Το διήγημα που έγραψε ο Αντώνης Τσιρικούδης, διακρίθηκε πέρσι στον διαγωνισμό του Λόγω Τέχνης για τον Καβάφη.
Ήταν ανάμεσα σε αυτά που δημοσίευσαν οι εκδόσεις Μεταίχμιο στη σχετική συλλογή.
Σήμερα στο LIFO.gr, ο Αντώνης Τσιρικούδης παρουσιάζει μια νεότερη εκδοχή, με αφορμή το αφιέρωμά μας στο bullying.
«Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών»
Είχε περάσει όλο το προηγούμενο απόγευμα προσπαθώντας να γράψει την τελευταία από τις πέντε εργασίες που ανέλαβε για το μάθημα της λογοτεχνίας. Ήταν δεκατρείς στην τάξη και κάποιος έπρεπε είτε να μπει ως τρίτος σε μια ομάδα ή να αναλάβει το θέμα μόνος του. Προτίμησε τη δεύτερη λύση. Η αλήθεια είναι ότι περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή μήπως και του προτείνουν να συμμετέχει σε κάποια από τις ήδη σχηματισμένες ομάδες. Κανείς δεν το έκανε. Αντίθετα, όταν έφτασε η ώρα της επιλογής του ποιητή, δεν περίμενε.
Σήκωσε πρώτος το χέρι και ζήτησε να παρουσιάσει τον Καβάφη. Δίστασε λίγο, αλλά δεν έκανε πίσω. Ο δήμιος του, ο Γιάννης, ήταν σε άλλη τάξη. Θα το μάθαινε, σίγουρα, και δεν θα τον άφηνε σε ησυχία στα διαλείμματα που τόλμαγε να εγκαταλείψει την ασφάλεια της σχολικής τάξης. Θα το έκανε ούτως ή άλλως. Ακούστηκε ένας
ψίθυρος την ώρα που εξέφρασε στη φιλόλογο το αίτημα του κι αυτό ήταν όλο. Κανείς δεν τόλμησε να τον κοροϊδέψει.
Οι εργασίες του είχαν φανεί εύκολες, όλες εκτός από την τελευταία. Όταν την είχε ρωτήσει για ποιο λόγο έπρεπε να
περιλαμβάνει το κείμενό τους τις επτά συγκεκριμένες λέξεις από την «Ιθάκη», απάντησε απευθυνόμενη σε όλη την τάξη: «Μα για να μάθετε να εκφράζεστε με σαφήνεια. Πως θα γράψετε περίληψη στις εξετάσεις;» Το επιχείρημα της δεν το κατάλαβε, μα δεν είπε τίποτα.
Ήλπιζε ότι με τον καινούριο τρόπο διδασκαλίας θα είχε τη δυνατότητα να εκφραστεί χωρίς περιορισμούς.
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το κείμενο που είχε καταφέρει μετά κόπων και βασάνων να αποτυπώσει στο χαρτί. Το είχε μάθει σχεδόν απ' έξω:
«Ήταν απόγευμα καλοκαιριού, από εκείνα τα απογεύματα που
μελαγχολείς. Ένας γέρος ναυτικός καθόταν στο μπαλκόνι του
σπιτιού του, στο δρόμο πάνω από το λιμάνι, έπαιζε με το κομπολόι
του, φτιαγμένο από κόκκινο κεχριμπάρι, και αναπολούσε τις ηδονές
της περασμένης του νιότης, στα ταξίδια που έκανε σε χώρες
εξωτικές».
Δεν ήταν ευχαριστημένος. Η καθηγήτρια είχε βάλει το όριο των σαράντα πέντε λέξεων κι έγραψε σαράντα οκτώ. Θα μπορούσε να πέσει στις σαράντα δύο, αν αφαιρούσε τη δεύτερη πρόταση. Δεν θα μπορούσε, τότε, να εξηγήσει τη διάθεση του γέρου ναυτικού για αναπόληση. Κι η δεύτερη περίοδος ήταν τεράστια. Έπρεπε να κάνει κάτι. Η παρουσίαση ήταν την επομένη. Το είχε ανάγκη να είναι καλός.
