«…ερώτησα κάποτες γιατί τάχατες η τραγική και σεμνή παρθένα που λέγονταν Πουλχερία την παραμονή του γάμου της σφουγγάρισε προσεχτικά όλο το σπίτι και την επομένη απέθανε; …»
Η Πουλχερία σφουγγάρισε το σπίτι και έπειτα πέθανε. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς ανέβασε ευχετήριο τουίτ για τα γενέθλια της μοναχοκόρης του και λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε νεκρός. Η παγκόσμια κοινή γνώμη πληροφορήθηκε ότι επρόκειτο για αυτοκτονία.
Η Πουλχερία είναι φανταστικό πρόσωπο, αποκύημα της ποιητικής έμπνευσης του Νίκου Εγγονόπουλου. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς υπήρξε στα αλήθεια. Γεννήθηκε, μεγάλωσε στο ασφαλές και στοργικό εκ πρώτης όψεως περιβάλλον μιας σχετικά εύπορης αμερικάνικης οικογένειας. Αντιμετώπισε ως παιδί τις λοιδωρίες των συμμαθητών του επειδή ήταν παχύς. Κλείστηκε έτσι στον εαυτό του και εκκόλαψε το ταλέντο του. Έγινε ηθοποιός πολύ καιρό πριν λάμψει ως σταρ. Δεν πέτυχε δηλαδή με την μία, δεν έπαθε κεραυνοβόλο έρωτα μαζί του το κοινό. Κόπιασε ώσπου να επινοήσει, να προβάλει και να επιβάλει ό,τι θα τον ξεχώριζε απ’τις μυριάδες των επίδοξων καλλιτεχνών – στην Νέα Υόρκη κάθε σερβιτόρα φαντασιώνεται πως είναι ενζενύ στα πρώτα βήματα της, στο Λος Άντζελες κάθε δεύτερος ταξιτζής περνάει τα ρεπό του τρέχοντας από κάστινγκ σε κάστινγκ…
Υποδυόμενος τον χαρισματικό καθηγητή – “Oh Captain, My Captain!”- στον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών», ο Ρόμπιν Γουίλιαμς δόνησε τις ψυχές των απανταχού αιώνιων εφήβων. Πρωταγωνιστώντας στον «Κάπταιν Χουκ», κέρδισε τις ψυχές των παιδιών. Στις «οικογενειακές» ταινίες, τις οποίες λιγότεροι έβλεπαν στους κινηματογράφους και περισσότεροι νοίκιαζαν απ’τα βίντεοκλαμπ, το όνομα του Ρόμπιν Γουίλιαμς αποτελούσε εγγύηση μιας εκλαϊκευμένης ποιότητας. Στις απονομές των Όσκαρ, η παρουσία του έσπερνε γλυκόπικρα χαμόγελα. Ο αστείος και συνάμα τόσο τρυφερός, ο βασιλιάς της μοναξιάς, ο κλόουν της καρδιάς μας…
Δεν υπήρχε ούτε ένας θεατής στον κόσμο ολόκληρο που να μην συμπαθούσε τον Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Προσωπικά μου θύμιζε τον θείο, ο οποίος έχει μείνει από επιλογή ή από ατυχία ανύπανδρος, και καταφθάνει πρώτος-πρώτος τις γιορτάρες μέρες σπίτι μας και είναι φορτωμένος δώρα και γλυκά και έχει απομνημονεύσει σόκιν ανέκδοτα για τους μεγάλους και κάνει ταχυδακτυλουργικά στους μικρούς κι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο υποψιάζεσαι πως όλη του η εύθυμη πληθωρικότητα, η τρυφερότητα και το ζεστό του ενδιαφέρον για τους άλλους δεν κρύβουν παρά την αγωνία πως την επόμενη φορά θα ξεχάσουμε να τον καλέσουμε, ότι του χρόνου τα Χριστούγεννα θα τα περάσει μόνος του…
Ακόμη κι όσοι το ήξεραν, ηθελημένα το ξεχνούσαν πως η σελήνη του Ρόμπιν Γουίλιαμς είχε και σκοτεινή πλευρά. Η συλλογική, παγκόσμια συνείδηση τον ήθελε στους αντίποδες των καταραμένων καλλιτεχνών. Στην απέναντι όχθη απ’τους ναρκομανείς ροκ σταρ και τους αλκοολικούς ποιητές και τις γυναίκες-στοιχειά που κλέβουν με το πάθος τους όλες τις παραστάσεις κι ύστερα χώνουν το κεφάλι τους στο φούρνο. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς δεν ήταν ούτε Έρνεστ Χέμινγουεϊ για να αυτοπυροβοληθεί ούτε Τζέημς Ντην για να στουκάρει ούτε Σέυμουρ Χόφμαν για να την πατήσει από υπερβολική δόση. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς –έτσι πλασαριζόταν από τη βιομηχανία του θεάματος- ήταν της διπλανής πόρτας.
