ΑΠΟ ΤΟΥΣ M. HULOT ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΤΑΣΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΙΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ, ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΗΣ, ΜΑΡΙΝΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
Αν στα είκοσι δεν μάθεις, στα τριάντα δεν κάνεις, στα σαράντα δεν έχεις, τότε στα πενήντα ούτε θα μάθεις, ούτε θα κάνεις, ούτε θα έχεις» είχε πει ο Μάρκος Αυρήλιος. Μετά τις τελευταίες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα που έχουν ανακοινωθεί και έρχονται το επόμενο διάστημα, το ρητό που ίσχυε σχεδόν για δύο χιλιάδες χρόνια στις μέρες μας σχεδόν ακυρώνεται. Ειδικά το τελευταίο μέρος του, γιατί με τις παρούσες συνθήκες, όσο και να επενδύσεις στα είκοσι και στα τριάντα και όσα και να έχεις στα σαράντα (λέμε και κανένα αστείο), στα γεράματα είναι σίγουρο ότι δεν θα έχεις. Η γενιά των είκοσι και των τριάντα που έχει βγει ήδη στην αγορά εργασίας και αμείβεται χειρότερα από ποτέ και σε μεγάλο ποσοστό από «μαύρη» εργασία δεν έχει να περιμένει τίποτα. Ακόμα και αν πληρώνει τις μεγαλύτερες εισφορές στα ταμεία και αβάσταχτους φόρους, το μέλλον της σύνταξης φαίνεται σκοτεινό και αβέβαιο (εύκολα καταλαβαίνεις τι σημαίνει να μην εργάζεσαι). Είναι μια γενιά που δεν πρόλαβε να ζήσει τη φούσκα της ευημερίας, τους μεγάλους μισθούς και τα επιδόματα, αλλά καλείται να πληρώσει τις αμαρτίες των προηγούμενων σε ένα κράτος στα όρια της κατάρρευσης και σε μια κοινωνία που αναζητά προσανατολισμό κινούμενη σε θολές κατευθύνσεις. Δικαιώματα και κεκτημένα πολλών ετών ανήκουν πλέον στο παρελθόν και οι πιο δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας αναζητούν εξηγήσεις, βλέποντας μπροστά τους μόνο αβεβαιότητα και απελπισία. Λύση δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Μέσα σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο και με μεγάλες δυσκολίες να βρεθούν σαφείς πληροφορίες –επειδή κανείς αυτήν τη στιγμή δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα για το ασφαλιστικό– μιλήσαμε με ειδικούς και με περισσότερους από τριάντα νέους ανθρώπους που εργάζονται και έχουν προσωπικές εμπειρίες να μοιραστούν. Και αυτά είναι όσα μας είπαν.
ΤΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΝΑΣ 25ΑΡΗΣ;
Πριν αρχίσουν οι μαρτυρίες και τα σχόλια, ρωτήσαμε τον Σάββα Ρομπόλη, ομότιμο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου Ερευνών της ΓΣΕΕ, τι πιθανότητες έχει να πάρει σύνταξη ένας άνθρωπος που σήμερα είναι 25 χρονών: «Όλοι θα πάρουν σύνταξη, το θέμα είναι πόσο» μας απαντά και εξηγεί: «Σήμερα ο μέσος όρος μίας κύριας και επικουρικής σύνταξης είναι στα 950 ευρώ. Με τα σημερινά δεδομένα, αν ένας άνθρωπος που σήμερα είναι 25 χρονών δουλέψει αδιάλειπτα για 35 χρόνια, υπολογίζεται ότι θα πάρει αντίστοιχα, κύρια και επικουρική, 850 ευρώ». Αυτό όμως είναι το καλό σενάριο, διότι στο σημείο αυτό ο κ. Ρομπόλης διευκρινίζει ότι το κλειδί για να πάρει έστω και τη μειωμένη κατά 100 ευρώ μέση σύνταξη είναι η συνεχής δουλειά για 35 χρόνια. «Αν μέσα σε αυτά τα 35 χρόνια είναι, για παράδειγμα, 4-5 χρόνια είτε άνεργος, είτε ανασφάλιστος μερικώς ή ολικώς, είτε εργάζεται ως εποχικός, τότε ο μέσος όρος των 850 ευρώ αυτόματα πέφτει κατά 200 ευρώ, στα 650 ευρώ. Στην πράξη, δηλαδή, θα παίρνει τη λεγόμενη "βασική" σύνταξη των 350 ευρώ, συν 300 ευρώ από μια αναλογική. Με τις σημερινές συνθήκες, δηλαδή, της πολύ υψηλής ανεργίας, η διαρκής ασφαλιστική παρουσία των 35 ετών είναι πρακτικά ανέφικτη για τους περισσότερους» καταλήγει ο Σ. Ρομπόλης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, ενώ οι πληρωμές συντάξεων (κύριων, επικουρικών και προνομιακών παροχών) ανέρχονται πλέον στα 37 δισ. ευρώ ετησίως, από αυτά μόλις τα 11,5 δισ. ευρώ προέρχονται από ασφαλιστικές εισφορές! Ειδικά στην εποχή μας, η πολύ υψηλή ανεργία, σε συνάρτηση με την αδυναμία πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών, τόσο από τους εργοδότες όσο και από τους αυτοαπασχολούμενους, έχει οδηγήσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα την εισπραξιμότητα από πλευράς των ασφαλιστικών ταμείων. Η διαφορά των περίπου 25,5 δισ. ευρώ καλύπτεται από εισπράξεις υπέρ του Δημοσίου και από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή (και) με δανεικά...
ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΩΣ ΕΚΕΙ
Ο Πλάτων Τήνιος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Στατιστικής & Aσφαλιστικής Eπιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά (και για πολλά χρόνια σύμβουλος πρωθυπουργού), κάνει μια αναδρομή σε όσα μας έφτασαν σε αυτό το σημείο. «Τη μάντισσα Κασσάνδρα (1.0) την καταράστηκαν οι θεοί να έχει πάντα δίκιο – αλλά να μην την πιστεύει κανένας. Το σύγχρονο σίκουελ Κασσάνδρα 2.0 βελτιώνει το αρχικό σίριαλ, στην περίπτωση του ασφαλιστικού: όπως και πριν, η προφητεία γίνεται συνήθως από επιτροπή: "Αν δεν πάρετε μέτρα, το ασφαλιστικό θα φέρει καταστροφές". Η επισήμανση μετά αγνοείται: "Υπερβολές! Σιγά μην πάθουμε εμείς τίποτε! Θα πληρώσουν οι επόμενοι". Μετά επιβεβαιώνεται: ελλείμματα, επιβαρύνσεις, πανικός. Η ανωτερότητα της σημερινής εκδοχής βρίσκεται στην επανάληψη: παρά την επιβεβαίωση της προφητείας, κανείς δεν γίνεται σοφότερος. Αντίθετα, η ανανέωση της προφητείας από άλλη επιτροπή αγνοείται ξανά και μετά επιβεβαιώνεται εκ νέου – σαν να μην έχει γίνει τίποτε. Ο λογαριασμός μεταφέρεται αλυσιδωτά στους επόμενους. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο σεναριογράφος –τα κόμματα εξουσίας– δεν απολύεται και συνεχίζει το καταστροφικό του έργο. O συνολικός λογαριασμός μεγαλώνει σαν χιονοστιβάδα. Έτσι, αναλαμβάνει έργο η επόμενη επιτροπή. Ο κύκλος έκανε τους γύρους του, ώσπου η χρεοκοπία πράγματι ήρθε, το 2010, με μνημόνια, περικοπές συντάξεων και άλλες τυμπανοκρουσίες. Σε οποιαδήποτε τηλεοπτική σειρά, εκεί θα ήταν το σημείο της κάθαρσης: κάτι θα άλλαζε, κάποιοι θα ζούσαν καλύτερα, κάποιοι άλλοι θα γινόντουσαν σοφότεροι. Τίτλοι τέλους. Και όμως, ο Έλληνας σεναριογράφος συνεχίζει: νέα επιτροπή το 2015 προειδοποιεί για νέες καταστροφές. Θα γίνει το ίδιο με πριν; Για να είμαστε σε καλύτερη θέση και να εκτιμήσουμε το θέαμα που θα προσφερθεί το αμέσως επόμενο διάστημα, αξίζει να ανατρέξουμε σε παλιότερα στιγμιότυπα.
Στιγμιότυπο 1: 1958. Το ΙΚΑ ήταν νέο, λειτουργούσε λιγότερο από δέκα χρόνια. Επιτροπή του υπουργείου Συντονισμού εξετάζει πού πάει το σύστημα. Καταλήγει ότι "υπάρχει πλήρης ανισότης προστασίας ώστε η περί ισότητος των πολιτών συνταγματική αρχή να έχει τελείως λησμονηθεί". Αναφέρει τα γνωστά μας προβλήματα: τα εξαιρετικώς χαμηλά όρια ηλικίας, τις πολλαπλές συντάξεις, τον ισοπεδωτικό τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, την εισφοροδιαφυγή. "Το έλλειμμα του ΙΚΑ είναι το πλέον σοβαρό και επείγον πρόβλημα" είπαν το 1958. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν το πρώτο λογιστικό έλλειμμα (το 1958) και μια σειρά αλλαγών επί 25 χρόνια– όλες, δυστυχώς, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα πρώτα μέτρα που ανταποκρίνονται κάπως στο επείγον της διαπίστωσης λαμβάνονται 30 χρόνια μετά, το 1990-92, αφού πια το κράτος ξεμένει από λεφτά – δεν μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς του. Ακολουθεί σταθεροποιητικό πρόγραμμα. Οι συντάξεις περικόπτονται κατά 25% μέσω του πληθωρισμού.
Στιγμιότυπο 2: 1997. Επιτροπή υπό τον καθηγητή Γιάννη Σπράο προειδοποιεί το 1997 ότι "έχουμε μόνο δέκα χρόνια καιρό, ως το 2007, για να ληφθούν ουσιαστικές αποφάσεις για τις συντάξεις". Αλλιώς, οι επιπτώσεις για την οικονομία θα είναι καταλυτικές. Αντιδρώντας, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ καθησυχάζει, λέγοντας: "Το κράτος θα χρεοκοπήσει πριν από το σύστημα συντάξεων". Τις διαπιστώσεις της επιτροπής ακολουθεί αδράνεια. Ένα νομοσχέδιο αποσύρεται 4 χρόνια αργότερα, ένα άλλο 10 χρόνια μετά περιορίζεται σε διακοσμητικές αλλαγές. Στο μεταξύ, η ένταξη στο ευρώ εξασφαλίζει φτηνά δάνεια για να τροφοδοτούνται άνετα οι νέες καθυστερήσεις: να καλύπτονται τα ασφαλιστικά ελλείμματα από κρατικές επιχορηγήσεις, ώστε να αποτρέψουν κάθε ουσιαστική αλλαγή. Η ευδαιμονία διακόπτεται πια το 2010, όταν το κράτος λυγίζει κάτω από τη χιονοστιβάδα των δανείων. Η προφητεία της ΓΣΕΕ για τη χρεοκοπία του κράτους επαληθεύεται. Ακολουθούν μνημόνια, νόμοι, αλλεπάλληλες περικοπές συντάξεων, που όμως είναι μικρότερες από τις μειώσεις εισοδημάτων. Η χώρα βουλιάζει ταχύτερα από τις συντάξεις, οι οποίες έτσι καταφέρνουν να επιταχύνουν τη βύθιση.