Ήταν μια από τις ελάχιστες ευκαιρίες να ακούσει κάποιον να τον συγχαίρει, να του λέει με τον τρόπο του ότι άξιζε...
Στο επόμενο διάλειμμα θα πήγαινε στη βιβλιοθήκη. Θα δανειζόταν τα άπαντα του ποιητή και, δεν μπορεί, κάτι θα έβγαινε. Υπήρχε και ένας άλλος λόγος που τον έσπρωχνε εκεί. Ήθελε να δει με τα μάτια του τα ποιήματα του Αλεξανδρινού που δεν τους είχαν διδάξει στο σχολείο, αυτά που όλα τα σχολικά εγχειρίδια μνημονεύουν και κανείς δεν τους τα διάβασε ποτέ, αυτά που έκαναν τους συμμαθητές του να σχολιάσουν, όταν ζήτησε να παρουσιάσει τον ποιητή.
Την βρήκε σκυμμένη πάνω από ένα βιβλίο.
«Καλημέρα, κυρία Ζαχαράκη» της είπε.
«Καλημέρα, Κωνσταντίνε» απάντησε ανόρεχτα, την είχε διακόψει.
«Θέλω να δανειστώ τα ποιήματα του Καβάφη» είπε διστακτικά. Το όνομα του ποιητή ίσα που ακούστηκε. «Για την εργασία» πρόσθεσε αμέσως, λες και φοβόταν ότι θα έπεφτε στην εκτίμηση της.
«Εκεί είναι, στο ράφι με την ποίηση» του είπε και ξαναγύρισε στο βιβλίο της.
Τους δύο τόμους τους εντόπισε εύκολα. Τους πήρε στα χέρια του και βλέποντας ότι δεν του έδινε καμία σημασία, άνοιξε έναν στην τύχη. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που δεν πρόσεξε τον Γιάννη πίσω του. Τίτλος του ποιήματος: «Δυο νέοι, 23 έως 24 ετών».
Τα χέρια του έτρεμαν. Το πρώτο μέρος το πέρασε στα γρήγορα, κρατώντας μόνο το: «παραστρατημένης ζωής» κι εκεί που διάβαζε την τέταρτη στροφή, πριν φτάσει στον 21ο στίχο που θα τον αντάμειβε για το ρίσκο και θα τον έκανε να μην μετανιώσει, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες, άκουσε την εφιαλτική φωνή: «Γυναικούλα!»
O Γιάννης εξαφανίστηκε, πριν προλάβει να αντιδράσει, χαιρέτησε τη φιλόλογο κι εγκατέλειψε τη βιβλιοθήκη, για να πάει να βρει τους φίλους του, να τους το πει.
Το μόνο που ευχόταν ήταν να μην είχε ακούσει τίποτα εκείνη.
«Τα βρήκα τα βιβλία, κυρία Ζαχαράκη» θα της έλεγε δυο λεπτά αργότερα, προσπαθώντας να μην δείξει πόσο τον είχε καταβάλει η επίθεση. «Μπορώ να τα δανειστώ;»
Τον κοίταξε χωρίς να πει τίποτα. Είχε το βλέμμα της μάνας του, όταν του φώναζε ο πατέρας του πως ήταν άχρηστος, τα αγόρια της ηλικίας του παίζουν ποδόσφαιρό κι έχουν κοπέλα, δεν κλείνονται στο δωμάτιο τους όλη τη μέρα με ένα βιβλίο στο χέρι. Τι θα γινόταν, αδερφή; Εκείνη, ανήμπορη να αντισταθεί, περιοριζόταν να τον κοιτά, λέγοντας του βουβά να κάνει υπομονή. Ένα βλέμμα που απεχθανόταν και που τώρα το έβλεπε στα μάτια της καθηγήτριας...
σχόλια