Η συγκυρία μοιάζει να γεννάει πολεμικά μέτωπα κάθε είδους, ενώ οι κοινωνίες μας στηρίζονται στην απώθηση της πολεμικής αναμέτρησης: στον διάλογο, στην αυτοανάλυση, σε κανόνες ελέγχου και τεχνικές εξημέρωσης της βίας.
Έχουμε ξεμάθει να ζούμε με εχθρούς. Ακόμα και σε αυτά τα χρόνια της κρίσης, που έφτασαν στα ύψη οι φιλοκατήγορες πόζες και οι μοχθηροί αφορισμοί, δεν γίναμε εμπόλεμοι. Το μόνο που συνέβη ήταν να χάσουμε άπειρες φορές την υπομονή μας με τους άλλους, τους εκάστοτε «απέναντι». Ευχηθήκαμε να μην ήταν έτσι τα πράγματα και «αυτοί» −όσοι, τέλος πάντων, βρέθηκαν στην αντίπαλη όχθη− να ήταν λιγάκι διαφορετικοί, να ακολουθούσαν τις δικές μας ιδέες. Αλλά ο εχθρός με τη σκληρή και ανυπόφορη έννοια του όρου μάς είναι κάτι άγνωστο. Δυσκολευόμαστε να αισθανθούμε το αληθινό ψυχρό μίσος, όσο και αν κινούμαστε σε μια φούσκα όπου περισσεύουν οι επιδεικτικοί καβγάδες και τα χτυπήματα.
Δεν είναι καθολικός κανόνας αυτό. Υπάρχουν ακόμα πολλά άτομα και ομάδες γύρω μας που εχθρεύονται, με τη φανατική, δολοφονική σχεδόν, σημασία της λέξης. Μιλούν μια γλώσσα προγραφών και κάθαρσης, φωνάζοντας ότι το εννοούν και ότι δεν παίζουν. Εμφανίζονται, με άλλα λόγια, διεκδικώντας την αυθεντική πιστοποίηση του εξτρεμιστή, του ανελέητου εχθρού κάθε γερασμένου συμβιβασμού. Οι υποσχέσεις τους μοιάζουν περισσότερο με θορυβώδεις απειλές προς την άλλη πλευρά: η περιφρόνηση του ακροδεξιού για τα αριστερά ή φιλελεύθερα «σκουπίδια», η αναρχική απέχθεια για κάθε ένστολη ύπαρξη και κρατικό σύμβολο ή το χύμα μένος του αγανακτισμένου προς πάσα κατεύθυνση.
Αρκεί να δούμε τις Βρυξέλλες αυτές τις μέρες στην ιδιόμορφη κατάσταση πολιορκίας. Έζησαν μια ανορθόδοξη συνθήκη ομηρίας που πάγωσε την κοινωνική ζωή. Οι Βέλγοι, ωστόσο, έδειξαν ότι έχουν μεγάλα αποθέματα χιούμορ και υπομονής. Έμειναν μέσα στα σπίτια τους ακολουθώντας τις «οδηγίες των Αρχών», αλλά δεν οχυρώθηκαν σε κανένα μπούνκερ μίσους.
Όλα αυτά, όμως, τα άνθη της έχθρας δεν μπορούν να κατακτήσουν την πλειονότητα. Παίρνουν δυνάμεις από τη μία ή την άλλη κοινωνική συγκυρία, αλλά δεν είναι τόσο ισχυρά για να πισωγυρίσουν τη χώρα στους εμφυλίους της Ιστορίας της.
