O Μύρωνας αγόρευε. Τον είχαν ανεβάσει με το καροτσάκι πάνω στο μπιλιάρδο και τον άκουγαν να μιλάει κι ούτε κιχ κανείς δεν έβγαζε. Ήταν ένας σακάτης, ένα ανθρωπάκι τόσο δα, μα έμοιαζε αρχάγγελος πάνω στο μπιλιάρδο με την τέχνη του παρλάρε που κατείχε. «… Τώρα, εδώ που φτάσαμε με τους άγουρους και τους λωποδύτες να μοιάζουν οι σωτήρες μας, τώρα είμαστε εμείς και μόνο εμείς. Εμείς και ο καθρέφτης μας. Εμείς και η γκλάβα μας. Από ‘δω κι εμπρός τέρμα
τα άλλοθι για όλους μας. Ούτε δικαστής της πιάστρας ή παντελονάτος, ούτε μπάτσος κοτετσίσιος ή μπερεκέτης, ούτε το γκοβέρνο που ‘ναι αχαμνοί κι ούτε βάρκα σε μπανιέρα δεν μπορούν να γκοβερνάρουν, κανείς από αυτούς δεν είναι που θα σου πει τα ποια της αγάπης και τα ποια του διαβόλου τα κουμάσια. Πρέπει να τα βρεις μόνος σου, στην τσέπη της αξιοπρέπειάς σου, αν σου ‘χει μείνει τέτοιο ρούχο. Και πώς να σ’ τα πουν αυτοί, οι χαμουρίτσες, που ‘χαν αφήσει το καράβι ακυβέρνητο τόσα χρόνια και χωρίς πετρέλαιο γιατί το ‘χαν κλέψει λαμόγια και στο τιμόνι είχαν βάλει ρουσφέτι τιμονιέρη κι όχι μπερεκέτη ναυτικό κι αυτό τραβούσε ντογρού κατά τον βράχο να τσακιστεί. Τώρα το καράβι έχει ρήγμα και βουλιάζει. Τώρα εμείς να σώσουμε την ψυχή μας κι αν μπορέσουμε, να σώσουμε και το καράβι και τους άλλους επιβάτες…».
«Και την αγάπη», πετάχτηκε ο Γκόγκος που ‘γραφε στιχάκια για τα ημερολόγια.
«Και την πρέφα», φώναξε κι ο Σάκης ο Κριάρης, ο χαρτοπαίχτης. Τον ‘λέγαν Κριάρη γιατί τον είχε κερατώσει η γυναίκα του.
«Κι εγώ να βρω το δίκιο μου που με καίει μέσα μου για το άδικο που μου ‘κάναν οι Σωτηραίοι. Που μου ‘στείλαν τον άντρα μου στο χώμα», είπε η κυρα-Μαρία η παπαδιά.
«Το “τσογλάνι” μπήκε φυλακή…», της είπε ο Τάσος, ο αλογομούρης - ήταν μπατζανάκηδες με τον μικρό Σωτηραίο, «το τσογλάνι» που είχε κάνει τη ζημιά, «… τι άλλο θες;».
«Άφησε τα σάπια ρε, βαλτός ήταν. Πoιος σκοτώνει για ένα κατούρημα;», τον έκοψε με νεύρο ο Μανιός, ο «κρεοπώλης εκδορεύς», όπως έγραφε η κάρτα του. Τρίχες κρεοπώλης. Φονιάς ήταν, ψυχρός και παγωμένος. Νοίκιαζε το μαχαίρι του σε τρανούς κι έκανε τη δουλειά. Τώρα, όμως, ήταν στην άκρη, τον είχαν εκτοπίσει «οι καινούργιοι» οι Σωτηραίοι με τους «ξένους», που ‘κάναν και πιο φτηνά τη δουλειά και πιο φασαριόζικα: ‘βάζαν μπόμπα στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι του «στόχου» ή τον 'πνίγαν με σακούλα νάιλον τυλιγμένη στο κεφάλι ή τον γαζώναν με τα καλάσνικοφ κι ούτε κεράκι άναβαν μετά στον τάφο του για να ζητήσουν τη συγχώρεση, όπως έκανε ο Μανιός. Όχι πως και αυτός το έκανε από συμπόνια ή από τον φόβο της μεταθανάτιας τιμωρίας, αλλά γιατί έτσι το είχε βρει από τους παλιούς. Τώρα, ποια ανάγκη της ψυχής του αρχικού φονιά είχε καθορίσει αυτό το τελετουργικό, ψάξε βρες την, ούτε και το κάθαρμα ο «εκδορεύς» ο Μανιός το είχε ψάξει. Τον αλάφρωνε, όμως, έτσι είχε πει κάποτε στον δικαστή που τον είχε ρωτήσει. Τώρα, οι « καινούργιοι» και οι «ξένοι» ούτε καν τους ένοιαζε ν’ αλαφρώσουν. Κι αν χανόταν μια ζωή, μια τρίχα από του σπανού τα γένια ήταν, φτάνει που κέρδιζε η τσέπη τους. Άσε πια που είχε πέσει στη φτήνια η ανθρώπινη ζωή (και πώς να είναι αλλιώς, όταν το καράβι βουλιάζει και ο πρώτος που το εγκαταλείπει είναι ο ξεφτίλας καπετάνιος του) κι ο φόνος δεν πονούσε πια κανέναν, παρά μόνο αυτόν που έχανε τον άνθρωπό του.
