Η παρουσία των κ.κ Σαμαρά και Τσίπρα στη ΔΕΘ ήταν απολύτως αποκαλυπτική του πώς θα κινηθούν το επόμενο διάστημα. Τόσο σε επίπεδο ρητορικής, όσο και άμεσων πολιτικών επιδιώξεων. Ας τα δούμε λίγο με τη σειρά, εστιάζοντας – όπως κάνουμε πάντα σε αυτές εδώ τις αναλύσεις – στη στρατηγική διάσταση των κινήσεων.
Ο κ. Σαμαράς από τις ευρωεκλογές και μετά φαίνεται να έχει αναθεωρήσει κάποια στοιχεία της πολιτικής του, τόσο σε επίπεδο ρητορικής, όσο και διαχειριστικών αποφάσεων. Το επιτελείο της ΝΔ εκπέμπει μια ανεξήγητη νευρικότητα και αυτό παρά το γεγονός ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν (κατά τη γνώμη μου) απολύτως διαχειρίσιμο. Μια ήττα με διαφορά 3,8% σε εκλογές που η ψήφος διαμαρτυρίας είναι ισχυρή, δεν είναι συντριπτική. Πολλώ δε μάλλον όταν ένα ποσοστό 3-5% βρίσκεται σε «όμορα» κόμματα και όταν ο βασικός αντίπαλος δεν εμφανίζει (ακόμα τουλάχιστον) τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που προοιωνίζουν μη-αναστρέψιμη εκλογική δυναμική υπέρ του.
Με βάση όσα γράφτηκαν σε Μέσα που απηχούν απόψεις του στενού ηγετικού πυρήνα της ΝΔ, η ανάγνωση του αποτελέσματος από πλευράς Μαξίμου ήταν διαφορετική. Η εκτίμηση που υπάρχει είναι ότι οι ψηφοφόροι του παλαιού «μεσαίου χώρου», ό,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν και ότι στο τέλος θα επιλέξουν ξανά τη ΝΔ, είτε επειδή φοβούνται τον ΣΥΡΙΖΑ είτε λόγω οικονομικού πραγματισμού. Αντιθέτως, θεωρούν ότι το κλειδί της αναμέτρησης είναι οι ψηφοφόροι που βρίσκονται στα δεξιά της, εκείνοι που βρίσκονται στους ΑΝΕΛ, τη ΧΑ, το ΛΑΟΣ και σε άλλα μικρότερα κόμματα. Και επειδή αυτό δεν είναι δυνατό να συμβεί μέσω της οικονομικής πολιτικής (δηλ. μέσω αυξήσεων, επιδομάτων, κλπ) η προσέγγιση επιχειρείται είτε σε ρητορικό επίπεδο είτε με την ενίσχυση προσώπων που έχουν επιρροή σε αυτό το χώρο, όπως τουλάχιστον έδειξε ο τελευταίος ανασχηματισμός.
Όμως ουδέν αφελέστερον της «μπακαλικής», όταν μιλάμε για πολιτική ανάλυση.
Οι ψηφοφόροι που βρίσκονται στα δεξιά της ΝΔ στην παρούσα φάση έχουν διαρρήξει τον όποιο ψυχικό δεσμό μαζί της. Σε επίπεδο ρητορικής, ειδικά στα θέματα οικονομίας, την περασμένη 3ετία ταυτίστηκαν πολύ περισσότερο με τα κόμματα της Αριστεράς, με την οποία οι διαφορές εστιάζονται κυρίως σε πολιτισμικό και ευρύτερα αξιακό πλαίσιο και λιγότερο σε ζητήματα διαχείρισης επικαιρότητας. Γι αυτό και είναι μάλλον αυταπάτη να προσδοκά κανείς τον άμεσο και μαζικό επαναπατρισμό τους.
Το κοινό αυτό δεν θα επιστρέψει στη ΝΔ επειδή αυτή θα φορέσει «φουστανέλα» ή «περικεφαλαία» και θα υιοθετήσει μια συντηρητική ατζέντα, γιατί απλούστατα δεν είναι αυτός ο λόγος που έφυγαν από το κόμμα. Έφυγαν είτε λόγω της οικονομικής πολιτικής η οποία τους έπληξε, είτε λόγω της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης η οποία ακολούθησε την κρίση του πολιτικού συστήματος.
Θα ρωτήσει εύλογα κάποιος: «Και τι να κάνει, λοιπόν, η ΝΔ; Να μην τους διεκδικήσει;». Κάθε άλλο! Οι ψήφοι έχουν το ίδιο βάρος από όπου και αν προέρχονται. Η ΝΔ ασφαλώς και πρέπει να επαναπροσεγγίσει ψηφοφόρους από εκείνο το χώρο, κυρίως επιδιώκοντας χρονικά και πολιτικά ορόσημα που θα καταρρίπτουν τις αντιστάσεις και τα σημεία τριβής.
