Το απέφευγες χρόνια να περάσεις έξω από την παλιά σου δουλειά. Αυτή που από την αγριάδα και το "ξεσπόριασμα" των 20 σε έβγαλε στην "κουπαστή" των 30. Δεν ήθελες να δεις, από την πόρτα του μπαλκονιού, κάποιον άλλον στο δικό σου το γραφείο. Τελείως αδιάφορο που έφυγες βελούδινα, που ήταν δική σου επιλογή.
Χρόνια άλλαζες πεζοδρόμιο, στενά, δεν ήθελες "καλημέρες" και περίεργα βλέμματα που θα "μαγάριζαν" την ανάμνηση. Από εδώ έπαιρνες καφέ, από εκεί γραφική ύλη, παρέκει κάποτε έμπηξες τα κλάματα για κάτι που τώρα πια μικρή σημασία έχει, αλήθεια γιατί έκλαψες θυμάσαι; Θυμάσαι.
Και ξαφνικά, ένα πρωί σε βγάζει ο δρόμος. Τα πόδια σου σε πάνε. Σε πιάνουν οι νοσταλγίες, εκείνες οι άρρωστες, κάτι που δεν είναι λύπη, αλλά σίγουρα δεν είναι και χαρά, κάτι από ένα παλιό εαυτό που κάποτε τον ήξερες καλά, σήμερα δεν θα 'χατε πολλά να πείτε.
Εκεί που ήταν η παλιά σου δουλειά, σήμερα ξεφτιλισμένες κουβέντες και πικρία και καταγγελίες και παράπονα και ντάνες χαρτούρας και απλήρωτων λογαριασμών να «τσακώνονται» με την πόρτα που έχει «πιτσικάρει» από «θέλω» και «πρέπει» που δεν ικανοποιήθηκαν ποτέ.
Και γύρω μαγαζιά κλειστά. Όχι ότι έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο. Όχι επειδή «μαράθηκε» η δική σου δουλειά, μπήκανε και λουκέτα γυρωτρόγυρα. Όχι. Απλώς, έτυχε. Κι εκεί που κάποτε ήταν κατάστημα με τσάντες και αξεσουάρ δεν είναι τίποτα. Τίποτα και στο νυχάδικο. Τίποτα και στα είδη υγιεινής διατροφής με τους φυσικούς χυμούς των 6 ευρώ το ποτηράκι. Τίποτα και στα ανδρικά που ένα ζευγάρι «ψαγμένες» τιράντες κόστιζε 500 ευρώ. Τίποτα με μπόλικο κίτρινο σελοτέιπ περιτυλίγματος, τίποτα με κούτες που ξεμείνανε πίσω, μικρές μπάλες τρίχας και ξηλωμένης πρίζας, σκόνες και «σκοτωμένα» ένσημα και χρωστούμενα που, «έλα, μωρέ, γράφ' τα στο χιόνι».
Εκεί που ήταν η παλιά σου δουλειά, κάποτε υπήρχαν γλάστρες στο παράθυρο, χαζομινιατούρες χαρισμένες «από χέρι» και ζωγραφιές και φωτογραφίες των δικών σου, η κούπα σου με το σπασμένο χερούλι, βιβλία, περιοδικά, σημειωματάρια, τα χιλιοτσαλαπατημένα γυαλιά σου, μια κουτσή καρέκλα που κανείς δεν αγαπούσε εκτός από 'σένα, συσκέψεις, νεύρα, χαμόγελα και γέλια νευρικά, η κουζίνα με την καφετιέρα που έπαιρνε μπρος όποτε γούσταρε, η βρώμα του ακάλυπτου με τις κολοβές αυγουστιάτικες απολυμάνσεις. Κάθε τετραγωνικό πέντε δωματιών και μια ιστορία που ποτέ δεν θα ειπωθεί, γιατί κανένας πια δεν έχει όρεξη ν' ακούσει, κάθε "κρακ" στο ξύλινο πάτωμα και κάτι απ' όσα δεν μπόρεσαν να σε κρατήσουν.
Μόνος σταθερός ο τσαγκάρης. «Τακούνι express» και κουλούρι Θεσσαλονίκης από τον παραδιπλανό φούρνο. Α, και μερικές γεροντοκόρες νεραντζιές που κάποτε ήθελε να «ξηλώσει» ο δήμαρχος για να φυτέψει φοίνικες.
Η παλιά σου δουλειά. Ο λόγος που ποτέ δεν «ξαναφόρτωσες» κανένα γραφείο με προσωπικά σου αντικείμενα. Για να αδειάζει εύκολα. Για να μπορείς να φύγεις γρήγορα, να εκκενώσεις το κτήριο όσο πιο γρήγορα γίνεται, αν διαπιστώσεις στέρφους τοίχους, μιζέρια και ανθρωποφαγία. Ακόμη και τώρα που τις δουλειές τις βρίσκεις με τη λούπα της γιαγιάς.
Ο γάτος του «από πάνω», αυτός που σιχαινόταν τους ένστολους και αγαπούσε τα καλσόν, αυτός που σφήνωνε σ' όποια τρύπα δεν τον χωρούσε, έχει γεράσει. Μισότυφλος και ανήμπορος, από το κιόσκι του θυρωρού παρατηρεί το μικρό βουναλάκι με τις διατακτικές και τα ανεξόφλητα, τη βροχή να συμμαχεί με τη λάσπη, τους αδιάφορους να ανεβοκατεβαίνουν σε όλους τους ορόφους, εκτός από εκείνον που κάποτε σε "φιλοξένησε" για καιρό πολύ. Ατυχές το ρήμα. Εσύ φιλοξένησες τον όροφο και δεν το 'ξερες. Τον «φώτισες» και δεν το φανταζόσουν. Του έκανες τεχνητές αναπνοές κι εκείνος ξέρναγε από παντού φρέον. Αλλά τότε λίγο σ' ένοιαζε. Είχες πνευμόνια περισσευάμενα.
Η παλιά σου δουλειά. Ένα μικρό πανεπιστήμιο "ανθρωπογεωγραφίας". Όλοι εκείνοι που (θα) όφειλες να αποφεύγεις στην κατοπινή σου ζωή και άλλοι τόσοι που έπρεπε να τους γνωρίσεις και τους έκανες φίλους, αυτό.
(Γιατί) η παλιά σου δουλειά, όπως την ήξερες είναι πια ένα τίποτα. Ούτε καν ανάμνηση. Ούτε αυτοί που την έφτιαξαν δεν θέλουν να τη θυμούνται. Ούτε αυτοί που τη δούλεψαν. Καλά θα κάνεις να την ξεχάσεις κι εσύ. Και την είχες ξεχάσει. Απλώς, κάποια πρωινά σε βγάζει ο δρόμος. Τα πόδια σου σε πάνε.
σχόλια