«… Λοιπόν, είναι δουλειά αυτή;», συνέχισε την αγόρευση ο Μύρωνας ο σακάτης. «Πήγε ο Σωτηραίος κι άφησε τον σκύλο του να κατουρήσει στη βρύση της εκκλησίας, στη βρύση με το Αγίασμα που πίνουμε όλοι, και βγήκε ο παπα-Λάμπρος και τον κατσάδιασε και μετά ο Σωτηραίος πήγε σπίτι και πήρε το καλάσνικοφ και σκότωσε τον παπά για ένα κατούρημα, για μια κουβέντα που πριν από χρόνια μόνος του ο καθένας θα την έλεγε στον εαυτό του. Πόσο άλλο πάτο να πιάσουμε; Λοιπόν; Ακούω προτάσεις, τι ψηφίζουμε να κάνουμε; Γιατί σας το είπα, δεν υπάρχει δικαστής κι ούτε γκοβέρνο, το σαράκι της ανημπόριας τους έχει φάει όλους αυτούς κι αν είναι κάνας ικανός και δίκαιος ανάμεσά τους τον πνίγει η σκόνη των άλλων. Απ’ την άλλη, όμως, δεν πρέπει να συρθούμε κι εμείς σαν σκουλήκια στη λάσπη, αλλά να μείνουμε όρθιοι, γι’ αυτό μαζευόμαστε εδώ, συλλογικά ν’ αποφασίσουμε για την αξιοπρέπειά μας, μέσα σ’ έναν κόσμο που καταρρέει, να ξανασηκώσουμε τον νόμο στα πόδια του…».
«Και την αγάπη», ξαναπετάχτηκε ο Γκόγκος.
«Άσε τα σάπια ρε, για το τσογλάνι λέμε», τον έκοψε ο Καλαματιανός.
«Ε, τι, αφού σας είπα, παραδόθηκε μόνος του. Είναι στη φυλακή… τι άλλο να κάνουμε; Να γίνουμε ζούγκλα; Να σκοτώνει ο ένας τον άλλον;», είπε πάλι ο μπατζανάκης ο αλογομούρης. Τζογάριζε στον ιππόδρομο, γι’ αυτό τον ‘λέγαν αλογομούρη.
«Κι εγώ; Πού θα βρω το δίκιο μου;», ξαναφώναξε η Μαρία.
«Το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει», ούρλιαξε ο Χάρης ο μανιχαίος, ο αναρχικός.
«Να κάνει μια δωρεά η οικογένεια Σωτηραίου στην εκκλησία», πετάχτηκε ο νεωκόρος.
«Οι νεκροί τους τιμούμε, μα δεν ανασταίνονται», φώναξε ένας αχαμνός.
«Κι εγώ είμαι υπέρ της δωρεάς και της συγγνώμης», είπε ένας άλλος.
Ο Μανιός έκανε ένα βήμα πίσω, χώθηκε στη σκιά και γλίστρησε έξω από την πόρτα. «Χαμούρες τους εξαγόρασαν οι Σωτηραίοι, μιλούν για την αγάπη.
Τι ξέρουν αυτοί από αγάπη;», είπε μέσα του. Και μπήκε στο στενό που ‘χε αραγμένο το τρίκυκλο. Έβαλε μπρος τη μηχανή και ντουγρού για το σπίτι του παπά. Το παρκάρισε πίσω από τα βυτία βόθρων του Κύκλωπα για να μη φαίνεται και στήθηκε κάτω από ένα δέντρο και περίμενε τη Μαρία.