Πάνω απ' όλα, όμως, η στρατηγική της «αμφίπλευρης διεύρυνσης» (των «δεξιών» με τη ρητορική, των «κεντρώων» με πραγματισμό) για να πετύχει πρέπει να είναι ισοβαρής και με προσεκτική δοσολογία. Αλλιώς κινδυνεύει να υπονομεύσει τη σχέση της τόσο με τους ψηφοφόρους στα «αριστερά» της, όσο και με εκείνους που στήριξαν την πολιτική της αυτή την τριετία.
Στο θέμα της «δοσολογίας» η ΝΔ έχει παραδοσιακά ένα θέμα. Την περίοδο 2010-11, αντί να κρατήσει αποστάσεις από το πρώτο μνημόνιο, οδηγήθηκε σε υπερβολές καλώντας σε «αντιμνημονιακά μέτωπα», με αποϊδεολογικοποιημένη βάση. Όταν η πραγματικότητα επέβαλε τον Νοέμβριο του 2011 την αλλαγή κατεύθυνσης, πάνω στην απότομη στροφή του τρένου έφυγαν δύο «βαγόνια» (ΑΝΕΛ και ΧΑ) και οι επιβάτες, όχι και τόσο ικανοποιημένοι από τις επιλογές, επιβράβευσαν την «εταιρεία» με ένα όχι και τόσο πλουσιοπάροχο 18% τον Μάιο του 2012.
Το ότι η ΝΔ εν συνεχεία ανέκαμψε, σταθεροποιήθηκε και καταφέρνει ακόμα να στέκεται, οφείλεται στο ότι προέταξε μια λογική πραγματισμού έναντι όλων. Εξ' ου και η όποια ανοχή την οποία απήλαυσε παρά τα σκληρά μέτρα.
Αν, πάνω στο άγχος μιας πιθανής εκλογικής ήττας προσπαθήσει να δείξει ότι αλλάζει πολιτική, υιοθετώντας ρητορική άλλων χώρων και αυτοακυρώνοντας το λόγο και τα όσα έκανε ως σήμερα (λίγα ή πολλά, δεν είναι αυτό το θέμα μας) αναθέτοντας την εκπροσώπησή τους σε άτομα που δεν έχουν συμβατά πολιτικά χαρακτηριστικά, στο τέλος της ημέρας θα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος. Και στην περίπτωση αυτή δεν θα έχει υποστεί απλώς μια ήττα στα πλαίσια του συνήθους πολιτικού κύκλου, αλλά μια βαθιά στρατηγική ήττα.
Από την άλλη μεριά, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να μην διδάσκεται ούτε από τα δικά του λάθη ούτε από αυτά των άλλων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μεν πρώτο κόμμα και δημοσκοπικό φαβορί, όμως τα ποιοτικά στοιχεία του δεν παρουσιάζουν βελτίωση. Γι' αυτό και εμποδίζουν τη δημιουργία ισχυρής εκλογικής δυναμικής, η οποία δεδομένης της κυβερνητικής εικόνας θα μπορούσε να είναι πολλαπλάσια.
Ο βασικός λόγος που δεν το έχει πετύχει (ακόμα, έστω...) είναι κυρίως το ότι εξακολουθεί να προκαλεί ανασφάλεια σε ένα εκλογικά κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος. Αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο που αν απαλείψει ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί από μόνο του να του δώσει μια ευρεία εκλογική νίκη: Να πάψει να τρομάζει.
Η ηγεσία του από τη μία προσπαθεί να δείξει ακριβώς αυτό. Εξ'ου και κινήσεις όπως η επίσκεψη στις ΗΠΑ, η διεθνής κινητικότητα, ακόμα και το πρόσφατο ταξίδι του κ. Τσίπρα στο Κόμο, όπου συνομίλησε με επιφανείς εκπροσώπους της «συστημικής» ευρωπαϊκής ηγεσίας. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών είναι: «δεν είμαστε ανεύθυνοι συνομιλητές που ζουν στο δικό τους κόσμο, αλλά μια ηγεσία με επίγνωση της κατάστασης, έτοιμη να συζητήσει με τους ξένους».
Την ίδια ώρα όμως η προσπάθεια αυτή υπονομεύεται από εμφανίσεις όπως αυτές της ΔΕΘ, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από την παραδοσιακή τακτική των προεκλογικών υποσχέσεων. Δεν είναι σκοπός αυτής της ανάλυσης να αποδείξει αν αυτά που υποσχέθηκε ο κ. Τσίπρας είναι ρεαλιστικά ή όχι. Ο καθένας ας κάνει τις εκτιμήσεις του. Εξάλλου οι δημοσκοπήσεις και οι δείκτες αξιοπιστίας κάθε κόμματος, εν πολλοίς δείχνουν πώς τα αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των πολιτών. Εμείς εστιάζουμε μόνο στο στρατηγικό αντίκτυπο. Και η εδραιωμένη πεποίθησή μας είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτά ΔΕΝ τα χρειάζεται. Ούτε υποσχέσεις, ούτε ριζοσπαστική ρητορική. Οι υπερβολές του κάνουν ζημιά.