Στιγμιότυπο 3: 2015. Η κατάσταση στις συντάξεις φέρνει και τρίτο μνημόνιο, πέντε χρόνια μετά το πρώτο. Η επιδείνωση στο ασφαλιστικό οδηγεί στην προοπτική να υπάρχουν συνεχείς μειώσεις στις συντάξεις σε ετήσια βάση ως ο μόνος εφικτός ισοσκελισμός του ισοζυγίου των συντάξεων. Από τη μια μεριά έχουμε τις αλλεπάλληλες περικοπές. Από την άλλη, επαναλαμβάνονται εφησυχαστικές δηλώσεις, ότι "το λύσαμε το ασφαλιστικό". Η σύγχυση εντείνει την ανασφάλεια και επιταχύνει τον κατήφορο. Οδηγούμαστε σταθερά στην πλήρη απαξίωση: γιατί να πληρώνει ο τριαντάρης εισφορές όταν (α) δεν ξέρει αν ο ίδιος θα προλάβει να πάρει σύνταξη και (β) ακόμη και αυτοί που πρόλαβαν, βλέπουν τη σύνταξή τους συνεχώς να μειώνεται. Εδώ πάλι παρεμβαίνει μια επιτροπή, η οποία λέει περίπου ό,τι και οι προηγούμενες: για να αξίζει κάτι η κοινωνική ασφάλιση, χρειάζεται μια νέα αρχή. Αλλιώς, θα έχουμε ένα σύστημα «όποιος προλάβει», που δεν επιτυγχάνει τίποτε και απλώς βαθαίνει τον ήδη βαθύ λάκκο.
Η συνέχεια επί της οθόνης. Τι θα ακολουθήσει τη νέα διαπίστωση της τελευταίας επιτροπής; Η παραδοσιακή αντίδραση είναι να πεταχτεί η μπάλα προς τα μπρος, να προσποιούμαστε, δηλαδή, ότι το πρόβλημα ελέγχεται, προκειμένου να το περάσουμε στους επόμενους. Θα υπάρχει, έτσι, αγωνιώδης προσπάθεια να εξωραϊστεί η κατάσταση με σκοπό την αναβολή των όποιων αποφάσεων. Θα υπάρχει αναζήτηση ενόχων που να μην προέρχονται από μέσα: να φταίει, δηλαδή, οποιοσδήποτε άλλος εκτός από το ίδιο το σύστημα συντάξεων και από αυτούς που το διηύθυναν. Οι ίδιοι που ήταν υπεύθυνοι για τους προηγούμενους γύρους αποτυχίας είναι πανέτοιμοι να παίξουν το ίδιο παιχνίδι. Άλλος ένας γύρος αποτυχίας είναι αναπόφευκτος; Η διαφορά με τις άλλες φορές είναι ότι οι προηγούμενες υπεκφυγές είναι νωπές στη μνήμη. Στη χρεοκοπημένη χώρα οι συνέπειες εσφαλμένων αποφάσεων –ο λογαριασμός– έρχονται άμεσα και με ταχύτητα. Οι τελευταίες περικοπές στις συντάξεις έγιναν μόλις πριν από δύο χρόνια. Ταυτόχρονα, όσο επιμένουμε να μη βλέπουμε τα προβλήματα, πρέπει κάποιος να χρηματοδοτεί τα ελλείμματα. Αλλά οι στρόφιγγες είναι κλειστές. Τέλος, οι παραδοσιακοί αποδέκτες του κόστους –η νεότερη γενιά– έχουν ήδη φορτωθεί πολλά βάρη και ίσως να έχουν πια καταλάβει το κόλπο. Η επιλογή είναι: ειλικρινής συζήτηση για νέα αρχή ή απόκρυψη και συνεχείς περικοπές; Αν το ζήτημα ήταν μόνο οι συντάξεις, δεν θα υπήρχε θέμα, ακόμη και για εμάς. Όμως μέσω των συντάξεων κρίνεται και το μέλλον του πολιτικού συστήματος που μας έφερε και μας κράτησε εδώ που είμαστε. Γι' αυτούς, δυστυχώς, το δίλημμα είναι "oι συντάξεις του λαού ή το μέλλον το δικό μας;"».
ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗ, ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΟΧΕΣ
«Όταν ήμουν 15, όλοι μου έλεγαν να διαβάσω πολύ για να μπω στο πανεπιστήμιο και να τα καταφέρω στη ζωή μου, να έχω "υψηλό επίπεδο" και να βγάλω χρήματα» λέει η Μαρία Ν., 32 χρονών, οδοντίατρος. «Μπήκα στο πανεπιστήμιο με την πρώτη και μετά ακολούθησαν 12 ατελείωτα χρόνια σπουδών και μεταπτυχιακών. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν σαν να έμπαινα πάλι στο Δημοτικό και να τελείωνα στο Λύκειο. Δώδεκα χρόνια αμέτρητου διαβάσματος και στερήσεων, 12 χρόνια που με ζούσαν οι γονείς μου γιατί δεν προλάβαινα να δουλεύω με τα ωράρια που είχαμε και το διάβασμα. Και, φυσικά, και τα μεταπτυχιακά προγράμματα τα πληρώνεις (εάν έχεις καλό μέσο, για να σε πάρουν), γιατί, άλλωστε, τι είναι δωρεάν; Τώρα, λοιπόν, που βγήκα σε αυτή την περίφημη αγορά εργασίας, ούτε πολλά χρήματα βγάζω ούτε εκτιμάει κανείς τις σπουδές μου. Η αλήθεια είναι ότι κυρίως δουλεύω "μαύρα", γιατί η μεγαλύτερή μου αποκάλυψη από τότε που τελείωσα είναι ότι αυτός που με κλέβει κατά κύριο λόγο είναι το ίδιο το κράτος και οι κυβερνήσεις που δεν ψήφισα. Συνειδητοποίησα ότι τα χρήματα που καλούμαι να δώσω για την ασφάλειά μου είναι περισσότερα από αυτά που καταφέρνω με χίλια ζόρια να βγάλω. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι ακόμη και αυτά τα λίγα το κράτος μού τα φορολογεί. Θεώρησα, λοιπόν –προφανώς λάθος–, πριν από λίγο καιρό που χρειάστηκε να βγάλω μια μαγνητική, ότι τουλάχιστον θα έχω ασφαλιστική κάλυψη. Αλλά και πάλι, με ενημέρωσαν ότι ο ΕΟΠΥΥ έχει πρόβλημα προς το παρόν και δεν καλύπτει εξετάσεις. Με πανικοβάλλει το μέλλον και η οικογένεια που ως γυναίκα πρέπει να αποκτήσω. Τρέμω στην ιδέα ότι όταν κάνω παιδιά, θα πρέπει να τους προσφέρω ό,τι έδωσαν σ' εμένα οι γονείς μου. Και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ προς τα πού υπάρχει διέξοδος».
