Η ζωή της Mashid Rezai, από το βόρειο Ιράν ήταν κάθε άλλο παρά στρωμένη με ροδοπέταλα υπήρξε.
Η νεαρή γυναίκα, ηλικίας 36 χρόνων, έδωσε συνέντευξη στη Daily Mail, εξιστορώντας τα απίστευτα βιώματά της, με την ελπίδα η ιστορία της να βοηθήσει κοπέλες που αντιμετωπίζουν τις ίδιες καταστάσεις.
Η Mashid μεγάλωσε σε ένα απομακρυσμένο χωριό κοντά στην πόλη Arak, και υποστηρίζει ότι πέρασε χαρούμενα παιδικά χρόνια με τη μητέρα της και τα τρία της αδέρφια, παρά το γεγονός ότι όλοι βρίσκονταν υπό καθεστώς πατρικής τρομοκρατίας. Η μητέρα της, η οποία ήταν και η τέταρτη σύζυγός του πατέρα της και η μοναδική με την οποία είχε αποκτήσει παιδιά, της είχε εκμυστηρευτεί ότι οι προηγούμενες τρεις τον εγκατέλειψαν γιατί τις χτυπούσε.
Η βιαιότητά του, όμως, δεν περιοριζόταν στις συζύγους του. Η Mashid είχε βιώσει κι εκείνη την ενδοοικογενειακή βία, από την πλευρά και των δυο γονιών της. Χαρακτηριστικά, θυμάται να τη δένουν χειροπόδαρα σε ένα κομμάτι ξύλο και να τη χτυπούν, ως τιμωρία, γιατί παρακολούθησε από την είσοδο του σπιτιού τους τον γάμο δύο ατόμων με τις οικογένειες των οποίων εκείνοι δεν είχαν καλή σχέση.
Πέραν αυτών των τραυματικών εμπειριών για την τρυφερή ψυχοσύνθεσή της, εξακολούθησε να είναι ένα χαρούμενο παιδί που του άρεσε το σχολείο και περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της παίζοντας με τον αδερφό της και τις φίλες της. Παράλληλα, καθώς οι γονείς της δούλευαν στα κτήματα, έπρεπε να αναλαμβάνει και τις περισσότερες δουλειές του σπιτιού.
Τα ειρηνικά αυτά χρόνια, όμως, έληξαν, όταν μια από τις αγαπημένες της φίλες, η Zainab, μόλις εννέα ετών, δέχτηκε πρόταση γάμου από έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα. Εκείνη, βρισκόμενη σε απόγνωση λόγω του επικείμενου γάμου, αυτοκτόνησε πυρπολώντας στον εαυτό της.
Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την αυτοκτονία της φίλης της, ο πατέρας της Mashid της ανακοίνωσε πως ήταν καιρός να βρει και εκείνη σύζυγο. Η Mashid ήταν μόλις 11 ετών.
Το επόμενο απόγευμα ήρθε να ζητήσει το χέρι της ένας 35άχρονος άντρας, παντρεμένος με δύο παιδιά, ο οποίος διέμενε στο διπλανό χωριό. Παρά τις αντιδράσεις της μικρής Mashid, η οποία ικέτευσε τη μητέρα της να την προστατεύσει από αυτόν τον γάμο, εκείνη παρέμεινε ανένδοτη.
Το κορίτσι, το οποίο είχε σαν όνειρο ζωής να γίνει δασκάλα, κατέφυγε για βοήθεια στο πιο αξιοσέβαστο άτομο που είχε στο μυαλό της, τον δάσκαλό της, για να βρει και σε αυτή την περίπτωση την πόρτα κλειστή. Τότε ήταν που καταφύγει στο βουνό, αλλά με τον φόβο μήπως της επιτεθεί κάποιος λύκος, επέστρεψε στο χωριό και κρύφτηκε σε ένα χαμόσπιτο. Οι δικοί της την εντόπισαν και ξεκίνησαν αμέσως τις προετοιμασίες του γάμου.
Πανικόβλητη και έχοντας σαν παράδειγμα τη φίλη της, έτρεξε στην κουζίνα και αυτοπυρπολήθηκε με ένα μπουκάλι παραφίνης. Αμέσως, όμως, το μετάνιωσε και έτρεξε έξω για να ζητήσει βοήθεια. Ένας γείτονας που βρισκόταν κοντά, κατάφερε να σβήσει τη φωτιά και να σώσει τη ζωή του κοριτσιού.
Η Mashid πέρασε τους επόμενους 3 μήνες σε κωματώδη κατάσταση σε νοσοκομείο της περιοχής. Οι πληγές τις ήταν ακόμη ανοιχτές όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της, όμως, ούτε κι αυτό ήταν αρκετό για να καταλαγιάσει την οργή των γονιών της που τους κατέστρεψε τα σχέδιά και ατίμασε την οικογένεια. Ο πατέρας της, γεμάτος θυμό, συνέχισε να τη χτυπάει. Ακόμη και η μητέρα της μια φορά τη γρονθοκόπησε επειδή λέρωσε το κρεβάτι της.
Όταν η Mashid βγήκε από το νοσοκομείο, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο πατρικό της, αφού ο πρώην αρραβωνιαστικός της την απέρριψε και πλέον την έβρισκε ''βρόμικη'' και ''άσχημη''. Ο πατέρα της άρχισε να γίνεται όλο και πιο επιθετικός. Συχνά ευχόταν το θάνατό της, αφού ντρεπόταν για την εμφάνισή της μετά την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας της. Τον είχε ακούσει μάλιστα να σχεδιάζει να τη μεταφέρει σε νοσοκομείο όπου θα κανόνιζε να της γίνει ένεση με δηλητήριο.
Μη μπορώντας να αντέξει άλλο την κακομεταχείρηση, η Mashid, στην ηλικία των 13, έκλεψε μερικά χρήματα από τους δικούς της και το έσκασε, πηγαίνοντας σε ένα νοσοκομείο στην Τεχεράνη. Εκεί τη συνάντησε ένας πλαστικός χειρουργός, ο οποίος τη λυπήθηκε και εν συνεχεία, τη βοήθησε να δραπετεύσει από το Ιράν και τον βίαιο πατέρα της.
Σήμερα ζει στο Λονδίνο και εξακολουθεί να είναι τρομερά παραμορφωμένη από τα εγκαύματα. Παρ' όλα αυτά, προσπαθεί να προχωρήσει στη ζωή της, βοηθώντας την Οργάνωση για τα Δικαιώματα των Κούρδων και των Ιρανών Γυναικών. Η οικογένειά της παραμένει στο Ιράν και δεν τους έχει μιλήσει εδώ και 20 χρόνια.
Η ίδια περιγράφει την παραμονή της στη χώρα αφόρητη και άκρως επικίνδυνη. Ήταν μια γυναίκα σημαδεμένη που είχε υποστεί τον διασυρμό. Οι άνθρωποι της επιτίθονταν, την προσέβαλαν, ενώ τα παιδιά τη λιθοβολούσαν. Στο Λονδίνο, όπως η ίδια λέει, βρίσκει ως ένα βαθμό, την αποδοχή που έψαχνε, κάτι που στο Ιράν φάνταζε αδιανόητο.
Πλέον, ζει ήρεμη, μακριά από την οικογένειά της, με την οποία αρνείται κατηγορηματικά να έρθει σε επαφή. Ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον, ενώ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μιας σχέσης. Ωστόσο, πρωταρχικός στόχος της είναι να επικεντρωθεί στις σπουδές της και να βοηθήσει έμπρακτα όσο περισσότερο μπορεί γυναίκες με παρόμοιες εμπειρίες.
σχόλια