη συνταξιοδότηση υπαλλήλους από το σύνολο του δημόσιου τομέα, έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο. Και τότε, υπό την πίεση της Τρόικας (η οποία απαιτούσε να τηρηθεί απλώς η δέσμευση με την οποίαν είχε ληφθεί η κολοσσιαία δόση στα τέλη του 2012), ο πρωθυπουργός αποφάσισε εν μια νυκτί να κλείσει την ΕΡΤ. Και βρέθηκαν έτσι στην ανεργία δίκαιοι και άδικοι. Και στη βασανιστική αβεβαιότητα όσοι προμηθευτές, παραγωγοί και καλλιτέχνες είχαν υπογράψει συμβάσεις, είχαν δουλέψει και περίμεναν να πληρωθούν.
Για κίνηση ανάγκης –πανικού σχεδόν- επρόκειτο. Άλλο εάν παρουσιάστηκε από την μεν Νέα Δημοκρατία ως εξυγιαντική μαγκιά Σαμαρά, από την δε αντιπολίτευση ως πραξικόπημα που αποσκοπούσε στη φίμωση της «ελεύθερης» φωνής της ΕΡΤ. Σάμπως να μην κατευθυνόταν η ΕΡΤ, από την ίδρυσή της, απ'τον εκάστοτε υπουργό τύπου. Σάμπως να μην αποτελούσε τον υποδοχέα κάθε λογής ρουσφετιού...
Εξωφρενικότερη όλων σχεδόν υπήρξε η στάση της Δημοκρατικής Αριστεράς. Ενώ δια του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης κυρίου Μανιτάκη είχε άφθονους μήνες στη διάθεσή της προκειμένου να ελαφρύνει ορθολογικά και «απαλά» το δημόσιο από περισσευούμενους υπαλλήλους –ή έστω για να καταγγείλει τα άλλα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης αν εκείνα κωλυσιεργούσαν- διέρρηξε με το κλείσιμο της ΕΡΤ τα ιμάτια της και μεταλλάχθηκε από «Αριστερά της Ευθύνης» σε «Αριστερά κατόπιν Εορτής»...
Λίγο μετά το «μαύρο» στις οθόνες, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεση να δημιουργήσει εκ θεμελίων μιαν επιτέλους ανεξάρτητη, επιτέλους αποδηγέτητη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Η οποία θα ελεγχόταν όχι από κάποιο υπουργείο αλλά από το Εποπτικό Συμβούλιο, όργανο αυτόνομο, απαλλαγμένο από δουλείες κι από άνωθεν εντολές.
Στο πρώτο Εποπτικό Συμβούλιο της ΝΕΡΙΤ μου προτάθηκε τον Αύγουστο του 2013 να συμμετάσχω. Δέχθηκα αμέσως, με την αφέλεια ενός ανθρώπου που ποτέ δεν είχε δει το δημόσιο εκ των έσω και που εμφορούνταν (επιμένει να εμφορείται) από μια -γονιδιακή ίσως- υπεραισιοδοξία. Από την πεποίθηση πως κάποτε τα πράγματα θα αλλάξουν.
Τα όσα βίωσα κατά τους τελευταίους εννιά μήνες θα γέμιζαν σπαρταριστές σελίδες του ημερολογίου μου, αν κρατούσα ημερολόγιο:
Από τους «αγανακτισμένους» του διαδικτύου που με κατηγορούσαν πως βολεύτηκα και χρυσοπληρώνομαι κι όταν τους πληροφόρησα ότι η θέση στο Εποπτικό Συμβούλιο είναι άμισθη, με λοιδώρησαν πως πιάστηκα κορόιδο. (Η ιδέα ότι ένας πολίτης μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του αποσκοπώντας στο γενικό καλό κι όχι στο προσωπικό του όφελος τούς είναι προφανώς αδιανόητη.)
