Και αν μ' αφήσεις για κάποια άλλη; Πώς θα θυμάμαι το πρόσωπό σου; Πώς θα θυμάμαι τις μέρες που ήσουν δικός μου; Πώς θα περιμένω να γυρίσεις σε μένα; Πώς θα σ' αγαπάω ακόμα και όταν θα έχεις φύγει;
''Έλα να σε βγάλω μια φωτογραφία'', του φώναξε.
Εκείνος έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο του. Του άρεσε να την πειράζει. Να νομίζει ότι αδιαφορεί γι' αυτήν. Για να τον διεκδικεί ξανά και ξανά. Του άρεσε να την βλέπει να θυμώνει όταν δε της απαντούσε. Και μετά να τη φιλάει απαλά στον ώμο για να της περάσουν τα νεύρα. Μερικές φορές αυτό δεν ήταν αρκετό και έπρεπε να περάσει ώρες ολόκληρες να της ζητάει συγγνώμη. Και εκείνη το εκμεταλλευόταν, και τον έβαζε να της λέει πόσο ηλίθιος ήταν. Και εκείνος της έκανε το χατίρι. Και της έλεγε πόσο ηλίθιος είναι. Γιατί δεν άντεχε να την πληγώσει ξανά...
Τον πλησίασε, κάθισε δίπλα του στον καναπέ. Ήπιε λίγο απ' τον καφέ του.
''Έλα να σε βγάλω μια φωτογραφία'', του ξαναφώναξε, και του πέταξε ένα μαξιλάρι στο κεφάλι...
''Εγώ φταίω που σου αγόρασα αυτό το μαραφέτι!''
''Έλα σταμάτα να γκρινιάζεις και πόζαρε...!''
''Θες να ποζάρω; Ορίστε!''
''Χάλια βγήκες.''
''Το ξέρω.''
''Δεν πειράζει! Χθες βγήκες πιο άσχημος'', και τον φίλησε στα χείλη.
''Δε σου αγόρασα φωτογραφική για να βγάζεις τη μούρη μου'', της είπε, και την πήρε αγκαλιά.
''...αλλά γιατί μ' αγαπάς'', του είπε παιχνιδιάρικα.
''Ναι, και γι' αυτό'', της χαμογέλασε.
''Το 'ξερα! Πες τσιιιιζ!''
Κι άλλη φωτογραφία. Το φλας τον τύφλωνε! Ήθελε τόσο πολύ να της την σπάσει επί τόπου! Αλλά μετά ήξερε πως θα έπρεπε να της αγοράσει άλλη για να τον συγχωρέσει... και ήθελε τόσο πολύ να τον συγωρέσει...
''Θα μου πεις τουλάχιστον γιατί παριστάνω συνεχώς το μοντέλο σου;''
''Όχι.''
''Έλα πες μου!''
''Θα με κοροιδέψεις! Και θα γελάσεις μαζί μου όπως πάντα!''
''Πες μου και σου υπόσχομαι πως δε θα γελάσω.''
''Δε θες να μάθεις.''
''Μα γιατί γαμώτο μου σπας τα νεύρα; Τόσο σοβαρός είναι ο λόγος'', της φώναξε.
''Ναι!'', του φώναξε.
''Γιατί;''
''Θες να σου πω το γιατί; Γιατί φοβάμαι! Γιατί σ' αγαπάω! Και όσο σ' αγαπάω ο χρόνος λιγοστεύει, και δε μου φτάνει! Και εγώ μεγαλώνω. Και εσύ μεγαλώνεις. Και γίνεσαι όλο και πιο όμορφος. Και ίσως ξεχάσω! Και ίσως ξεχάσεις! Ξέρεις οι άνθρωποι το παθαίνουν αυτό μερικές φορές, γερνάνε και οι ρυτίδες πνίγουν το μυαλό τους. το ξεζουμίζουν! Φοβάμαι να ξεχάσω! Δε θέλω να ξεχάσω... Δε θέλω να ξεχάσω ούτε στιγμή μαζί σου! Δε θέλω να ξεχάσω τα μάτια σου! Εξάλλου μπορεί να σε χάσω. Φοβάμαι να σε χάσω! Και αν σε χάσω; Και αν δε μ' αγαπάς όταν γίνω μια ρυτιδιασμένη μπάμπω; Και αν μ' αφήσεις για κάποια άλλη; Πώς θα θυμάμαι το πρόσωπό σου; Πώς θα θυμάμαι τις μέρες που ήσουν δικός μου; Πώς θα περιμένω να γυρίσεις σε μένα; Πώς θα σ' αγαπάω ακόμα και όταν θα έχεις φύγει;''
Φωτογραφία!
''Σταμάτα! Δε θα φύγω!''
''Και αν φύγεις;'
Φωτογραφία!
''Και αν φύγω θα γυρίσω!''
''Και αν δε μ' αγαπάς πια;''
Κι άλλη φωτογραφία!
''Θα σ' αγαπήσω απ' την αρχή!''
''Και αν εγώ δε σ' αγαπώ πια;''
Το φλας δεν άναψε... Σιωπή... Μια σιωπή αιχμηρή που τους τραυμάτιζε, τους τρυπούσε και τους δύο κατάστηθα και τους σκότωνε! Μαζί τους σκότωνε! Γιατί είχαν γίνει ένα. Μετουσιωμένοι σε μια ψυχή που ζει σε δυο σώματα ταυτόχρονα...
Νύχτωσε. Δεν υπήρχαν φώτα. Στο δωμάτιο κανείς. Μόνο οι δυο τους αγκαλιασμένοι στο άπειρο σκοτάδι. Λίγο πιο πέρα οι φόβοι τους, ολοζώντανοι να τριγυρίζουν ανάμεσα σε χιλιάδες σκισμένες φωτογραφίες. Ενός άντρα που χαμογελούσε, που κορόιδευε τον φακό, που κατσούφιαζε, που ούρλιαζε, που πονούσε.
Mια τελευταία που έκλαιγε... Χιλιάδες ήταν οι σκισμένες φωτογραφίες, τόσες ήταν και οι μέρες τους μαζί. Και οι φόβοι τις κοιτούσαν μία μία. Περπατούσαν αργά στο σανίδι που έτριζε για να μην τους ξυπνήσουν, κουβαλώντας μαζί τους την πιο άσχημη μυρωδιά και τη γεύση των δακρύων.
Τελικά, κάποτε κοιμήθηκαν κι αυτοί. Τους πήρε ο ύπνος καθώς κατάστρωναν τα σχέδιά τους, πάνω σε έναν παρατημένο τρίποδα και στα μικροσκοπικά κομμάτια μιας σπασμένης κάμερας...