Ο λόγος είναι ένας: βρισκόμαστε, με όλες μας τις ιδιαιτερότητες, στον αστερισμό της δυτικής φιλελεύθερης «μαλθακότητας». Αυτό σημαίνει ότι δεν αντέχουμε το αίμα και είμαστε κατά βάση απρόθυμοι να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε σ' έναν αγώνα μέχρις εσχάτων. Δεκαετίες ειρηνικής ζωής με σχετική ευμάρεια έκαναν τον εχθρό μια αφηρημένη ιδέα. Και οι πατροπαράδοτοι εχθροί του έθνους, ο «Τούρκος» και πολύ αργότερα ο «Σκοπιανός», έγιναν απλώς τα αντανακλαστικά ενός μπανάλ εθνικισμού, αλλοιωμένου από τα χρόνια και τη διαρκή επανάληψη των συνθημάτων του. Τα ίδια τα περίφημα εθνικά θέματα, για παράδειγμα, κάνουν πια ένα σύντομο πέρασμα στην πολιτική μας σκηνή, που ασχολείται με άλλα προβλήματα. Οι παλιάς κοπής εχθροί έχουν ξεθυμάνει και μόνο όταν εμφανιστεί ένας Φίλης (ή παλιότερα μια Ρεπούση) ξυπνάμε, μαστιγώνοντας τους «βέβηλους».
Όταν λέω ότι ξεμάθαμε τον εχθρό, εννοώ τη μεγάλη, κάθετη και τρομερή αντίθεση. Άλλο πράγμα είναι ο εθισμός στους συμβολικούς πολέμους που μεγεθύνονται τερατωδώς στο Διαδίκτυο. Να, όμως, που η συγκεκριμένη ιστορική και πολιτική στιγμή δεν είναι τόσο αμέριμνη όσο η σκέψη που προσπαθεί να την κατανοήσει (και πώς να καταλάβει κανείς τέτοιες δόσεις χάους;). Η συγκυρία μοιάζει να γεννάει πολεμικά μέτωπα κάθε είδους, ενώ οι κοινωνίες μας στηρίζονται στην απώθηση της πολεμικής αναμέτρησης: στον διάλογο, στην αυτοανάλυση, σε κανόνες ελέγχου και τεχνικές εξημέρωσης της βίας.
Για να το πω διαφορετικά, η τρομοκρατία, η μηδενιστική βία και οι τυφλές απειλές υπενθυμίζουν την ύπαρξη του πολιτικού κακού. Το πολιτικό κακό δεν εξαφανίστηκε, φυσικά, μαζί με τους ολοκληρωτισμούς του εικοστού αιώνα και τις στρατοπεδικές κοινωνίες. Πρόκειται, όμως, για κάτι πολύ διαφορετικό από τα κοινωνικά ή οικονομικά προβλήματα της κρίσης. Αυτά αντιμετωπίζονται στη συμβατική αρένα των διεκδικήσεων ή στα παιχνίδια διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε συμφέροντα, εξουσίες και κοινωνικούς θεσμούς. Ο εχθρός, όμως, με τη βαριά και επίφοβη σημασία του όρου δεν διαπραγματεύεται κάτι. Διότι δεν αναγνωρίζει το γήπεδο του διαλόγου, της διαφωνίας ή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αρκεί να δούμε τις Βρυξέλλες αυτές τις μέρες στην ιδιόμορφη κατάσταση πολιορκίας. Έζησαν μια ανορθόδοξη συνθήκη ομηρίας που πάγωσε την κοινωνική ζωή. Οι Βέλγοι, ωστόσο, έδειξαν ότι έχουν μεγάλα αποθέματα χιούμορ και υπομονής. Έμειναν μέσα στα σπίτια τους ακολουθώντας τις «οδηγίες των Αρχών», αλλά δεν οχυρώθηκαν σε κανένα μπούνκερ μίσους.
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί κανείς να έχει συνείδηση της σοβαρότητας των στιγμών, χωρίς να απαρνηθεί τον ηθικό κώδικα της ανοιχτής κοινωνίας.
Η ζωή με εχθρούς, πέραν των άλλων, φέρνει πάντα πιο κοντά μια αγέλαστη, λογοκριμένη και φιλύποπτη καθημερινότητα. Το αντίδοτο σε αυτό μπορεί και να είναι το σκίτσο με τη σαμπάνια στο «Charlie Hebdo» ή οι γάτες στα τουίτερ των Βέλγων. Μαζί, όμως, με τη συνειδητοποίηση ότι δεν ζούμε προστατευμένοι από τις θύελλες της Ιστορίας.
σχόλια