Αγαπητή LifO,
Είμαι ομοφυλόφιλος... Πάω στοίχημα πως οι περισσότεροι που ακούν, ή στη συγκεκριμένη περίπτωση, διαβάζουν αυτή τη πρόταση, έστω υποσυνείδητα με έχουν τοποθετήσει σε μία κατηγορία... Οι περισσότεροι πιστεύω πως λένε στον εαυτό τους: «Και τι μ' αυτό; Τι το δηλώνει έτσι κραυγαλέα και μάλιστα στην πρώτη παράγραφο του κειμένου του;» Ε λοιπόν θα προσθέσω και κάτι άλλο: Είμαι ομοφυλόφιλος και έχω και μια ελιά στο λαιμό. Έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα σε συζητήσεις για το τι σημαίνει για μένα τον ίδιο το να είναι κάποιος ομοφυλόφιλος ως προς την ποιότητά του. Είναι σαν να έχει μια ελιά στο λαιμό: Λίγο ασυνήθιστο και καμία σχέση με την ποιότητα που μπορεί να έχει –ή να μην έχει- ο χαρακτήρας κάποιου.
Είμαι ομοφυλόφιλος και έχω πέσει θύμα ρατσιστικής επίθεσης. Από αυτές που δεν έχουν γίνει γνωστές στα media. Δεν ξέρω γιατί, μάλλον επειδή δεν υπήρχε κόσμος τριγύρω. Μόνο εγώ, δύο φίλες μου, ο θύτης και η γκόμενά του. Ήταν μία Τετάρτη βράδυ του Μαρτίου του 2014. Μετά από ένα πάρτυ στο σπίτι μιας φίλης, κινήσαμε προς τη Βαλαωρίτου. Ο δρόμος μας έβγαλε στο Εnola, ένα από τα gay bars της Θεσσαλονίκης. Δεν είμαι καθόλου φαν του Enola, αλλά η μέθη ωθεί σε απάτητα μονοπάτια και τρέφει ολίγον τι θα έλεγα το αίσθημα του "yolo". Το Enola νέκρα, μετά από λίγο χορό, κατεβαίνουμε κάτω και καθόμαστε κάπως ανακουφισμένοι από τη μέθη και κουρασμένοι στο πεζουλάκι κάτω ακριβώς από το μαγαζί. Εκεί είναι σταματημένο κι ένα ασημί αυτοκίνητο.
Ο οδηγός έχει στήσει καρτέρι κάτω από το Enola. Ξεκάθαρα. Εγώ κάθομαι σταυροπόδι. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρωτάει ο οδηγός. «Στη φιλενάδα σας μιλάω, αυτή που κάθεται στη μέση», λέει... Αφού κοιτάζω δεξιά και αριστερά μου, καταλαβαίνω πως εγώ είμαι αυτός που κάθεται στη μέση και έχω θηλυκοποιηθεί από τον άγνωστο άνδρα. «Σε σένα μιλάω, τι γυρεύεις εδώ;», ο οδηγός συνεχίζει. «Τίποτα δεν κάνω», του λέω. «Απλά κάθομαι». «Μην μου πουλάς ειρωνεία εμένα». Τώρα έχει βγει από το αμάξι και με πλησιάζει. «Σου μιλάω σαν μεγάλος αδελφός», μου λέει. Δεν είχα ποτέ μου μεγάλο αδελφό και νιώθω στην τελική μεγαλη ανακούφιση γι' αυτό. «Τι γυρεύεις εδώ παλιοαδελφάρα; Ε;». Έχει πλησιάσει κοντά μου. «Δεν θα έρχεσαι σ' αυτά τα μέρη, ακούς; Σου μιλάω σαν μεγάλος αδελφός» επαναλαμβάνει, για να το χωνέψω. Τώρα οι λέξεις φαίνεται πως δεν αρκούν και έρχεται το σώμα να αναλάβει δράση. Νιώθω την γροθιά του μέσα στο αριστερό μου μάτι, αυτό που έχει μυωπία 1.75, ελαφρώς πιο μικρό βαθμό από το δεξί. «Δεν θα ξανάρθεις εδώ, μ' ακούς; Παλιοπουστάρα...», μου λέει. «Ναι», λέω σοβαρός. Το «Ναι» μου αυτό είναι το πιο φοβισμένο και ειλικρινές ναι που έχω πει στη ζωή μου.
