Στην Ανάφη, 6/8
Έλεγα πάντα ότι δεν θα πάω ποτέ στην Ανάφη, γιατί εκεί πάνε όλοι οι γνωστοί μου και στις διακοπές μου θέλω να μη με ξέρει κανείς. Ε, και φυσικά, φέτος πήγα, μαζί με όλους όσους ξέρω, για δέκα ολόκληρες μέρες. (Φαντάζομαι ότι αν κάποια στιγμή αποφασίζαμε να συναντηθούμε όλοι μαζί σε πλήρη παράταξη, πιθανόν θα φτιάχναμε μια διμοιρία). Τα πρωινά πηγαίναμε για μπάνιο με το ΚΤΕΛ (δεν έχει ταξί, έτσι κι αλλιώς) στον Ρούκουνα και στο Κλεισίδι - προσπαθούσαμε μάταια να βρούμε μια σκιά κάτω απ’ τα αρμυρίκια (η Ρινέττα έλεγε ότι «τα μάτια μελώνουν κάτω απ’ τα αρμυρίκια». Στη φαντασία μου οι βλεφαρίδες μας θυμίζανε μπάρες δημητριακών). Ανάμεσα σε διάφορους ημίγυμνους και κατασκηνωτές, συχνά συναντούσαμε έναν τύπο που έπαιζε κιθάρα στους αμμόλοφους. Τα βράδια ξεκινούσαμε απ’ το Αρμενάκι, που έπαιζε τον ρόλο του εστιατορίου/ μπαρ, καφέ και live-άδικου μαζί. Συνήθως δεν φεύγαμε ποτέ από κει. Περνάγαμε τα βράδια μας παραγγέλνοντας άλλη μια ρακή στον καναπέ μας (στο μυαλό μας ήταν δικός μας ο καναπές, κανενός άλλου). Καμιά φορά, τα βράδια, εκτός απ’ το συνηθισμένο τρίο που τραγούδαγε κι έπαιζε μουσική, ερχότανε κι ένας παππούς με μια τσαμπούνα - το εγγονάκι του από δίπλα βαρούσε ένα μικρό ταμπούρλο. Ένα βράδυ διονυσιαστήκαμε όλοι μαζί - ο Στάθης με τράβαγε να χορέψουμε κάτω απ’ τις καλαμιές του Μύλου, που είναι κάτι σαν το κλαμπ της Χώρας. Χόρεψα τόσο πολύ, που μου κόπηκε η αναπνοή, αλλά δεν ήθελα να σταματήσω. Έπεσα για ύπνο στις πέντε -ακόμα μεθυσμένη- και στριφογύριζα. Τα σεντόνια μου ήταν γεμάτα άμμο. Δεν με έπιανε ύπνος. Έξω σιγά-σιγά ξημέρωνε κι ακουγόντουσαν τα ουρλιαχτά του πάρτι και τα κικιρίκου απ’ τα κοκόρια του νησιού.
Στο πλοίο της επιστροφής
Μπήκαμε στο πλοίο στις 4:00 το απόγευμα. Όσο σέρναμε τα πόδια μας στις λερές μοκέτες σκεφτόμουν ότι μου θυμίζει τα πλοία της γραμμής που έκαναν τη διαδρομή Ηγουμενίτσα-Κέρκυρα στο τέλος της δεκαετίας του ’80 - παράξενη διαρρύθμιση, φωτισμός κρεοπωλείου, ροζ νιπτήρες σε σχήμα αχηβάδας στην τουαλέτα, το μόνο που του λείπει είναι τα ουφάδικα, για να παίζουμε πάκμαν. Στην αρχή μετράγαμε τα λιμάνια: Σαντορίνη, Ίος, Σίκινος. Από ένα σημείο και μετά έπαψε να έχει σημασία το πού ήμαστε. Αυτό ήταν το πλοίο εκείνων που δεν νοιάζονται κι εκείνων που δεν έχουν άλλη επιλογή. Σε κάθε στάση γέμιζε ασφυκτικά με χίπηδες και δεκαοχτάχρονα που πήγαιναν για πρώτη φορά διακοπές με τους σάκους τους. Καθόμασταν κάτω από τον αρκτικό κλιματισμό και μετράγαμε τα ψιλά μας (το κουτάκι της πορτοκαλάδας είχε 2,5 ευρώ), ενώ κάναμε μια πολιτισμένη συζήτηση για τις πτυχιακές μας εργασίες στο πανεπιστήμιο, μέχρι που μας πήρε ο ύπνος. Κάποια στιγμή που ξύπνησα απότομα από ένα τραγούδι σκέφτηκα ότι το σαλόνι του πλοίου θυμίζει νεκροτομείο - το γαλακτερό φως έπεφτε στους ξεθωριασμένους τοίχους, ενώ εκατοντάδες σώματα τυλιγμένα με πετσέτες και παρεό κοιμόντουσαν στοιβαγμένα στα πατώματα και στους καναπέδες. Ανατρίχιασα λίγο, αλλά με ξαναπήρε ο ύπνος – κάπου στο βάθος μια κυρία πέταξε ψηλά το μωρό της στον αέρα και μετά το έπιασε, ενώ του ψιθύριζε στο αυτί: «Ποιο είναι το γαλακτομπουρεκάκι μου;». Ξύπνησα ξανά στις πέντε και τέταρτο τα ξημερώματα.Τα φώτα του λιμανιού έλαμπαν στο βάθος, αλλά το πλοίο έμοιαζε να μην κινείται. Φτάσαμε στον Πειραιά στις 6:00 το πρωί - δεκατέσσερις ολόκληρες ώρες από τη στιγμή που φύγαμε.
____
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO τον Αύγουστο του 2011
σχόλια