Ο θάνατος του ακαριαία πυροδότησε τη συζήτηση για την επιδημία των καιρών μας στον ανεπτυγμένο κόσμο. Την κατάθλιψη. Για τους «κανονικούς ανθρώπους» οι οποίοι κρατιούνται ψυχικά ζωντανοί με χάπια. Για τα ένοχα μυστικά που κρύβονται μέσα σε μπουκαλάκια, σε γυναικείες τσάντες και κομοδίνα καλοπαντρεμένων ζευγαριών.
Η χήρα του Ρόμπιν Γουίλιαμς έδωσε με τη δήλωσή της το έναυσμα για να γραφτούν εκατοντάδες σχετικά άρθρα από ειδικούς επιστήμονες και αναρίθμητα στάτους από χρήστες των social media. Το νόημα θα είναι σε όλα σχεδόν ταυτόσημο: «Μην κλείνεστε στον εαυτό σας, μην συμφιλιώνεστε με το φίδι που σάς σφίγγει την καρδιά ακόμα κι όταν έξω επικρατεί η πιο λαμπρή λιακάδα. Ανοιχτείτε στους δικούς σας, αφεθείτε στη φροντίδα ενός γιατρού, μοιραστείτε τον πόνο με συμπάσχοντες… Και, προς Θεού, μην ανακατεύετε τα ψυχοφάρμακα με το αλκοόλ!»
Πεθαίνοντας, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς έγινε ο προστάτης άγιος των απανταχού καταθλιπτικών που αγωνίζονται να συντηρήσουν μια κανονική καθημερινότητα, να παραμείνουν λειτουργικοί και υπεράνω κοινωνικής υποψίας.
Με αυτήν την έννοια, η αυτοκτονία του έστειλε στο κοινό ένα μήνυμα συμβατό με τους ρόλους που είχε υποδυθεί. Στο ίδιο -αν μη τι άλλο- κλίμα της αξιοπρεπούς μελαγχολίας, που ακόμα κι όταν δεν μπορεί να εξελιχθεί σε γέλιο, δεν γίνεται ποτέ άνευ ορίων σπαραγμός, εκτός εαυτού παραλήρημα. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε την Έιμι Γουαϊνχάουζ να χάνει παλεύοντας με τους δαίμονές της κάθε ίχνος αστικής ευπρέπειας. Όχι όμως και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς.
___________
Το να φιλοδοξείς να μιλήσεις για τον θάνατο είναι σαν να ελπίζεις πως θα ακούσεις τη σιωπή.
___________
Στο προ ελαχίστων ωρών τουίτ της, η κόρη του Ζέλντα παρέθεσε ένα απόσπασμα του Σαιν Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκηπας συνάντησε έτσι τον Καπετάνιο των Χαμένων Ποιητών.
Κι όμως, εγώ επιμένω ότι και ο πιο αιφνίδιος, αποτρόπαιος, διαυγής ή μυστηριώδης θάνατος δεν υπερβαίνει το μυστήριο του θανάτου καθεαυτό.
Είμαι απολύτως βέβαιος ότι κατά τις ύστατες στιγμές του, στην τελική του ευθεία προς το επέκεινα; προς την ανυπαρξία; ο Ρόμπιν Γουίλιαμς δεν συνδιαλέχθηκε με τίποτα από όσα βολευόμαστε, παρηγοριόμαστε να πιστεύουμε. Η τέχνη, η καριέρα, η κατάθλιψη, το γήρας που παραμονεύει, απλές ψηφίδες μιας ευρύτερης, μιας απερίγραπτης εικόνας.
Πεθαίνοντας, λίγο προτού χαθεί μέσα στο απέραντο χωνευτήρι, ο άνθρωπος βρίσκει για ένα θρύψαλο του χρόνου τον αληθινό εαυτό του. Μπροστά σε εκείνον τον αληθινό εαυτό, ό,τι νομίζουν πως γνωρίζουν ή εικάζουν οι άλλοι, ό,τι συνθέτει το δημόσιο πρόσωπο του καθενός, ό,τι αποτυπώνεται και στα πιο εμπνευσμένα λόγια και στις πιο εμβριθείς αναλύσεις, δεν αποτελεί παρά έναν χλωμό αντικατοπτρισμό.
Το να φιλοδοξείς να μιλήσεις για τον θάνατο είναι σαν να ελπίζεις πως θα ακούσεις τη σιωπή.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος στέκεται απέναντι στο μέγιστο παράλογο και το αντιμετωπίζει με τον μόνο δυνατό τρόπο: Με το παράλογο.
Γιατί η τραγική και σεμνή παρθένα Πουλχερία και ο Ρόμπιν Γουίλιαμς και όλοι όσοι βάδισαν ποτέ πάνω στη γη απέθαναν;
«διότι —είπε ίσως ο πατέρας μου— διότι πρέπει να έχει ο στρατιώτης το τσιγάρο του και το μικρό παιδί την κούνια του ο ποιητής τα μανιτάρια του.
Διότι πρέπει να έχει ο στραδιώτης την πλεκτάνη του το μικρό παιδί τον τάφο του ο ποιητής τη ροκάνα του.
Διότι πρέπει να έχει ο στραθιώτης το σκεπάρνι του το μικρό παιδί το βλέμμα του ο ποιητής το ροκάνι του».
σχόλια