Από αρκετούς απολυμένους της ΕΡΤ, που δικαιολογημένα βρίσκονταν στα κεραμίδια, δεν δίσταζαν όμως δημόσια μεν να καταριούνται την ΝΕΡΙΤ, ιδιωτικά δε –ακόμα και με μηνύματα στο inbox του facebook- να ζητούν μια μεσολάβηση για την επαναπρόσληψή τους...
Από κάποιον υποψήφιο διευθύνοντα σύμβουλο της ΝΕΡΙΤ, ο οποίος ζήτησε από το Εποπτικό Συμβούλιο να διπλασιάσει -εφόσον τον επιλέξει- την προβλεπόμενη αμοιβή, καθότι ο ίδιος είναι «τεφαρίκι πράμα» και έχει επίσης αυξημένες οικογενειακές ανάγκες...
Από έναν άλλον υποψήφιο που με τουπέ μεγαλομάνατζερ μας πληροφόρησε ότι πριν αποκοιμηθεί διαβάζει «κάναδυο ποιηματάκια» της Κικής Δημουλά διότι είναι σύντομα και τον νανουρίζουν...
Από τους στόχους που προσωπικά είχα θέσει όταν δέχθηκα να συμμετάσχω στο Εποπτικό Συμβούλιο, δύο βασικοί επετεύχθησαν χάρη στην επιμονή των συναδέλφων μου και στις άοκνες προσπάθειες όσων στελέχωσαν την ΝΕΡΙΤ: Τα Μουσικά Σύνολα διατηρήθηκαν και το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου ξανάνοιξε.
Η πρόσληψη του προσωπικού της ΝΕΡΙΤ κατόπιν ανοιχτών και αδιάβλητων διαγωνισμών βρίσκεται σε εξέλιξη, με τους αναμενόμενους -από όσους έχουν πείρα δημόσιας διοίκησης- κραδασμούς.
Κι αντάμα με τους κραδασμούς ήρθαν και οι αδυναμίες συνεννοήσης, οι ίντριγκες, οι αλληλοκατηγορίες, τα βραχυκυκλώματα...
Η ΝΕΡΙΤ έκανε τηλεοπτική πρεμιέρα την Κυριακή που μας πέρασε. Βγήκε δια πυρός και σιδήρου στον «αέρα», πράγμα που αποτελεί όντως επίτευγμα. Από την άλλη, το εκπεμπόμενο πρόγραμμά της παρασάγγας απέχει από ό,τι θα δικαίωνε την ύπαρξη στην Ελλάδα του 2014 μίας Δημόσιας Τηλεόρασης.
Όταν η ΕΡΤ έχει κλείσει κατά τόσο τραυματικό τρόπο, δεν μπορεί η ΝΕΡΙΤ να ξεκινάει προβάλλοντας μία παμπάλαια κωμωδία του συρμού. Ούτε να εμφανίζει σαν αιχμές του δόρατος της τη συμμετοχή στη Γιουροβίζιον και την μετάδοση του Μουντιάλ, την οποίαν έχει πληρώσει με χρήματα των πολιτών.
Τι θα έπρεπε να παρέχει η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση στο κοινό της; Τι θα την έκανε απολύτως διακριτή από τα ιδιωτικά κανάλια και ραδιόφωνα και επομένως αναγκαία;
Στα χαρτιά γίνεται λόγος για σφαιρική και αντικειμενική ενημέρωση και για προαγωγή των πολιτιστικών αγαθών.