Μόλις την είδε, στα μαύρα ντυμένη, λίγο πριν ανοίξει την τσάντα να βγάλει το κλειδί, έτρεξε, πήγε κοντά της.
«Μαρία, με αυτούς δεν θα βρεις το δίκιο σου», της είπε.
Η Μαρία, πικρή, τον κοίταξε.
«Κι εγώ τι να κάνω, μωρέ Μανιό, ας το βρουν απ’ τον Θεό», του είπε σαν να μιλούσαν συχνά. Είχαν να μιλήσουν χρόνια. Από τότε που ‘φύγαν μαζί απ’ το νησί.
« Έλα, πέρασε». Τον προσκάλεσε να μπει. Δεν τον είχε καλέσει ποτέ στο σπίτι της κι ας ήταν τα δυο τους ένα εκεί στον Ποταμό, στα Αντικύθηρα, παιδιά που ήταν.
Άνοιξε την πόρτα, μπήκαν.
«Τους αγοράσαν οι Σωτηραίοι, θ’ αγοράσουν και τον δικαστή και τον αστυνόμο, όλα πουλιόνται εδώ, με μένα θα βρεις το δίκιο σου», της είπε.
Η Μαρία του πικρογέλασε. Του ‘πιασε απρόσμενα το χέρι, το ‘βαλε στο στήθος της.
«Αχ μωρέ Μανιό, πιάσε την καρδιά μου. Την ακούς; Δεν την ακούς, γιατί δεν έχει χτύπο πια. Ο φόνος είναι ένα θηρίο που τρέφεται μόνο με άλλον φόνο, έφαγε και τους δυο μας. Με έσωσε με την αγάπη ο παπάς, τον έκανα άντρα μου. Έλα, πάμε μέσα να σου στρώσω το τραπέζι να φάμε, έχει μείνει ψάρι απ’ το νεκρόδειπνο με τους συγγενείς του».
Και στο βλέμμα της ‘λάμπαν φωτιές σαν αυτές που καίν’ ανθρώπους μετά από μεγάλη συμφορά.
‘Φάγαν. Η Μαρία μάζεψε το τραπέζι. Πήγε κοντά του. Του 'πιασε τα χέρια.
Τα μάτια της πικρά, μα με τις φωτιές άσβηστες μέσα τους.
« Έλα, κάνε αυτό που τόσον καιρό ήθελες και ήθελα και δεν έγινε», του είπε και σηκώθηκε στις μύτες να τον φιλήσει. Αυτός λύγισε, έβαλε τα κλάματα.
Έρχονται στιγμές που λυγάει και το βουνό. 'Κάναν έρωτα με κλάματα κι οι δυο για τα χρόνια που ‘χαν χάσει.
Πρωί, χαλαρός που ξύπνησε, δίπλα του το μαξιλάρι άδειο. Σηκώθηκε, φώναξε Μαρία, πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ, ξαναφώναξε, απάντηση δεν πήρε. Τη βρήκε στο σαλόνι να κρέμεται από τον γάντζο για τον πολυέλαιο. Η θηλιά τής είχε τσακίσει λαιμό και ζωή. Την ξεκρέμασε, άψυχο κουφάρι ο ερωτάς του. Δεν έκλαψε, φονιάς ήταν, είχε προκαλέσει τόσο πόνο στους άλλους, ήξερε. Πολλές φορές πήγαινε και στις κηδείες των σκοτωμένων απ’ το χέρι του. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε, την ξάπλωσε στο κρεβάτι. Την έντυσε με τα πιο όμορφα ρούχα που βρήκε στην ντουλάπα της. Μετά κατέβασε απ’ τη στεφανοθήκη τα στέφανα, τη στεφάνωσε με το ένα και με το άλλο στεφανώθηκε αυτός. Βγήκε με το στεφάνι στο κεφάλι στον κήπο, έκοψε γλυσίνες και λεβάντες, γέμισε τον μουσαμά που πήρε από το τρίκυκλο και την τύλιξε μέσα του. Έδεσε με σκοινί το άψυχο κουφάρι και το κουβάλησε έξω από το σπίτι, τ’ απόθεσε απαλά πίσω στην καρότσα κι έβαλε μπρος. Από τη Λένορμαν βγήκε στην Πειραιώς και καρφί με το τρίκυκλο για το λιμάνι, στην Ακτή Τζελέπη. Μεσημέρι