{σ'αγαπούσα γιατί τ' αυτιά σου έμοιαζαν του Κάφκα}
Ήταν μισός Γήινος και μισός Βουλκάνιος – μέσα Φθινοπώρου, σαν εκείνο το χαϊκού που κάποιος αφήνει το ναό πίσω του με μεγάλη θλίψη. Στου Λώρα, εμείς, οι μόνοι σ' όλο το μαγαζί, ίσως οι μόνοι σ' όλο το Γαλαξία που πίναμε ρόσσο αντίκο σε ψηλό ποτήρι. Ο κύριος Νίκος, χρόνια πεθαμένος, σκούπιζε συνεχώς τα γεμάτα δάκρυα μανίκια του. Στο κεφάλι μου κάτι δεκαοχτούρες από την περασμένη άνοιξη έπαιζαν τη σονατίνα για φλάουτο και πιάνο του Μπουλέζ. Τον πλησίασα – χαίρετε, τι κάνετε, με λένε Τερέζα, κατάγομαι από τη μικρή πόλη Αβίλα και ταλαιπωρούμαι ανεξήγητα από δριμύ ψύχος. Χαμογέλασε με συγκατάβαση – εγώ ανεβάζω πυρετό, καμιά φορά στο κεφάλι μου καίγονται μη-γραμμικά βιολογικά συστήματα και επιταχυντές σωματιδίων, είπε χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια. Έχεις πολύ όμορφα αυτιά, μοιάζουν με του Κάφκα, του αντιγύρισα και τα ποτήρια μας άρχισαν να δονούνται ρυθμικά .Ήξερα (ήδη) ότι θα με καλούσε για μια μεγάλη βόλτα με το σκάφος του. Ήξερε (ήδη) ότι θα δεχόμουνα με ευχαρίστηση. Ποιά είναι η μαγική λέξη; ρώτησα. Την είπες λίγο πριν, μου χαμογέλασε: Κάφκα, πουλί Κάφκα – αυτή είναι η λέξη και μόλις κλείσεις τα βλέφαρά σου η πόρτα θ' ανοίξει και θα αιωρείσαι στο άπειρο.
Ο μισός γήινος και μισός Βουλκάνιος μ' έβαλε να καθίσω στη θέση του συγκυβερνήτη Κερκ. Ήμασταν πάλι μόνοι – έδιωξες και τον Κομμάντερ Τόμαλακ, τον πρέσβη των Ρωμυλιανών, παρατήρησα μελαγχολικά. Ήξερες τον Ανδρέα Κατσούλα; Το ήξερα πως ήξερες τον Ανδρέα Κατσούλα..., ψιθύρισε φανερά συγκινημένος. Από τον δεξί του ώμο ξεπήδησε το κούρδισμα για έξι τραγουδιστές του Στοκχάουζεν και ένας λυγμός από λυρέττα. Δε με λένε Τερέζα, με λένε Ιουλία – είμαι ποιήτρια ,κάποτε ήμουν διάσημη και ζούσα σ' έναν τεράστιο διαστημικό σταθμό. Θεωρούσα αξιολύπητο όποιον δεν μπορεί να γράψει και τιμωρήθηκα με το μαρτύριο της προσκόλλησης. Περιμένω να με σώσεις και δεν θα σ' αφήσω ποτέ, είπα και τον αγκάλιασα. Ήμουνα ...και πάντα θα είμαι ....φίλος σου, ψέλλισε κι ένα φράκταλ δακρύων πλημμύρισε μπροστά στα πόδια μας. Ξέραμε κι οι δύο ότι ήταν ώρα.
Πονάω για σας, ξεκίνησε. Τον τελευταίο καιρό βλέπω άσχημα όνειρα – είμαι λέει μωρό, η μαμά Αμάντα με νανουρίζει στην αγκαλιά της. Τραγουδάει ένα θλιμμένο τραγούδι για τον πλανήτη της. Δεν καταλαβαίνω τα λόγια, αλλά στον απέναντι τοίχο μαύρα ολογράμματα με απειλούν, ενώ στα μυτερά αυτιά μου βουίζουν πόλεις που καίγονται. Φοβάμαι κι από τα μάτια μου τρέχει πράσινο πηκτό αίμα. Ο μπαμπάς Σάρεκ μάς έχει εγκαταλείψει, ξέρω πως σε λίγο ένα σκοτεινό δάσος θα μπει στην κούνια μου, η μαμά θα πεθάνει και τα μαύρα ολογράμματα θα με πνίξουν ενώ θα κοιμάμαι. Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ για σας. Ξέρεις, είμαι μισός γήινος – ένα βαθειά κρυμμένο κομμάτι μου ανήκει στο χάος και στο γέλιο και στο κλάμα – έχω πράσινο αίμα, αλλά ματώνω, ματώνω κανονικά.
Το βλέμμα του είχε το βαθύ χρώμα του έλους, το ίδιο βαθύ και σκοτεινό χρώμα που έπαιρνε όταν κοιτούσε τη νοσοκόμα Κριστίν Τσάπελ ή όταν έπαιζε νυχτερινά τραγούδια στη Βουλκάνια άρπα.
Σηκώθηκα αθόρυβα από τη θέση μου. Το Εντερπράιζ πλησίαζε στο τέλος ενός άγνωστου προορισμού. Άνοιξα απαλά τα χέρια του. Τα σημάδια απ' τα καρφιά έλαμπαν στις θλιμμένες παλάμες του σαν τα ευγενή αέρια κρυπτό, ξένο και νέον.
--------------
*δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο radiobookspotting.blogspot
σχόλια