Η έννοια της σφαιρικότητας και της αντικειμενικότητας είναι εκ των πραγμάτων ασαφής. Εκτός εάν θεωρούμε αντικειμενικό ένα δελτίο που απλώς θα παρουσιάζει σε ποσόστωση, σύμφωνα με την εκλογική τους δύναμη, τις απόψεις των κομμάτων. Και θα ιεραρχεί τις ξένες ειδήσεις ανάλογα με την ισχύ ή με το μέγεθος της χώρας από την οποίαν προέρχονται. Μια τέτοια «σφαιρικότητα» θα ισοδυναμούσε με ξερή καταγραφή. Πρέπει λοιπόν να προσθέσουμε έναν ή περισσότερους σχολιαστές, οι οποίοι θα διανθίζουν το δελτίο με τις απόψεις τους. Ποιοι θα είναι αυτοί, που εγώ πιθανόν θα τους κρίνω ως έγκριτους και θα κρέμομαι απ'τα χείλη τους, ο διπλανός μου όμως θα τους βρίσκει ανόητους, προκατειλημμένους, για να μην πω εγκάθετους διαστρεβλωτές; Ο διπλανός μου που επιβαρύνεται όσο κι εγώ για την ΝΕΡΙΤ μέσω της ΔΕΗ.
Και εάν έστω αποφασίσουμε πως στον καιρό του διαδικτύου και του παγκόσμιου χωριού χρειάζεται ένας δημόσιος φορέας ενημέρωσης, γιατί να μην εκδώσουμε και μια δημόσια εφημερίδα κι ένα δημόσιο περιοδικό και μια δημόσια εγκυκλοπαίδεια που θα κοινωνεί στους πολίτες την αλήθεια; Ή μάλλον την Αλήθεια.
Στον τομέα του πολιτισμού, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο. Πολλοί θεωρούν ως απαύγασμα του καθ'ημάς πνεύματος και σπιρτάδας τον Λάκη Λαζόπουλο. Άλλοι τον βρίσκουν αηδή. Όσο ζούσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο μέσος θεατής δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τις ταινίες του, οι οποίες -παρά τα διεθνή βραβεία- έκοβαν λίγα σχετικά εισιτήρια. Μετά τον θάνατο του, μεταμορφώθηκε φυσικά σε εθνικό τοτέμ. Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση όχι μόνο υποχρεούται να προβάλλει τον «Θίασο» και τον «Μεγαλέξαντρο» μα δικαιούται να απαιτεί από το κοινό να τις βλέπει σε στάση προσοχής. Το «Σπιρτόκουτο» όμως του Οικονομίδη, που παρουσιάζει το ελληνικό λούμπεν ευρηματικότατα; Να το παίξουμε στην ΝΕΡΙΤ ή θα εκραγεί το τηλεφωνικό κέντρο από οργισμένες κλήσεις; Για να μην μιλήσουμε για την ρηξικέλευθη ματιά του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και για την γκέι θεματολογία του Πάνου Κούτρα; Έχει θέση η γυμνή τραβεστί Στρέλλα στη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση;
Πρέπει να υπάρχει –συμφωνούμε, υποθέτω, όλοι- εκπομπή βιβλίου. Ποιοτικού βιβλίου. Στοιχηματίζω πως η κυρία Λένα Μαντά βρίσκει τα μυθιστορήματά της υψηλότατης ποιότητας. Το ίδιο και οι δεκάδες χιλιάδες των αναγνωστών της...
Υπαρξιακά, de facto, η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση βρίσκεται ανάμεσα στη Σκύλα και στη Χάρυβδη.
Σκύλα είναι μια «πεφωτισμένη» διοίκηση, ένας ευπατρίδης διευθύνων σύμβουλος, ο οποίος θα αποφασίσει –βάσει των προσωπικών του γούστων και κριτηρίων- να ενημερώσει, να επιμορφώσει και να ψυχαγωγήσει τον ελληνικό λαό.
Χάρυβδη είναι η συμμόρφωση με το κοινό περί ωραίου και περί αληθούς αίσθημα, που θα καταντήσει την Δημόσια Ραδιοτηλεόραση τόσο σχεδόν αγοραία, όσο και το οποιοδήποτε ιδιωτικό κανάλι.
Υπάρχει τρίτη εκδοχή; Πιστεύω πως ναι.
Θα την αναπτύξω στο επόμενο άρθρο μου.
σχόλια