μπήκε στο πλοίο για το νησί, τα Αντικύθηρα, που της το ’χε τάξει, όταν, μικρά παιδιά οι δυο τους, πως φεύγουν, μα θα γυρίσουν τρανοί, ν’ ανοίξουν το σπιτικό τους κοντά στην Καμαρέλα, που ‘χει την πόρτα ανοιχτή προς το βαθύ το πέλαγος κι ακούς τα όργανα από το πανηγύρι τ’ Αϊ-Μύρωνα. Δεκάξι αυτή, στα δεκαοκτώ αυτός, μπήκαν κρυφά απ’ τους δικούς τους και λαθραίοι στο πλοίο. Κρύφτηκαν σε μια βάρκα, κάτω από τον μουσαμά της, μα τους βρήκαν κι ήταν κι ο χωροφύλακας μαζί με τους ναύτες κι ας είπε ο γραμματικός ‘ντάξει, ας τους αφήσουμε, παιδιά είναι, ο χωροφύλακας επέμενε, του ‘χε γυαλίσει η Μαρία κι άπλωσε χέρι πάνω της κι ο Μανιός θόλωσε, τράβηξε το μαχαίρι, που πάντα κουβαλούσε στην τσέπη, και του το ‘μπηξε στην καρδιά και πήγε καλιά του το άμοιρο το καρακώλι. Ο παπα-Λάμπρος, που νεαρός διάκος τότε ταξίδευε για τον Πειραιά, τα είδε όλα. Στη δίκη η μαρτυρία του αλάφρυνε κάπως το βαρύ κλίμα κατά του Μανιού και τον δικάσαν δώδεκα χρόνια, με το ελαφρυντικό του «εν βρασμώ ψυχής». Στη φυλακή, σχολείο μέγα για άγουρους με αψύ χαρακτήρα, έγινε μπράβος του αρχινονού και μετά προβιβάστηκε σε «σκύλο»-φονιά με πληρωμή. Τον νοικιάζαν οι φατρίες μες στη φυλακή κι οι νονοί για να ξεκάνει άλλους νονούς.
Το κακό κι ο φόνος τού πάγωσαν την καρδιά. «Μα, καθάρματα κι εμπόρους πρέζας σκοτώνω», είπε της Μαρίας που τον απόφευγε πια κι ερχόταν αραιά και πού στο επισκεπτήριο. Δούλευε παραδουλεύτρα στην εκκλησία, στο σπίτι ενός επίτροπου. «Ό,τι κι αν είναι, άνθρωποι είναι, ο φόνος είναι αμαρτία», του είπε. Μπήκε ο θάνατος ανάμεσά τους, ‘γίναν «ξένοι». Η Μαρία βρήκε αποκούμπι στον παπα-Λάμπρο που τη λάτρεψε και παντρευτήκαν. Ο Μανιός βγήκε με τα δύο τρίτα από τη φυλακή και συνέχισε τη δουλειά του «σκύλου», κέρδισε λεφτά, μα έχασε όλα τα άλλα.
«Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ ξανά, τώρα που στεφανωθήκαμε», της είπε ο Μανιός. Κουβάλαγε το άψυχο κουφάρι της στην πλάτη του. Είχε αφήσει το τρίκυκλο ψηλά και κατέβαινε, φορτωμένος τη νεκρή Μαρία, το μονοπάτι για την Καμαρέλα. 'Φτάσαν. Μπήκε στο νερό, περπάτησε πάνω στα βουλιαγμένα απ’ το ρήγμα βράχια κι οι σμέρνες κρυφοκοιτούσαν, έτοιμες να δαγκώσουν μέσα από τις πέτρινες μονιές τους. Προχώρησε με το στεφάνι στα άσπρα του μαλλιά και τη Μαρία νύφη στην πλάτη του και το νερό τους σκέπασε, μα αυτός συνέχιζε μέχρι που τους κατάπιε η καταβόθρα, εκεί που είν' το ρήγμα το πιο βαθύ της Μεσογείου κι είν’ το νερό μαύρο, κατράμι, αδιαπέραστο. Ήταν ξημέρωμα δεκαεπτά Αυγούστου, τ’ Αϊ-Μύρωνα, στα καζάνια βράζαν τα γίδια και το φαΐ για το πανηγύρι. Θα ‘ρχονταν λυράρηδες από την Κρήτη με τα σβέλτα καΐκια που η κόκκινη κοιλιά τους σκίζει το μαύρο πέλαγος.
σχόλια