Η φωτογραφία αυτή είναι του 1996, τραβηγμένη σε λαϊβάδικο μπαρ της πόλης Lodz της Πολωνίας, όπου είχα συμμετάσχει σε ένα φεστιβάλ σπουδαστικών μικρού μήκους ταινιών.
Δεν θυμάμαι αν εκείνο το φεστιβάλ, η Πολωνία ολόκληρη ή η νιότη μου ήταν βουτηγμένη στη rock μουσική.
Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν τα πρόσωπα των εκεί καινούργιων φίλων: Της χορεύτριας Ανιέσκα, μισή Πολωνέζα – μισή Σουηδέζα, του μοντέρ Μάιρον, που καμάρωνε επειδή πήρε το όνομα του από τον αρχαίο Έλληνα δισκοβόλο, του σκηνοθέτη Γκρεγκ Ζγκλίνσκι, ο οποίος χρόνια μετά θα έφτανε ως το φεστιβάλ των Κανών, καθώς και του επίσης σκηνοθέτη Φράνκο Ντε Πένια από τη Βενεζουέλα – αυτουνού πάλι θα τού'γραφε μουσική στο μέλλον ο Νίκος Κυπουργός.
Όλοι αυτοί μας έσυραν ένα φθινοπωρινό κρύο βράδυ, εμένα και τη συμφοιτήτρια μου, Ελένη, σε ένα σκοτεινό μπαρ, όπου μαζεύονταν οι εναπομείναντες Πολωνοί χίπηδες και τζαμάριζαν με blues.
Ήταν η περίοδος που σνόμπαρα τρομερά οποιαδήποτε ελληνική μουσική, που ηδονιζόμουν με τον Tom Waits και έκλεινα προκλητικά τ' αυτιά ενοχλημένος από τα φριχτά μπουζούκια, πού'λεγε κι η Τασσώ Καββαδία στη ''Στέλλα'' του Κακογιάννη.
Στο εν λόγω μπαρ δεν υπήρχαν καρέκλες, αλλά κάτι μαξιλάρια που την άραζες πάνω τους και που σε όποιον έμπαινε μέσα ανυποψίαστος θύμιζε μάλλον σανατόριο με ταβλιασμένους ένα σωρό μαστουρωμένους τύπους. Διότι, πολύ απλά εκεί δε σέρβιραν αλκοόλ, αλλά ζεστό τσάι, μόνο που σε κάθε πιατάκι του φλυτζανιού υπήρχε αφημένο κι ένα έτοιμο στριφτό joint προς κατανάλωση από τους πελάτες. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για ένα coffee – shop με τα όλα του, όχι κάπου στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, αλλά σε μία πόλη της Πολωνίας, παραδομένη πρόσφατα σχετικά στην ευδαιμονία της Δύσης.
Οι μουσικοί της μπάντας στο μικρό stage ήταν όψιμα παιδιά των λουλουδιών και έπαιζαν ξυπόλυτοι τις ηλεκτρικές κιθάρες τους. Αυτοσχεδίαζαν, όχι κάτι συγκεκριμένο, αλλά κατάλληλο για τους θαμώνες – αυτό ήταν το μόνο σίγουρο!
Σε κάποια στιγμή αναγνωρίζουμε έναν πασίγνωστο ελληνικό σκοπό. Ήταν ''Τα παιδιά του Πειραιά'' του Χατζιδάκι! Λέω πλάκα μας κάνουν οι μαλλιάδες;, κάτι που αν μου συνέβαινε σήμερα ενδεχομένως και να με συγκινούσε βαθύτατα. Τότε όμως, είπαμε, ουδεμία σχέση με ελληνική μουσική!
Καθώς οι τύποι το τραβούσαν το κομμάτι και ο ήχος του μπάσου με χτυπούσε στο στομάχι, μπαίνει ένα κιθαριστικό riff και μας αναστατώνει!
Μπάσο και κιθάρα έμοιασαν εκείνη την ώρα να συμπλέουν στη μεγαλύτερη rock...ναυμαχία όλων των εποχών. Μετά άρχισαν τα λόγια:
It's gettin' near dawn,
When lights close their tired eyes.
I'll soon be with you my love,
To give you my dawn surprise.
I'll be with you darling soon,
I'll be with you when the stars start falling.
Σηκωνόμαστε όλοι να χορέψουμε, εντάξει, ήμασταν και ''κάπως''. Οι μουσικοί κατάλαβαν το χαϊλίκι μας και έπαιζαν ξανά και ξανά το ίδιο ρεφραίν:
I've been waiting so long
To be where I'm going
In the sunshine of your love.
Τι κομματάρα ήταν αυτή! Τι ρυθμός, τι έμπνευση, σκέτη έκρηξη ηφαιστείου! ''Δεν το ξέρεις το κομμάτι των Cream;'' με ρωτάνε οι φίλοι μου, αλλά εγώ τότε το μοναδικό τραγούδι που ήξερα από Cream ήταν το ''Strange brew'', πιο χίπικο και άρα πιο ταιριαστό με τις επιλογές που έγραφα σε κασέτες και περιείχαν Beatles, Kinks, Rolling Stones και Who.
Ύστερα από 20 λεπτά αδιάκοπου χορού με το ''Sunshine of your love'', η μπάντα ξανάπαιξε ''Τα παιδιά του Πειραιά'', μα δε με ένοιαζε πια καθόλου. Τι Cream, τι Χατζιδάκις να είπα πιθανώς μέσα μου, ενστερνιζόμενος την άποψη ενός λούμπεν φίλου στην Αθήνα, που όποτε την ''άκουγε'' με παλιόκρασο και του τη λέγαμε, απαντούσε ''Πιες το να γεμίζει η γκλάβα και δε βαριέσαι...''
Το ''Sunshine of your love'' το ξανάκουσα τα επόμενα χρόνια στο ''Disraeli Gears'' των Cream του 1967, που έγινε αγαπημένος δίσκος. Το βρήκα ακόμη σε live ηχογράφηση με τον Jimi Hendrix και το ανακάλυψα κανονικά, ''καμουφλαρισμένο'' το βασικό riff του σε άλμπουμ των Mahavishnu Orchestra του John Mc Laughlin. Μέχρι σήμερα, νομίζω, το παίζει και ο Δημήτρης Πουλικάκος στα live του.
Το άκουσα ξανά και ξανά τα τελευταία 24ωρα όταν πληροφορήθηκα το χαμό του μπασίστα Jack Bruce, ενός από τους συνδημιουργούς του. Οι άλλοι δύο ήταν ο κιθαρίστας Eric Clapton και ο ποιητής Pete Brown στους στίχους.
Το πόσο σημαντικός ήταν ο Jack Bruce το γνωρίζουν καλά ο διεθνής rock Τύπος και οι πιο ψαγμένοι θιασώτες του μουσικού αυτού είδους.
Στη μνήμη του, λοιπόν, αυτή η ασήμαντη ιστοριούλα από τα φοιτητο-καλλιτεχνικά και πιο δικά μου χρόνια. Έτσι, επειδή με συγκίνησε το φευγιό του, επειδή πέρσι τέτοιες μέρες αποχαιρετούσαμε τον μέγιστο Lou Reed και βασικά επειδή με έκανε να ξανανοίξω το άλμπουμ με τυπωμένες παλιές φωτογραφίες. Αλήθεια, τι να γίνονται σήμερα οι Πολωνοί φίλοι που με κοιτάζουν απ' αυτή τη θαμπή φωτογραφία του 1996, σχεδόν 20 χρόνια πίσω;
σχόλια