Η κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα είναι σκέτη μιζέρια κι έτσι προτιμώ να σκέφτομαι πώς να ομορφύνω το σήμερα, παρά να θλίβομαι με οράματα για το μέλλον» λέει η Μαρία Φανφάνη, δημοσιογράφος. «Θα προτιμούσα χίλιες φορές να μου δίνονταν στο χέρι όσα πάνε σε εισφορές και να έβρισκα μόνη τον τρόπο για να βρω την υγειά μου ή να περάσω αξιοπρεπή γεράματα, παρά να βιώνω αυτή την κοροϊδία. Γιατί στα δημόσια νοσοκομεία, όσες φορές τα χρειάστηκα για επείγοντα ζητήματα, μου έκλεισαν εξωτερικό ραντεβού και πλήρωσα "φαρμάκι" τους γιατρούς τους. Γιατί κάθε φορά που έπαιρνα τηλέφωνο σε συμβεβλημένους γιατρούς, είχαν κλείσει με τις επισκέψεις του μήνα, αλλά έκαναν "ειδική τιμή" για τους ασφαλισμένους στο ταμείο. Γιατί έμεινα ατελείωτες ώρες σε ουρές (που μάκραιναν και θέριευαν όσο ξημέρωνε) για να διορθωθούν λάθη στα ένσημά μου, να θεωρήσω βιβλιάρια, να, να, να. Γιατί ποτέ κανείς δεν σηκώνει το ρημάδι το τηλέφωνο για ραντεβού ή πληροφορίες, εκτός κι αν είναι ιδιώτης πενταψήφιος που σε χρεώνει. Ως νέα μαμά και άνθρωπος που έχει ζήσει στο Λονδίνο μια επταετία, τολμώ να πω ότι στην Ελλάδα πρωταγωνιστούμε στο θέατρο του παραλόγου. Αν συνήθισες σε οργανωμένες καταστάσεις έξω, κάνε τριπλό άξελ και ισορρόπα. Για ανθρώπους σαν κι εμένα, ο εγκλιματισμός ήταν δύσκολος. Και μετά, ήρθαν τα παιδιά. Που τα σέρνουμε ξοπίσω μας στη μελαγχολική πραγματικότητα, που αντιλαμβάνονται άψογα όσα τους μεταδίδουμε και, ούτως ή άλλως, θα τα βρουν μπροστά τους. Στην αγανάκτησή μας που δεν μπορούμε να προσφέρουμε στην οικογένεια που δημιουργήσαμε, "σκίζουμε" τα πτυχία μας. Ούτως ή άλλως, η τέλεια δουλειά μας υποτιμήθηκε στα όρια του εξευτελισμού. Πολλοί εργοδότες σε έχουν στο "περίμενε", κάτι που κάνεις μόνο αν είσαι διατεθειμένος να γίνεις λείψανο σε παγκάκι. Το πάτημα της κρίσης τούς έχει κάνει όλους τζάμπα μάγκες. Στη δική μου περίπτωση, στα δημοσιογραφικά, γίνεται ακριβώς αυτό. Πολλοί οι άνεργοι και χαλάσαμε την πιάτσα. Γράφεις πια για την ψωροδεκάρα ή απλώς για να είσαι στα πράγματα. Βλέπεις το επάγγελμα να εξελίσσεται σε χόμπι και τις αγωνίες που είχες στα πρώτα σου επαγγελματικά βήματα σαν παραμυθάκι για νήπια. Πρέπει να κάνεις κι άλλες δουλειές για να ζήσεις. Και να θυσιάσεις το μπλοκάκι, που σε "βάζει" μέσα. Εγώ τα έκανα όλα (και προκοπή δεν είδα). Σε όλη αυτή την κωμική τραγωδία, το ήθος και το χαμόγελό μας εξαντλούνται σε κάποιο γκισέ, παρακαλώντας για το αυτονόητο. Προσωπικά, όταν κινδυνεύω να πέσω σε κενό ψυχής, ξανασκέφτομαι τις ομορφιές του τώρα και κάνω ασκήσεις ανάτασης, προσπαθώντας να χαίρομαι την κάθε μέρα μου σαν τη μέρα πριν βγω στη σύνταξη. Που θα την πάρω του Αγίου Ποτέ, βέβαια, αλλά όσο ζούμε, ελπίζουμε».
«Δουλεύω αρκετά χρόνια, αλλά η επιχείρησή μου υφίσταται εδώ και έναν χρόνο» λέει η Κατερίνα Σ., 32, ιδιοκτήτρια μικρής επιχείρησης (εργαστήρι δημιουργικής απασχόλησης). «Είναι δουλειά με πολλές ευθύνες και τα χρήματα που βγάζω είναι πολύ λίγα σε σχέση με τις ώρες δουλειάς και τα έξοδα. Το καθαρό κέρδος είναι γύρω στα 500 ευρώ. Τα λεφτά μπορώ να πω ότι φτάνουν, καθώς δουλεύει και ο άντρας μου και δεν έχουμε παιδιά. Όμως κάνουμε οικονομίες. Πουλήσαμε το ένα αυτοκίνητο και μείναμε με ένα, ο άντρας μου πηγαίνει στη δουλειά του με μετρό και χωρίς τη βοήθεια των γονιών του, που μας φέρνουν φαγητό, σίγουρα θα είχαμε περισσότερα έξοδα. Εξάλλου, πάρα πολύ σπάνια βγαίνουμε για διασκέδαση. Και πολλές φορές δουλεύουμε και Σαββατοκύριακα. Δεν προλαβαίνω να κάνω αυτά που θέλω και πρέπει, ο χρόνος δεν φτάνει για τίποτα. Θα ήθελα να κάνω παιδιά και θα είχα ήδη κάνει, εάν οικονομικά ήμασταν καλύτερα και δεν έπρεπε να δουλεύουμε τόσο πολλές ώρες. Ευτυχώς, όμως, δεν χρωστάω τίποτα και πουθενά. Προσπαθώ να αποταμιεύω, σε περίπτωση που προκύψει κάποιο θέμα υγείας, την οποία δεν προσέχω καθόλου. Ακόμη και αν αρρωστήσω, δεν υπάρχει χρόνος ούτε στον γιατρό να πάω. Κάποτε έκανα μια επέμβαση σε ιδιωτικό νοσοκομείο και το ΙΚΑ κάλυψε σχεδόν τα μισά χρήματα. Σίγουρα δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη, καθώς τα ένσημά μου είναι ελάχιστα. Δυστυχώς, έχω δουλέψει και "μαύρα" στο παρελθόν. Αν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, σίγουρα θα ήθελα να φύγω από εδώ. Μας περιμένουν τα χειρότερα, αλλά νομίζω ότι ο κόσμος έχει πάψει να αντιδρά. Και όταν το κάνει, δεν ακούγεται. Δεν έφταιξε μόνο η προηγούμενη γενιά. Έφταιξε και η δική μας. Ξεχνάμε εύκολα, μάλλον. Η Ελλάδα δεν σώζεται, νομίζω. Τα μικρά παιδιά που έχω να διδάξω καθημερινά, αυτά μου δίνουν ελπίδα».