Τώρα οι γροθιές ανεβαίνουν σε ρυθμό και δυναμική. Νιώθω τη μύτη μου να ανοίγει, κάτι που μέχρι τότε είχα δει μόνο στις ταινίες. Προσέχω τώρα μην πάρω μεγάλες ανάσες και ρουφήξω το αίμα προς τα πίσω. «Άστον, τι σε έκανε;», φωνάζει η μία φίλη μου. «Τι σε έκανε, τι σε έκανε; Απλά καθόμαστε», επαναλαμβάνει. Τώρα αναλαμβάνουν δράση και τα πόδια του, τα οποία κλωτσάνε τα δικά μου. Χέρια και πόδια συνεργάζονται σε έναν βίαιο χορό, μέχρι που εγώ πετάγομαι, με το αίμα μου, την αδρεναλίνη μου και τα πόδια μου να τρέχουν ανεξέλεγκτα. «Φύγετε, τρέξτε!», μας φωνάζει η γκόμενά του. Η μεγαλόκαρδη, ελεήμων γκόμενά του, μάς παροτρύνει να τρέξουμε... Το αίμα λεκιάζει το μπουφάν μου, καθώς περιμένω ασθμαίνοντας το 78Ν. Καθώς μπαίνω μέσα, το βρώμικο αυτό λεωφορείο είναι το καταφύγιό μου απέναντι στον Κόσμο. Μία κυρία μου δίνει σιωπηλά ένα χαρτομάντιλο. Το παίρνω με τη σειρά μου σιωπηλά και το μετατρέπω από λευκό σε κόκκινο. Το μουλιάζω. Φτάνοντας στο σπίτι μου, αντικρύζω τον διαστρεβλωμένο εαυτό μου στον καθρέπτη.
Οι επόμενες δώδεκα περίπου ώρες κυλάνε σε φαρμακεία και νοσοκομεία. «Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι δεν έχεις κάποιο ράγισμα στο κρανίο σου», λένε οι γιατροί. «Είσαι τυχερός, δεν έχεις κάποιο ράγισμα. Πάρε αυτές τις σταγόνες, λογικά το αιμάτωμα στο μάτι σου θα έχει φύγει σε λίγες μέρες. Αν δε φεύγει, πρέπει να ξαναπάς σε οφθαλμίατρο. Έχεις ευθείαση στον αυχένα και πρέπει να φοράς κολάρο για δυο βδομάδες. Χρειάζεσαι ξεκούραση. Σημείωσε το κινητό μου και για οτιδήποτε πάρε με τηλέφωνο». Η ελπίδα μου στην ανθρωπότητα αναζωογονείται για λίγο.
Παρόλο το make up, με λίγη προσοχή το μαυρισμένο μου μάτι φαίνεται ακόμα για πολλές μέρες. Εξαναγκάζομαι να εφεύρω μία γελοία ιστορία/backup για να απαντώ αυτόματα και ανώδυνα στις ερωτήσεις συμφοιτητών και συγγενών. Μια ιστορία που κάθε φορά που ειπώνεται είναι και μία ταπείνωση, μια αυταπάρνηση, είναι η αποτυχία ενός ανθρώπου σ' αυτήν την κοινωνία που προσπαθεί να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και τους γύρω του. Μπορεί να φταίω εγώ γι' αυτό.. Πιστεύω όμως πως πολύ περισσότερο φταίει η κοινωνία. Νιώθω ευγνώμων πάντως που οι άνθρωποι στους οποίους μπορώ να πω την πραγματική ιστορία είναι ίσως και πάνω από δέκα. «Μου επιτέθηκε ένα μαστούρι χωρίς λόγο». Όχι ρε, δεν ήταν καθόλου μαστούρι! Όχι ρε, δεν ήταν καθόλου χωρίς λόγο!
Και ποιο είναι το αποτέλεσμα όλου αυτού τελικά; Ένας άγνωστος που ποτέ δε συλλήφθηκε, γιατί και να είχα δει τις πινακίδες του αμαξιού, δεν θα ήθελα να διαρρεύσει το θέμα. Δεύτερον εγώ, που είδα να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μου (και μέσα στα μάτια μου) αυτά που φοβόμουν, που αντιμετωπίζω τη ζωή τώρα με περισσότερη προσοχή, περισσότερο φόβο αλλά και πολύ περισσότερο πείσμα. Μπήκε αυτόματα ένα τέλος στις συναναστροφές μου με ανθρώπους που θα μπορούσαν να δώσουν ελαφρυντικά σε τέτοιες πράξεις, με όλους αυτούς τους ρατσιστές απαίδευτους ανθρώπους που ενοχλούνται από την αναζήτηση της ευτυχίας, καθώς οι ίδιοι δεν μπορούν ούτε καν να τη διανοηθούν, κάτι για το οποίο, συγγνώμη, αλλά δεν τους λυπάμαι...
Είμαι ένα από τα πολλά θύματα ομοφοβικών επιθέσεων στην Ελλάδα του 2014, που την γλίτωσα φτηνά και που, έστω και ανώνυμα, σπάω τη σιωπή μου...
σχόλια