Αρχές του 2007 μαθαίνω τα δυσάρεστα για την μητέρα μου, τα προβλήματα είχαν πυκνώσει μέχρι το Σεπτέμβρη που μου είπαν ότι πηγαίνετε σπίτι και ‘όσο πάει’. Εκεί δεν θα ξεχάσω την μητέρα μου να μου λέει χαμογελώντας «καλά πήγε». Είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος.
Πήγαμε σπίτι, εγώ δουλεύω σε ένα ίντερνετ καφέ και ένα βράδυ με παίρνουν τηλέφωνο γύρω στις 11μιση από την πυροσβεστική και μου λένε «ελάτε σπίτι, υπάρχει ένα πρόβλημα». Δεν μπορούσα να σκεφτώ τι είχε γίνει και την ώρα που πλησιάζω, το σπίτι μας ρετιρέ, βλέπω μια πορτοκαλί αχνάδα, λαμπάκια, πυροσβεστικές και λέω αποκλείεται, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Προσπαθούσα να διακρίνω τι έχει γίνει όταν ήρθε ένας κύριος από την πυροσβεστική και μου είπε ότι «το σπίτι καίγεται, μην ανέβεις, η μητέρα σου έχει μεταφερθεί στο νοσοκομείο».
Όταν ανέβηκα αντίκρισα μια ολική καταστροφή. Πόρτες, παράθυρα είχαν καεί όλα, το ταβάνι είχε πέσει, ευτυχώς όμως δεν είχε επεκταθεί σε άλλα διαμερίσματα. Μέσα σε δευτερόλεπτά οι πρώτες σκέψεις που μου ήρθαν στο μυαλό ήταν πού θα φέρω την μητέρα μου να μείνει, αφού είναι άρρωστη. Στην συνέχεια πηγαίνω στο νοσοκομείο «Παμμακάριστος», φτάνω στην είσοδο, λέω ότι έχουν φέρει μια ηλικιωμένη κυρία από φωτιά και με μια φυσικότητα ένας νοσοκόμος μου λέει «κύριε, πρέπει να έρθετε να κάνετε μια ταυτοποίηση στο πτώμα της κυρίας». Όλα έγιναν μηχανικά. Την εικόνα που αντίκρισα ίσα-ίσα που την αναγνώριζα. Μέσα μου, μια τεράστια οργή. Θεώρησα τον εαυτό μου υπαίτιο για ότι είχε συμβεί, ότι αν ήμουν εκεί , δεν θα είχε γίνει τίποτα. Όταν βγήκα από το νοσοκομείο -θυμάμαι ότι φυσούσε- συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πουθενά να πάω και δεν είχα απολύτως τίποτα για να στηριχτώ. Κι έπρεπε να κανονίσω για όλα. Σε δύο-τρεις μέρες έπρεπε να πάρω το πτώμα, λεφτά δεν είχα και το σπίτι ήταν καμένο.
σχόλια