Από τον Χρήστο Χωμενίδη
Εάν η Εθνική μας κερδίσει την Κόστα-Ρίκα, καθένας μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί: Οι λεωφόροι θα κατακλυσθούν από αλλόφρονες ανθρώπους, που θα κορνάρουν, θα ανεμίζουν σημαίες, θα πετούν καπνογόνα ή και πυροτεχνήματα. Οι τηλεοράσεις θα παίζουν και θα ξαναπαίζουν τις κρίσιμες φάσεις του ματς με υπόκρουση τον εθνικό ύμνο ενώ βραχνοί δημοσιογράφοι θα δοξάζουν τον «Θεό της Ελλάδας» και θα πλέκουν το εγκώμιο των παικτών, μιλώντας όχι μόνο για τα ποδοσφαιρικά τους χαρίσματα αλλά και για τις ψυχικές τους αρετές: Για το χάδι παρηγοριάς στον αντίπαλο, για το δάκρυ που ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα τους, για τον όρκο που είχαν δώσει στον παππού τους ή στην κοπελιά τους ή στον πολιούχο άγιο του χωριού τους πως θα επιστρέψουν νικητές. Οι πολιτικοί θα προσπαθήσουν να οικειοποιηθούν τμήμα της δόξας. Ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στην Βραζιλία. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα υπογραμμίσει –εικάζω- στη δήλωσή του πως οι εθνικοί μας θρίαμβοι επιτυγχάνονται από παιδιά του λαού, παίκτες που ξεκινήσανε από ξερά γήπεδα, και όχι από γκόλντεν μπόυς. Στο Προεδρικό Μέγαρο θα αρχίσουν να γυαλίζουν παράσημα. Και ο Αρχιεπίσκοπος ακόμα, με όλη τη σεμνότητα που επιβάλλει η θέση και ο χαρακτήρας του, θα σταθεί στο πλευρό των παικτών.
Εάν η Εθνική μας περάσει και στον μεθεπόμενο γύρο, βρεθεί στους τέσσερις, δεν τολμώ καν να προβλέψω τι θα επακολουθήσει. Κι ας έχω ζήσει και το θρίαμβο του μπάσκετ το 1987 και την ποδοσφαιρική μας στέψη το 2004 και τα εξωπραγματικά κατορθώματα των αθλητών μας στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, που άλλοι τα απέδιδαν στο ελληνικό dna και άλλοι –γιατί να το κρύβουμε;- στην ντόπα.
________________
Aκόμα και οι τρόφιμοι του Ασύλου Ανιάτων στην Κυψέλη, καθηλωμένοι στα αναπηρικά τους αμαξάκια, κρατάνε την ανάσα και δαγκώνουν τα χείλη τους στην κάθε κρίσιμη φάση. Κοινή γαρ η μοίρα
________________
Τότε όμως, τόσο το 1987 όσο και το 2004, τα αθλητικά ανδραγαθήματα έρχονταν ως επιστέγασμα της γενικότερα ανοδικής –όπως αυταπατόμασταν- πορείας της χώρας. Σαν κερασάκια σχεδόν της εθνικής μας τούρτας. Σήμερα, ύστερα από τέσσερα μνημονιακά χρόνια, κάθε επιτυχία στην Βραζιλία αποτελεί για τους Έλληνες φιλί της ζωής.
Είναι κακό αυτό;
Κάποιοι -που διεκδικούν και δικαίως τα εύσημα τής μόρφωσης και τής καθαρής σκέψης- ήδη καγχάζουν, υποτονθορίζουν τουλάχιστον, ειρωνικά. «Άμα πανηγυρίζουμε με τέτοιον τρόπο δυό γκολ, όταν θα πάρουμε πίσω την Πόλη, όταν θα αναβαθμιστούμε έστω από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, τι θα κάνουμε;» αναρωτιούνται. «Και τι είναι οι γύροι του θριάμβου στην Ομόνοια και στις άλλες πλατείες; Εκτόνωση είναι του μέσου ανθρώπου, που αντί να γυμνάζεται ο ίδιος, να βαράει κάνα σουτ στην αλάνα της γειτονιάς του, λιώνει μια ζωή στον καναπέ, μπουκώνεται με πίτσες και με σαπουνόπερες και μόλις σκοράρει η ομάδα, πετάγεται στους δρόμους και οικειοποιείται μιαν επιτυχία που δεν του ανήκει. Άλλος καλπάζει στο κρεββάτι -δηλαδή στο γήπεδο- και άλλος έρχεται εξ αντανακλάσεως σε οργασμό… Άσε που με αφορμή τις αθλητικές επιτυχίες, ξεδιπλώνεται ο πιο κιτς και ο πιο ρατσιστικός εαυτός μας: Μαυριδεροί Χρυσαυγίτες με πλαστικές περικεφαλαίες, να ουρλιάζουν το “Δεν θα γίνεις Έλληνας Ποτέ Αλβανέ” ή Ελεφαντοστιανέ ή Κοσταρικάνε… Σκέτη φρίκη!»
Τα παραπάνω επιχειρήματα στέκουν και πείθουν. Μονάχα όμως σε κενό αέρος.
