Οι πολιτικές ταυτίσεις (political identification) είναι ο κρισιμότερος όρος στην σύγχρονη πολιτική και εκλογική ανάλυση. Όλα, σχεδόν, περιστρέφονται γύρω από αυτό. Η επικαιρότητα, ακόμα και η διαχειριστική δεξιότητα υποτάσσονται στη δύναμη των ταυτίσεων και των ψυχοκοινωνικών δεσμών που δημιουργούνται μεταξύ ηγεσίας και εκλογικού σώματος. Η σημασία τους μάλιστα αυξάνεται σε ταραγμένες περιόδους – όπως αυτή που ζούμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια – κατά τις οποίες τα πιο «ορθολογικά» κριτήρια υποχωρούν, προς όφελος των πιο «συναισθηματικών». (Το αντίθετο από ό,τι θα έπρεπε να γίνεται δηλαδή, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα...)
Ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια κατάφερε να επικρατήσει εκλογικά ακριβώς επειδή κυριάρχησε στο πεδίο των ταυτίσεων. Ταυτίστηκε με πλατιά κοινωνικά στρώματα, όχι τόσο στη βάση ιδεολογικής σύμπτωσης, όσο «αντισυστημικού» ετεροπροσδιορισμού. Έγινε όχημα έκφρασης, διεκδίκησης και «αντίστασης», όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο, απέναντι στο «παλιό», στο «κατεστημένο», στους «άλλους» (της σαρτρικής κόλασης) ό,τι και αν σήμαιναν αυτά για τον καθένα.
Οι δεσμεύσεις της χώρας είναι συγκεκριμένες και εξαιρετικά δύσκολες. Τα οικονομικά στοιχεία είναι γνωστά και δεν σκίζουν κιόλας, καθώς έχουμε επιστροφή στην ύφεση, αύξηση ανεργίας, μείωση εισοδημάτων και όλο αυτό σε ένα κλίμα απαισιοδοξίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Τα δυσκολότερα δε μέτρα είναι μπροστά.
Αυτό ήταν το κύριο στοιχείο που του επέτρεψε να κερδίσει άνετα τις τελευταίες εκλογές, παρά την απολύτως αρνητική αξιολόγηση των επιμέρους κυβερνητικών επιλογών του. Είναι πρωτοφανές εκλογικά (και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα), ένα κόμμα που βάσει του συνόλου των δημοσκοπήσεων, θεωρήθηκε ότι έπεσε έξω σε όλα και αξιολογήθηκε πολύ αρνητικά σε όλους τους επιμέρους τομείς, πλην της «προσπάθειας», δεν κατέβαλε παρά ελάχιστο πολιτικό κόστος. Αυτό συνέβη επειδή οι υποστηρικτές του δεν τον έκριναν με όρους τυπικής αξιολόγησης, αλλά με όρους ψυχολογικής ταύτισης. «Ας κάνει ό,τι θέλει, είναι "δικός" μου. Μπορεί να μην τα κατάφερε αλλά είναι σαν εμένα».
Το ερώτημα πλέον είναι πόσο στέρεα είναι όλα αυτά. Πόσο ισχυρά είναι σε βάθος χρόνου.
Στην παρούσα φάση, επειδή έχει περάσει ελάχιστος χρόνος από τις εκλογές, είναι νωρίς να αποφανθεί κάποιος με βεβαιότητα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια επιβάρυνση του πολιτικού κλίματος, δεν έχουμε όμως διαμορφωμένες τάσεις. Ούτε φυσικά έχει βρει ακόμα το βηματισμό της η απέναντι πλευρά, ώστε να έχουμε πλήρη εικόνα του πολιτικού τοπίου.
Υπάρχουν όμως κάποια δεδομένα που θα πρέπει σε βάθος χρόνου να επαναξιολογηθούν:
- Είμαστε πλέον σε μεταβατική πολιτική φάση. Έχουμε φύγει από το στάδιο της θεμελιακής αμφισβήτησης και της διεκδίκησης και έχουμε μπει στη φάση της υλοποίησης ενός δεσμευτικού πλαισίου, διαδικασία πολύ λιγότερο ενθουσιώδη, πολλώ δε μάλλον για πρόσωπα και ψηφοφόρους που έχουν συνηθίσει στην «απέναντι» πλευρά. Ένα βασικό ζητούμενο λοιπόν είναι πόσο γρήγορη και αποτελεσματική θα είναι η προσαρμογή στο νέο «κουστούμι».
- Έχει σπαταληθεί αρκετό πολιτικό κεφάλαιο. Οι τρεις απανωτές και ιδιαίτερα έντονες (ειδικά οι δυο πρώτες,) πανελλαδικής έκτασης αναμετρήσεις κούρασαν ακόμα και τους ίδιους τους υποστηρικτές της κυβέρνησης. Έχουν καεί «κανονάκια», που λέγαμε παλιά στα ηλεκτρονικά. Το 36% του Ιανουαρίου αριθμητικά απέχει ελάχιστα ποσοτικά από το 35% του Σεπτεμβρίου, αλλά ποιοτικά είναι λιγότερο ένθερμο και λιγότερο συμπαγές. Ήδη, ειδικά στα social media, το «κράξιμο» αυξάνεται καθημερινά. Και μπορεί αυτά να μην είναι αντιπροσωπευτικά του συνόλου της κοινωνίας – τα social media από τη φύση τους βρίθουν αρνητικών σχολίων – είναι όμως ένας χώρος που: α) αποτελεί αισθητήρα εξελίξεων και β) έως πρόσφατα ήταν προνομιακός για τον ΣΥΡΙΖΑ.
- Η πραγματικότητα είναι δεδομένη και ξεροκέφαλη. Οι δεσμεύσεις της χώρας είναι συγκεκριμένες και εξαιρετικά δύσκολες. Τα οικονομικά στοιχεία είναι γνωστά και δεν σκίζουν κιόλας., καθώς έχουμε επιστροφή στην ύφεση, αύξηση ανεργίας, μείωση εισοδημάτων και όλο αυτό σε ένα κλίμα απαισιοδοξίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Τα δυσκολότερα δε μέτρα είναι μπροστά.
Αυτή είναι «η βοή των πλησιαζόντων γεγονότων». Και δεδομένων αυτών, το στοίχημα για την Κυβέρνηση είναι πλέον όχι η διαχείριση προσδοκιών και συμβολισμών, όπως έγινε επιτυχώς το πρώτο 8μηνο της θητείας της, αλλά της ίδιας της πραγματικότητας. Με κύριο ζητούμενο την επιστροφή σε αυτό που ονομάζουμε «κανονικότητα», ακόμα και αν μιλάμε για μια δύσκολη κανονικότητα. Κάτι που με τη σειρά του απαιτεί στοχοπροσήλωση, κοινωνικές συναινέσεις, αποτελεσματικότητα, απεγκλωβισμό από μια συνεχή συγκρουσιακή ρητορική με υπαρκτούς ή κατασκευασμένους εχθρούς.
Αν αυτό δεν επιτευχθεί, τα απρόοπτα γεγονότα που αναπόφευκτα θα ανακύπτουν, θα την αποσταθεροποιούν σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τα στελέχη της εκτιμούν. Και αν αυτό συμβεί η διαδικασία της αποταύτισης είναι θέμα χρόνου.