«Ο μισθός μου είναι 700 ευρώ μεικτά. Εννοείται ότι έχω δουλέψει "μαύρα"» λέει ο Γιώργος Μ., 32 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος σε μία εταιρεία τηλεπικοινωνιών. «Αν θέλεις να κάνεις δεύτερη δουλειά, είναι η μόνη επιλογή. Δεν σε αναγκάζει κανείς, βέβαια, αλλά δεν έχεις και άλλη επιλογή. Είχα ένα πολύ σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα στα δεκαοκτώ μου. Αναγκάστηκα να νοσηλευτώ για έναν χρόνο και να κάνω θεραπείες για άλλον ένα. Στα νοσοκομεία έχουμε φοβερούς γιατρούς, αλλά τρομερές ελλείψεις σε θέματα υποδομών. Τότε, λόγω της ηλικίας μου και της σοβαρότητας της κατάστασής μου, με ανέλαβαν οι καλύτεροι. Αν το ίδιο περιστατικό συνέβαινε σε κάποιον μεγαλύτερο, δεν νομίζω ότι θα είχε την ίδια αντιμετώπιση. Το χτύπημά μου ήταν στον εγκέφαλο, υπήρχε η δυνατότητα να γίνει μια επέμβαση που θα απορροφούσε όλο το αιμάτωμα και δεν θα μου άφηνε κανένα κουσούρι. Αλλά μια τέτοια επέμβαση γίνεται μόνο σε μεγάλα νοσοκομεία και ιδιωτικά νοσοκομεία. Δεν είχα διακομιστεί από την αρχή σε ένα από αυτά και μετά δεν είχα χρήματα για να με μεταφέρουν εκεί. Αν υπήρχαν τα λεφτά ή αν είχα ιδιωτική ασφάλιση, θα εγχειριζόμουν σε ένα από αυτά και θα τη γλίτωνα, δεν θα μου έμενε κανένα πρόβλημα. Τώρα έχω υπαισθησία, δεν νιώθω την αφή από την αριστερή μου πλευρά. Κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα τα κάλυψε το ταμείο. Είχα βγάλει μια σύνταξη αναπηρίας για λίγο καιρό, αλλά ήμουν πολύ νέος για να ζω με σύνταξη. Και είναι μόνο 400 ευρώ. Το κομμάτι της υγείας, επειδή το έζησα από μέσα, δεν με αφήνει καθόλου αδιάφορο. Έχω κάνει ιδιωτική ασφάλιση. Κάποια στιγμή μού βρήκαν πέτρα στη χολή. Έκανα μια έρευνα σε δημόσια νοσοκομεία και το πρώτο ραντεβού που μου έδιναν ήταν σε έξι μήνες. Η ιδιωτική ασφάλιση με έσωσε. Έκανα την επέμβαση μέσα σε τρεις μέρες. Δεν είμαστε σκλάβοι, απλώς είμαστε στριμωγμένοι. Και όσο υπάρχουν δουλειές, είμαστε σε καλό δρόμο, όσο υπάρχει αγάπη, ομόνοια και σκεφτόμαστε τον διπλανό μας. Θέλω να κάνω παιδιά και θα τα μεγαλώσω συντηρητικά, όπως μεγαλώσαμε κι εμείς».
«Εργάζομαι εδώ και οκτώ μήνες σε γνωστό πολυκατάστημα, part time» λέει ο Γιώργος Βαγγελάκης, 30 ετών, συγγραφέας, πωλητής. «Όλοι μου λένε ότι για τα δεδομένα που επικρατούν τα χρήματα που παίρνω από τη δουλειά αυτή είναι πάρα πολύ καλά. Τα χρήματα αυτά κυμαίνονται χονδρικά στα 470 ευρώ τον μήνα. Για ημιαπασχόληση ίσως να είναι καλά χρήματα, αλλά, όπως και να έχει, με τα χρήματα αυτά δεν μπορείς να ζήσεις. Γι' αυτόν το λόγο επεκτείνω τις δραστηριότητές μου παραπέρα, αλλά και για να μη χάνω και την επαφή με το αντικείμενό μου. Για να είμαι ειλικρινής, τη σύνταξη δεν την έχω σκεφτεί ποτέ. Ίσως μου φαίνεται πολύ μακρινό όλο αυτό, αλλά βάσει των όσων βιώνουμε σήμερα, η σύνταξη θα είναι μια λέξη της οποίας το περιεχόμενο θα είναι άγνωστο στις επόμενες γενιές και σ' εμάς θα είναι μια ανάμνηση από το παρελθόν, όπως την ακούγαμε από άλλους. Αν αξίζει να δουλεύω και να μην έχω να περιμένω τίποτα; Γιατί, τώρα τι έχω να περιμένω;».
ΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΠΟΥ ΓΕΡΝΑΕΙ
Τα νούμερα δείχνουν ότι το κράτος γερνάει, οι νέοι άνθρωποι που εργάζονται όλο και λιγοστεύουν και ένα σωρό μορφωμένοι και παραγωγικοί άνθρωποι αναζητούν δουλειά και καλύτερες συνθήκες σε άλλες χώρες. «Τα δάκρυα για την κατάρρευση της οικονομίας και του κράτους δεν προσφέρουν τίποτα περισσότερο από μια θλιβερή υπόκρουση στην ερήμην καταδίκη μιας ολόκληρης γενιάς νέων ανθρώπων που συνειδητοποιούν ότι σε τελική ανάλυση αυτοί θα πληρώσουν τα χρέη της μεταπολιτευτικής ευφορίας» λέει ο Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου. «Οι νέοι σήμερα βιώνουν, πέρα από το διαρκές άγχος της ανεργίας, τις έντονες ανισότητες στην εκπαίδευση και τις ανύπαρκτες ευκαιρίες να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους. Και όσοι φεύγουν, αφήνουν πίσω ένα μη αναπληρώσιμο κενό. Κανείς δεν γνωρίζει πλέον ποιο θα είναι αύριο το οικογενειακό του εισόδημα, ούτε αν θα επαρκεί για την αξιοπρεπή του διαβίωση. Δεν γνωρίζει αν και με ποιους όρους θα εργάζεται την επόμενη μέρα, πότε και πόση σύνταξη θα λάβει, με ποιο νόμισμα θα συναλλάσσεται, πώς θα φορολογείται ή αν τα παιδιά του έχουν μέλλον σε αυτήν τη χώρα. Και κανείς δεν μπορεί να δεσμευτεί ή, έστω, να πιθανολογήσει τι σκοπεύουν να πράξουν αύριο οι κυβερνώντες, ποια "νέα μέτρα" θα αποφασιστούν εν μια νυκτί. Αυτή η διάχυτη αβεβαιότητα παραλύει την ελληνική κοινωνία, απομυζώντας τα τελευταία υπολείμματα δυναμισμού, σε μια περίοδο που θα απαιτούσε την αξιοποίηση κάθε ικμάδας. Όταν οι προηγούμενες γενιές ευθύνονται για την κακοδιαχείριση του ασφαλιστικού μας συστήματος και για τις προνομιακές παροχές με πελατειακά χαρακτηριστικά που οδήγησαν στα σημερινά προβλήματα βιωσιμότητάς του, είναι αναπόφευκτο να οδηγούμαστε προς μια διαγενεακή σύγκρουση. Η σύγκρουση θα είναι ακόμη οξύτερη και οδυνηρότερη όσο η νέα γενιά ενστερνίζεται την αντίληψη ότι πληρώνει εισφορές για τους παλαιούς, χωρίς να προσδοκά αξιοπρεπείς παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Δεν είμαι σίγουρος αν είναι προτιμότερη η αβεβαιότητα για το μέλλον από την ατομική ή συλλογική αυταπάτη ότι το αύριο θα είναι καλύτερο από το σήμερα. Η επίπλαστη ευημερία περασμένων δεκαετιών, αλλά και οι φρούδες υποσχέσεις της τελευταίας πενταετίας ότι μπορεί να ανακτηθεί το προ κρίσης επίπεδο διαβίωσης, είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια αυτογνωσίας από ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, την απαισιοδοξία της γνώσης καλείται σήμερα να αναπληρώσει η αισιοδοξία της βούλησης. Τι μπορεί να γεννήσει η επικράτηση της αντίληψης ότι όλα είναι στημένα, διεφθαρμένα και μη επιδεχόμενα αλλαγή; Η ίδια η καταγγελία της αναξιοκρατίας, της αρπαχτής και της ευτέλειας χάνει πλέον το νόημά της όταν εκφυλίζεται σε φτηνό, επαναλαμβανόμενο θέαμα, όπου οι καταγγέλλοντες δεν παρουσιάζουν εμφανή ίχνη διαφοροποίησης, έστω αισθητικής, από τους καταγγελλόμενους. Υπό άλλες συνθήκες, μια τέτοια οικονομική, πολιτική και αξιακή παρακμή θα τροφοδοτούσε έναν εξεγερσιακό λόγο. Όμως δεν αποκλείεται να διέσπειρε το μίσος εναντίον των Άλλων, όποιοι και αν ήταν αυτοί. Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ακόμη να εκφράζεται με πληρότητα. Υπερισχύουν, πάντως, τα αντανακλαστικά μιας ιδιότυπης οργής, που συνοδεύεται από απάθεια, μιας δικαιολογημένης αγανάκτησης που εκφράζεται ναρκοληπτικά ως αποξένωση από την ασθμαίνουσα πραγματικότητα. Το έλλειμμα της χώρας σήμερα δεν είναι πρωτίστως οικονομικό αλλά αξιακό και πολιτικό. Όταν οι αριθμοί διαψεύδουν τις προσδοκίες, έρχεται η ώρα της πραγματικής πολιτικής, που υπερβαίνει τη διαχείριση, τους ελιγμούς και τους πρόσκαιρους συμβιβασμούς. Ζούμε το τέλος μιας εποχής. Για όσους βρίσκονται σε ηλικία που δεν επιτρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή, εντός ή εκτός συνόρων, αλλά είναι ταυτόχρονα νέοι για να αποσυρθούν, δεν αρκεί η αναζήτηση του τι έφταιξε για τη λεγόμενη "ελληνική τραγωδία", αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι τα "παλιά κόλπα" δεν περνάνε πλέον. Ζητούμενο, και μάλιστα επιτακτικό, αποτελεί η εκ νέου θεμελίωση του αξιακού μας συστήματος. Η καλλιτεχνική δημιουργία μέσα στην κρίση αποδεικνύει ότι δεν έχουν χαθεί όλα».
ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΣ;
«Ο λόγος που με κρατάει ακόμα η χώρα μου είναι γιατί εκεί που θέλω να πάω είναι δύσκολο να βγάλω βίζα και ότι είμαστε τετραμελής οικογένεια, κάτι που το κάνει ακόμα πιο δύσκολο, αλλά μας δίνει και το κίνητρο να την κάνουμε με ελαφρά πιο εύκολα» λέει ο Χρήστος Κιουμουρτζής, 35, βοηθός σερβιτόρου. «Είμαι από τους τυχερούς που δουλεύουν και πληρώνονται κανονικά και με ένσημα και οτιδήποτε δικαιούμαι στα εργασιακά μου δικαιώματα. Ενώ πληρώνω κανονικά τις εισφορές μου σε ΙΚΑ, έχω ιδιωτική ασφάλεια, η οποία μου παρέχει μια πιο γρήγορη και ανθρώπινη προσέγγιση σε ενδεχόμενο πρόβλημα υγείας. Βέβαια, πιστεύω ότι οι δημόσιοι γιατροί είναι πολύ καλύτεροι και αυτό αποδείχτηκε την τελευταία εβδομάδα, που η σύντροφός μου γέννησε το νέο μέλος της οικογένειάς μας σε δημόσιο νοσοκομείο. Στη γέννα πήγαν όλα καλά, μετά όμως έγινε ο χαμός, με μια ακατάσχετη αιμορραγία κι έναν πλακούντα κολλημένο και μια μήτρα που δεν επανερχόταν στην αρχική της θέση και μέγεθος. Πιστεύω ότι σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ή άλλο νοσοκομείο δεν θα είχε αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο. Βέβαια, όταν ζήτησε ο γιατρός να με δει, νόμιζα ότι με ήθελε για το φακελάκι. Πολλές φορές, όταν σχολάω από τη δουλειά και περνώ και βλέπω νέα παιδιά στις δύο ή στις τρεις το βράδυ να είναι έξω, αναρωτιέμαι αν θα έχω λεφτά να δώσω στον γιο μου να βγει έξω όταν θα είναι δεκαπέντε να κεράσει την κοπέλα που θα συνοδεύει. Και αν θα είναι αρκετά όλα αυτά που θα έχει ώστε να αντιμετωπίσει τη ζωή με τους όρους της. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να σκεφτώ ότι στα βαθιά γηρατειά μου δεν θα έχω ένα εισόδημα και ότι θα δυσκολεύομαι να τα βγάλω πέρα. Η εξαθλίωση για μένα είναι συναισθηματική σε αυτήν τη φάση, για τους γύρω μου είναι βιοποριστική. Η μητέρα μου π.χ., με τη σύνταξη που παίρνει, τη βγάζει, δεν τη βγάζει. Το χειρότερο δεν είναι ότι θέλει περισσότερα λεφτά, αλλά η ανεπάρκειά της απέναντι στην οικογένειά της, τα εγγόνια της και την ίδια της τη ζωή».
«Σκέφτομαι να ξαναφύγω έξω» λέει ο Φίλιππος Γαβριηλίδης, 24, βιολόγος. «Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει η χώρα μου. Αλλά δεν θα μου προσφέρει τίποτε παραπάνω από μια αναμφίβολα μίζερη ζωή, δίχως προοπτικές ανέλιξης σε κάποιον από τους κλάδους εργασίας των ενδιαφερόντων μου. Και δίχως οικονομικές απολαβές που εξασφαλίζουν έναν αξιοπρεπή τρόπο διαβίωσης. Αν, δηλαδή, αυτό μετρούνταν στα 100, τότε θα έλεγα πως η Ελλάδα μπορεί να το προσφέρει μέχρι το 10, το 15, όχι παραπάνω. Βέβαια, αυτό δεν αποτελεί και λύση. Γιατί ίσως εγώ να γουστάρω κιόλας να ζω σε άλλη χώρα. Άλλος, όμως, δεν θέλει, ρε φίλε, να φύγει, δεν θέλει να ξεριζωθεί. Και πόσο να δουλέψω παραπάνω σε καφετέριες και μπαρ; Το έχω κάνει, όπως και πολλοί νέοι ανά τον κόσμο. Μόνο που οι νέοι ανά τον προαναφερθέντα κόσμο μπορούν να ζήσουν και από αυτό. Και με καλό μισθό και με ένσημο και ασφάλιση που καλύπτει τα πάντα. Όχι όμως σε αυτήν τη χώρα. Εδώ δεν λειτουργεί σωστά σχεδόν τίποτα. Πριν ζήσω έξω, δεν το είχα καταλάβει αυτό. Εγώ τώρα θέλω να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Βιολογία, να δουλέψω σε ένα μικρό εργαστήριο, ένα μικρό ινστιτούτο, κάτι, τέλος πάντων, για να κάνω δειλά-δειλά τα πρώτα μου βήματα στην αγορά εργασίας, αλλά στο αντικείμενό μου. Βλέπω τους γονείς μου, που μεγάλωσαν κι έζησαν σε καλές εποχές (οικονομικά, πάντα). Πρόλαβαν να χτίσουν και σπίτια για τα παιδιά τους –για πολύτεκνη οικογένεια πολύ κουλ τα πήγαν–, τα οποία όμως σήμερα πληρώνουν χρυσά μετά κόπων και βασάνων. Φόροι, χαράτσια και λοιπά φέσια σε δόσεις που αγγίζουν το υπερπέραν. Εισφορές, εισφορές, εισφορές, όλο και αυξάνονται. Τα οποία μάντεψε ποιος θα τα πληρώνει σε λίγα χρόνια από τώρα».
«Γενικώς, δουλεύω από τα 22 μου, από τότε, δηλαδή, που έγινα επί πτυχίω φοιτητής» λέει ο Παύλος Ν., 30, υπάλληλος στο Δημόσιο. «Ήταν ένας τρόπος να λυτρωθώ από τις τύψεις ότι με τρέφουν οι γονείς μου, ενώ εγώ χαζεύω και καθυστερώ το πτυχίο. Έχω δουλέψει και "μαύρα", αλλά για μικρά διαστήματα. Στο Δημόσιο δουλεύω εδώ και 10 χρόνια. Στην αρχή ήταν πολύ καλά, νόμιζα πως έγινα ξαφνικά πλούσιος! Μετά άρχισαν οι μειώσεις και έφτασα πάλι να ζω... φοιτητικά. Ο μισθός δεν φτάνει καν τα 1.000 ευρώ, αλλά με τόση ανεργία και κακοπληρωμή που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, τελικά νιώθω πάλι πλούσιος! Πληρώνω ενοίκιο και λογαριασμούς, μου δίνω 10 ευρώ τη μέρα χαρτζιλίκι και ό,τι μένει προσπαθώ να το βάζω στην άκρη για τα έκτακτα έξοδα του μήνα. Με αυτό τον τρόπο, που είναι λίγο μίζερος, μπορώ να τα βγάζω πέρα και να μην ξεμένω. Δεν καταδέχομαι να χρωστάω σε κανέναν. Πιστεύω στην αυτάρκεια του ανθρώπου. Δυστυχώς, όμως, έχω μπει εγγυητής σε δάνεια δύο φίλων οι οποίοι δεν τα πληρώνουν πια και με ενοχλούν με τηλεφωνήματα οι τράπεζες. Την υγεία μου δεν την προσέχω ιδιαίτερα, ίσως επειδή νιώθω ακόμα πολύ νέος. Έχω κάνει δύο επεμβάσεις σε δημόσιο νοσοκομείο, και τις δύο παλιά, πριν από την κρίση. Το ΙΚΑ κάλυψε τα πάντα – εκτός από το φακελάκι. Επειδή προσλήφθηκα με εξετάσεις, με γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, έχω την ψευδαίσθηση ότι θα με σεβαστούν και δεν θα με διώξουν ποτέ από τη δουλειά. Το άγχος μου αφορά κυρίως τις μισθολογικές μειώσεις που θα έρθουν. Έκοψα τα ταξίδια, περιόρισα τις εξόδους, δεν ξέρω τι άλλο μένει να κόψω. Νομίζω ότι θα πάρω μια μικρή σύνταξη, αλλά δεν θέλω ούτε να γεράσω, ούτε να πάρω σύνταξη. Ας είμαι νέος και μετά το πληκτικό οκτάωρο εγώ βρίσκω τρόπους να περνάω καλά – ακόμα και με λίγα λεφτά!».