Πράγματι, σε μιάν ιδεώδη κοινωνία, ο αθλητισμός θα είχε ολότελα διαφορετικό χαρακτήρα. Πρωταθλητισμός δεν θα νοούνταν καν. Οι άνθρωποι θα έπαιζαν και θα γυμνάζονταν δίχως να κυνηγούν τις επιδόσεις, για τη χαρά αποκλειστικά της σωματικής άσκησης. Ο νικητής σε κάθε αναμέτρηση θα είχε πλήρη συνείδήση του πρόσκαιρου –και του εν πολλοίς τυχαίου- της νίκης του. Ο ηττημένος θα γελούσε με το πάθημά του και θα φιλοδωρούσε τον αντίπαλο με μιαν απτή απόδειξη ενός δικού του ταλέντου: Θα του μαγείρευε ένα νόστιμο φαγητό, θα του συνέθετε ένα ποίημα, θα του έκανε έρωτα. Σε μιαν ιδεώδη κοινωνία, δεν θα υπήρχε φανατισμός και μισαλλοδοξία. Δεν θα καραδοκούσαν καραγκιόζηδες νεοναζί για να παραστήσουν τους Μεγαλέξαντρους. Δεν θα καταντούσαν οι αθλητές πιόνια των πάσης φύσεως παραγόντων, από νονούς που ξεπλένουν βρώμικο χρήμα μέχρι ολοκληρωτικά καθεστώτα που καταστρέφουν παιδιά και εφήβους βυθίζοντάς τους σε μαρμίτες με αναβολικά, για λόγους αποκλειστικά προπαγάνδας.
Μόνο που αυτή η ιδεώδης κοινωνία δεν υπήρξε ποτέ. Ακόμα και στην Αρχαία Ελλάδα, όπου οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνιστούσαν γιορτή της ειρήνης κι όπου οι νικητές στέφονταν με κλαδιά ελιάς, ο Αλκιβιάδης, το πιο χαρισματικό αγόρι της Αθήνας, εξέθρεφε άλογα και χρυσοπλήρωνε τους αναβάτες για να πρωτεύσει στις αρματοδρομίες. Ο Αλκιβιάδης δεν εισέπνεε την σκόνη και την καβαλίνα. Έπαιρνε όμως ατόφια τη δόξα του χορηγού.
Είναι πολύ εύκολο να χλευάζεις τον αγύμναστο συμπολίτη σου που αντί να κοιτάει τη μίζερη του καθημερινότητα, ταυτίζεται φαντασιακά με τον κάθε παλικαρά Σάμαρη ή Σαμαρά και βιώνει τους θριάμβους τους σαν δικούς του.
Είναι εξίσου εύκολο να υπενθυμίζεις στον πιτσιρικά, ο οποίος ξεφουρνίζει στίχους του Ανδρέα Εμπειρίκου για να εντυπωσιάσει το κορίτσι που του αρέσει είτε ξεπατικώνει σόλα του Τζίμυ Χέντριξ στην κιθάρα για να τα παίξει στη γιορτή του σχολείου, ότι ο ίδιος δεν είναι ούτε πρωτοπόρος του σουρεαλισμού ούτε ροκ σταρ.
Το πιο απλό πράγμα στον κόσμο είναι να υπενθυμίζεις στους ανθρώπους τη μετριότητά τους.
Ξέρεις ωστόσο τι θα σου απαντούσαν όλοι εκείνοι οι μέτριοι, που τους κοιτάς από το ύψος της παιδείας και της ευφυίας σου; «Εμείς» θα σου έλεγαν «είμαστε ο αγρός, μες στον οποίον φυτρώνουν τα εξαίσια λουλούδια. Εμείς είμαστε και η κερκίδα και το γήπεδο, η αναγκαία προϋπόθεση της κάθε εξαιρετικής επίδοσης. Μας αποκαλείς μέτριους, εμείς ωστόσο δίνουμε το μέτρο. Κι εμείς εμπνέουμε το πάθος. Δίχως εμάς και ο πιο προικισμένος θα συνομιλούσε αποκλειστικά με τον εαυτό του. Και πολύ σύντομα θα βουβαινόταν. Σε εμάς, στην κοινωνία –κουτσή, στραβή κι ανάποδη- ανήκει ο κάθε ατομικός θρίαμβος. Δεν τον σφετεριζόμαστε. Τον μοιραζόμαστε. Όπως ξέρουμε και όπως νοιώθουμε.»
Κάθε πρωί, ενώ ξυρίζομαι, πιάνω αυθόρμητα, ασυναίσθητα σχεδόν, ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, ένα σκοπό από όπερα του Βέρντι ή του Ροσίνι. Είμαι ο πιο παράφωνος του κόσμου. Οι δημιουργοί των θεϊκών μελωδιών, θα έφριτταν –πιστεύω- στην αρχή, ακούγοντάς με. Αμέσως όμως ύστερα θα σκέφτονταν πως όσο και να τις κακοποιώ, μετέχω στη συγκίνησή τους. Γίνομαι, έστω και φαλτσάροντας ελεεινά, ένα με εκείνες. Όπως ένα με την προσπάθεια της Εθνικής Ποδοσφαίρου γίνονται ένα ακόμα και οι τρόφιμοι του Ασύλου Ανιάτων στην Κυψέλη, όταν –καθηλωμένοι στα αναπηρικά τους αμαξάκια- κρατάνε την ανάσα και δαγκώνουν τα χείλη τους στην κάθε κρίσιμη φάση. Κοινή γαρ η μοίρα.-
σχόλια