Στις 6 Δεκεμβρίου 2008, την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Γρηγορόπουλος, εγώ έβαζα τα πράγματά μου στο διαμέρισμα της πλατείας Βικτωρίας, επί της οδού Ελπίδος. Αργότερα έμαθα ότι όλως τυχαίως ένα ποίημα της Κατερίνας Γώγου, αφιερωμένο στην Όλια Λαζαρίδου, είχε γραφτεί γι' αυτό ακριβώς το σπίτι που είχα νοικιάσει. Σε εκείνη τη γειτονιά έμεινα μέχρι το καλοκαίρι του 2010, λίγο καιρό δηλαδή πριν ένας άτυχος άνθρωπος χάσει τη ζωή του από μετανάστες της περιοχής και η Χρυσή Αυγή σηκώσει κεφάλι.
Ίσαμε τότε, παρά τα κάποια προβλήματα, Έλληνες και ξένοι έμοιαζαν να συμβιώνουν ήρεμα. Κι ας μου 'λεγε η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας για το πώς κάποτε στην πλατεία Βικτωρίας έπιναν τον καφέ τους σκηνοθέτες και συγγραφείς, ενώ σήμερα μόνο... σκούρους βλέπεις.
Κάτω από τη Βικτώρια, επί της Αριστοτέλους, υπήρχε ένα μικρό Ίντερνετ-καφέ, στο οποίο πήγαινα, όποτε ξέμενα από φράγκα και μου έκοβαν το τηλέφωνο. Για την ακρίβεια, καθόμουν με τις ώρες, έγραφα τα κείμενά μου, τελείωνα τις δουλειές μου και μετά χάζευα τους μετανάστες.
Γυναίκες με πολύχρωμα ρούχα, μπούργκες και κελεμπίες, άντρες με σαρίκια και καφτάνια, που δεξιοτεχνικά χειρίζονταν τις κάμερες των κομπιούτερ, επικοινωνώντας με τους δικούς τους σε κάποιον διαφορετικό χωροχρόνο.
Παραδόξως, σε εκείνο το καφέ αισθανόμουν ξένος στον τόπο μου, αλλά με όση θετική σημασία μπορεί να περιέχει αυτό. Θεωρούσα πως βρισκόμουν πρόσκαιρα σε μακρινή εξωτική χώρα, ανταποκριτής του «National Geographic» ας πούμε, μόνιμα γοητευμένος από το διαφορετικό και παρατηρητής παντοτινός της ανθρώπινης παρουσίας δίπλα μου.
Θυμάμαι μιαν άλλη φορά, που παρατηρούσα από το μπαλκόνι μου ένα κορίτσι κι ένα αγόρι από το Πακιστάν να δίνουν μυστικό ερωτικό ραντεβού πίσω από μια οικοδομή. Λίγο μετά εμφανίστηκε πιθανώς ο πατέρας του κοριτσιού με άγριες διαθέσεις και το ζευγάρι σκόρπισε εδώ κι εκεί. Τζάμπα... Bollywood, με άλλα λόγια.
Από το ίδιο μπαλκόνι έβλεπα καθημερινά επίσης μια οικογένεια μουσουλμάνων να στρώνουν το χαλί της προσευχής τους και να πέφτουν όλοι στα γόνατα με εντυπωσιακή, για μένα τον άθεο, ευλάβεια.
Πάλι επί της Αριστοτέλους μικρομάγαζα μεταναστών άνοιγαν σαν μανιτάρια. Η γειτονιά ολόκληρη μύριζε κάρι και μπαχάρια μπλεγμένα με βαριά αρώματα. Τα τιμούσα συχνά τα μαγαζάκια αυτά, ψώνιζα χύμα μπαχαρικά σε διάφορα σακουλάκια και πολλές φορές τα χάριζα σε φίλους μου, λες και μόλις είχα επιστρέψει από ταξίδι στο Μπαγκλαντές ή στην Ινδία με μικροδωράκια.
Πολλά βράδια που έμπαινα στον πεζόδρομο της Ελπίδος για να γυρίσω στο σπίτι σταματούσα στο ρωσικό μπαρ και την προσοχή μου αποσπούσαν τα τεκταινόμενα εντός του. Νωρίς έπαιζε ν' άκουγες κάναν Tom Waits από κάποιο ξεχαρβαλωμένο πιάνο ή ραδιόφωνο. Τις νύχτες, όμως, γινόταν τέτοιο αλισβερίσι, που θύμιζε ταινία του Κουστουρίτσα: τύπισσες βαμμένες και ντυμένες στην τρίχα να φαίνονται από τις τραβηγμένες κουρτίνες του παραθύρου που διασκέδαζαν σε κακόγουστα αλά 80s σαλόνια. Πόσα σαββατόβραδα δεν είχε έρθει η αστυνομία να επιβάλει την τάξη λόγω καβγάδων που οδηγούσαν ενίοτε σε μαχαιρώματα; Και Κυριακή πρωί, βγαίνοντας για ζεστό καπουτσίνο από το παρακείμενο Everest, να αντικρίζεις παντού αίματα και σπασμένα μπουκάλια.
Το μοναδικό στοιχείο ελληνικότητας που μπορούσα να διακρίνω στην περιοχή ήταν οι φίλοι μου, που με επισκέπτονταν για καλοκαιρινά τσιμπούσια στη βεράντα. Τότε ακόμη υπήρχε χρήμα για καθημερινές μαζώξεις φίλων μετά φαγητού και αλκοόλ.
Πριν από μερικούς μήνες έτυχε να ξαναβρεθώ στην πλατεία Βικτωρίας. Χειμώνας ήτανε, μέρα μουντή και σκοτεινιασμένη. Μπήκα σε ψιλικατζίδικο Πακιστανού για τσιγάρα. Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του, όλο πανικό και τρόμο, όταν με είδε να μπουκάρω στον χώρο του με σχεδόν ξυρισμένο το κεφάλι μου. Άπλωσα το χέρι σαν να του 'λεγα: «Μη φοβάσαι, πελάτης είμαι». Αυτό το βλέμμα δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου.
Πώς άλλαξε η Αθήνα; Πώς καταντήσαμε; Προς τι τέτοιο μίσος και αλληλοσπαραγμός; Δεν τη θέλω τέτοιαν Αθήνα, τη σιχαίνομαι. Επειδή όμως αγαπώ μιαν άλλη Αθήνα, έτσι όπως εγώ την έζησα στο κέντρο της, σ' αυτήν πάντοτε θα ανατρέχω.
σχόλια