Και εξηγώ το γιατί: Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν υπερψηφίζεται τόσο για αυτά που λέει, όσο για αυτά που συμβολίζει. Ψηφίζεται δε κατά κανόνα από ψηφοφόρους οι οποίοι ουδέποτε είχαν σχέση με το χώρο της Αριστεράς, πολλώ δε μάλλον της «ριζοσπαστικής».
Η μεγάλη πλειοψηφία των υποστηρικτών του τον επιλέγει για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, επειδή τον θεωρούν τον κύριο εκφραστή των δικών τους πολιτικών αντιλήψεων ή στερεοτύπων, όπως αυτά διαμορφώθηκαν σε παλαιότερες 10ετίες (τάση ισχυρότερη στους ψηφοφόρους του στις εκλογές του 2012). Δεύτερον, από εκείνους που πλέον προτάσσουν το αίτημα της κυβερνητικής αλλαγής και/ή έχουν διάθεση τιμωρητικής ψήφου (τάση ισχυρότερη μεταξύ όσων έχουν πάει προς ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του 2012). Αυτοί ως επί το πλείστον είναι ψηφοφόροι οι οποίοι ΔΕΝ προέρχονται από το χώρο της Αριστεράς, αλλά από όλο το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα. Αυτονόητα, αυτή η δεύτερη κατηγορία ψηφοφόρων – αν και μικρότερη – θα είναι και η πιο καθοριστική εκλογικά στην επόμενη αναμέτρηση.
Για το κοινό αυτό οι εξαγγελίες είναι όχι απλά αδιάφορες, αλλά συχνά λειτουργούν αποτρεπτικά. Την ώρα που οι ίδιοι εσωτερικά και ψυχολογικά προσπαθούν να διαχειριστούν την αλλαγή «πολιτικού στρατοπέδου», οι εξαγγελίες αυτές τους φέρνουν σε ακόμα δυσκολότερη θέση. Εξ' ου και συναντάμε στο δημόσιο διάλογο το σουρεαλιστικό φαινόμενο να προτείνεται η υπερψήφισή του ΣΥΡΙΖΑ όχι για αυτά που λέει, αλλά επειδή ΔΕΝ εννοεί αυτά που λέει! Προσέξτε: Δεν μιλάμε για τη συνήθη δυσπιστία ή σκεπτικισμό, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, απέναντι στις προεκλογικές υποσχέσεις, που πάντα έχουν μια δόση υπερβολής. Μιλάμε για ενσυνείδητη απόπειρα υποβάθμισης του επίσημου λόγου του κόμματος, προκειμένου αυτό να μην υποστεί ζημιά, η οποία συνοδεύεται από έκκληση να ψηφιστεί επειδή δεν τα εννοεί! (Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα γι' αυτό ήταν τα όσα έγιναν με το θέμα της αποχώρησης, αυτοδιάλυσης, κλπ, του ΝΑΤΟ).
Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί στα πολιτικά χρονικά. Και μπορεί από τη μία δείχνει την αποφασιστικότητα και το ισχυρό δέσιμο του ΣΥΡΙΖΑ με ένα κομμάτι νέων (και μάλλον αναπάντεχων) ψηφοφόρων του, το οποίο ασφαλώς είναι στα «συν» του κόμματος, από την άλλη όμως δείχνει και μια αδυναμία να διαχειριστεί προτεραιότητες, καθώς και ένα κοινό το οποίο ακόμα και αν τον στηρίζει σε αυτή τη φάση, δεν είναι δικό του, άρα μπορεί εύκολα να τον εγκαταλείψει.
Υπερβάλλοντας σε υποσχέσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει ελάχιστα προεκλογικά και ρισκάρει πολλά περισσότερα μετεκλογικά.
Ο Γιώργος Παπανδρέου θα είχε αντέξει πολύ περισσότερο αν δεν τον βάραινε το «λεφτά υπάρχουν». Και ο Αντώνης Σαμαράς δεν θα είχε οδηγήσει τη ΝΔ από το 33% στο 18% αν δεν παρασύρονταν από τα «Ζάππεια», τα οποία εν συνεχεία η ίδια η πραγματικότητα ακύρωσε.
Το πρόβλημα με τις υποσχέσεις στην πολιτική είναι ότι ενίοτε γίνονται πιστευτές. Και τότε το κόστος της διάψευσής τους γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.
σχόλια