Πέρασα ολόκληρη την εφηβεία μου χωρίς να μου αρέσουν ούτε οι Smiths ούτε ο Morrissey. Δεν ήμουν εναντίον τους. Απλώς επέλεγα να μην τους πολυακούσω. Μου την έδινε όταν έπρεπε να απολογηθώ στους κουλ έφηβους για το ότι δεν άκουγα Smiths και για το ότι δεν με άγγιζαν οι στίχοι του Morrissey, κυρίως επειδή δεν τους είχα πολυπροσέξει ποτέ.
Ήταν τόσο κλισέ το να φοράς μαύρα στην εφηβεία και να ακούς πεσιμιστικά τραγούδια -και ειδικά Smiths- που θα αισθανόμουν γελοίος. Θα αισθανόμουν πως το έκανα επειδή έπρεπε.
Ήξερα όμως μέσα μου, ότι θα ερχόταν κάποια αναπόφευκτη στιγμή που θα παραδινόμουν. Είχα αγορασμένο και το best of των Smiths και το World of Morrissey κι όμως επέλεγα να μην τα ακούω, παρότι ήμουν σίγουρος ότι αν τα δοκίμαζα θα μου άρεσαν. Ήθελα να έρθει η σωστή στιγμή, και να μην αγαπήσω ένα συγκρότημα για λόγους μόδας ή συνήθειας.
Τέλειωσα το σχολείο, ενηλικιώθηκα, έζησα για ένα χρόνο στο Λονδίνο, στις εστίες του πανεπιστημίου (όπου όλοι οι κουλ άνθρωποι άκουγαν Smiths) μετά στο Βερολίνο, και μετά ξανά στο Λονδίνο, σε άλλες εστίες, έχοντας κατορθώσει να μην ακούσω ποτέ μόνος μου τα best που είχα πάρει μαζί μου απ' την Θεσσαλονίκη. Γνώριζα όμως ότι ο καιρός πλησίαζε...
«Οι γαμημένοι οι Smiths!», φώναξε μια μέρα του 1999 ένας Άγγλος που ζούσε στην εστία, στον ίδιο διάδρομο με μένα, καθώς ακούστηκε ένα τραγούδι τους απ' το πάρτι της κουζίνας, Ήταν ένας πολύ δημοφιλής τύπος αυτός ο Άγγλος, ονόματι Matt. «Οι μπάσταρδοι οι Smiths».
«Ναι, τι;» ρώτησα, προετοιμασμένος για το χειρότερο. Ο Matt δεν έμοιαζε καθόλου τύπος που θα άκουγε Smiths - ούτε περιθωριακός, ούτε καταθλιπτικός, ούτε υπερψαγμένος, ούτε καν ευαίσθητος ή μπακούρης.
«Οι γαμημένοι οι Smiths, φίλε... Δεν έχουν γράψει ούτε ένα κακό τραγούδι», είπε, καταπίνοντας το αλκοόλ του ποτηριού του, και ίσως και το ποτήρι του ολόκληρο. «Δεν έχουν κάνει, ούτε ένα κακό τραγούδι!»
Είχα ακούσει πολλά κομπλιμέντα για αγαπημένους καλλιτέχνες. Ότι τα τραγούδια τους ήταν γαμάτα, ότι οι δίσκοι ήταν αριστουργήματα, κι ένα σωρό άλλα. Όμως αυτό το κομπλιμέντο, καθώς το επεξεργαζόμουν στο μυαλό μου, ήταν ίσως το καλύτερο που θα μπορούσε να ειπωθεί - εξάλλου, είσαι τόσο καλός όσο το χειρότερο τραγούδι σου. Κι αν οι Smiths δεν είχαν κανένα -σύμφωνα ακόμα και με εκείνον τον δημοφιλή, ετεροφυλόφιλο lad- ίσως είχε έρθει η ώρα να τους ακούσω.
Άφησα το πάρτι (είχαν ήδη βάλει Fatboy Slim) και κλείστηκα στο δωμάτιο, με τους στίχους στα χέρια, για να ακούσω τους Smiths. Ήμουν 20 χρονών, και ποτέ από τότε δεν ξανάκουσα κάτι που να μου άρεσε τόσο πολύ.
Ήταν σα κρατιόσουν να μην τελειώσεις για δέκα χρόνια, κι όταν επιτέλους αφηνόσουν, να ένιωθες τον ισχυρότερο οργασμό του κόσμου.
Tα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Ευτυχώς δεν χρειάζεται να έχω κάποιο μότο, αλλά αν οπωσδήποτε έπρεπε, είμαι σίγουρος ότι θα ήταν αυτό:
«Aν τυχόν κάτι μας σώσει, αυτό θα είναι η μουσική.
(Των Smiths)»
σχόλια