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ;
Πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση και πόσες αλλαγές θα γίνουν μέχρι να έρθει η ώρα να πάρει σύνταξη ο σημερινός 25άρης κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Με τη μαύρη εργασία να είναι αναγκαίο κακό (υπάρχουν εργαζόμενοι που προτιμούν να παίρνουν κάτι έξτρα στο χέρι παρά να δουλεύουν νόμιμα και να πληρώνουν εισφορές) και τον πληθυσμό να γερνάει, φαίνεται ότι θα είμαστε για πολλά χρόνια σε έναν φαύλο κύκλο που κάνει τη λύση σχεδόν αδύνατη. Αν δεν βρεθεί τρόπος να έρχονται πιο πολλές εισφορές στα ταμεία, πώς θα πληρώνονται όλο και περισσότερες συντάξεις; Και πώς να πληρώνεις στα ταμεία, όταν ο βασικός μισθός έχει πέσει στα 500 ευρώ και ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων δουλεύει με 300 ευρώ; Αν είσαι ελεύθερος επαγγελματίας, είναι αδύνατον να συντηρήσεις το μπλοκάκι και το ποσό που πληρώνεις στο ΤΕΒΕ και προτιμάς τα «μαύρα». Έτσι κι αλλιώς, δεν περιμένεις να πάρεις σύνταξη. Με αυτό το σκεπτικό και το καθεστώς παρανομίας που καλλιεργεί το ίδιο το κράτος, τα πράγματα θα γίνονται όλο και χειρότερα. Το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι χρειάζονται δραστικές ενέργειες, όπως π.χ. η νομιμοποίηση όλων των μεταναστών, για να αρχίσουν να απασχολούνται νόμιμα και να πληρώνουν εισφορές.
«Το να ξεκινήσεις ένα δικό σου επάγγελμα είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα και ριψοκίνδυνο σε μια τέτοια εποχή» λέει η Αντιγόνη Ζ., 24 χρονών, ψυχολόγος. «Ωστόσο, χαίρομαι γι' αυτό. Προσπάθησα όλα να είναι τυπικά και νόμιμα, με κανονική έναρξη στην εφορία, με το μπλοκ αποδείξεων και τα λοιπά. Δυστυχώς, πολλές φορές έρχονται πελάτες, κάνουν χρήση των υπηρεσιών και στο τέλος σου λένε ότι δεν έχουν να σε πληρώσουν ή εξαφανίζονται. Πληρώνω περίπου 450 ευρώ το δίμηνο για την ασφάλισή μου. Τη δεδομένη στιγμή αδυνατώ να πληρώσω όλο το ποσό μόνη μου. Αναγκαστικά, χρειάζεται βοήθεια από την οικογένειά μου. Θα ήθελα, πέρα από τα λειτουργικά έξοδα του γραφείου, να μπορώ να πληρώνω όλο το ποσό μόνη μου. Όσον αφορά το θέμα της σύνταξης, θεωρώ σχεδόν απίθανο να μην πάρω ποτέ, μα ποτέ. Πιστεύω, όμως, πως, όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, εγώ και πολλοί ακόμα θα πάρουμε ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσό. Από την άλλη, τα γεράματα μου φαίνονται μακριά, δεν τα φαντάζομαι καν. Το μόνο πράγμα που σκέφτομαι είναι αν η δουλειά πάει λίγο καλύτερα να μπω σε ένα πρόγραμμα ιδιωτικής ασφάλισης. Αν με ρωτάς για την περίπτωση που αρρωστήσω, μέσα μου πιστεύω στην αλληλεγγύη. Θεωρώ πως υπάρχει ακόμη ανθρωπιά».
«Η ελπίδα είναι κάτι καλό για να πεθάνει και το καλό δεν πεθαίνει ποτέ» προσθέτει ο Χρήστος Κιουμουρτζής. «Απλώς ζούμε σε καιρούς που υπερισχύει το κακό και εκεί είναι που πρέπει να πιστέψω σ' εμένα και στους γύρω μου, ότι το καλό θα κερδίσει, και να προσπαθώ να αλλάζω αυτά που μπορώ. Η αλληλεγγύη είναι επίσης πολύ σημαντική και τη ζω καθημερινά, πολύ περισσότερο αυτή την περίοδο, που ψάχναμε πράγματα όπως καροτσάκι και άλλα μωρουδιακά και με μια ανάρτηση στο facebook βρέθηκαν πολλά πράγματα κι έτσι έχουμε όλα τα βασικά που χρειάζεται ένα μωρό, κι αυτό γιατί ξένοι άνθρωποι που δεν μας ξέρουν φάνηκαν πρόθυμοι να μας βοηθήσουν. Άρα, κλείνοντας, λέω να βάλουμε στα δεινά ένα "Ρο" και όλα γίνονται Ρόδ(ε)ινα».