Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, λοιπόν, νέος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας. Όλα, όμως, δείχνουν ότι η εκλογή του συγκεκριμένου ανθρώπου στο πηδάλιο της ελληνικής κεντροδεξιάς συμβολίζει κάτι περισσότερο. Τι είναι αυτό το «περισσότερο»; Γιατί αυτή η απρόσμενη τροπή παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον που ξεπερνάει προφανώς τα νεοδημοκρατικά πάθη;
Ο κύριος όγκος του δημόσιου σχολιασμού αυτές τις μέρες επικεντρώνεται στην υπόσχεση για ανανέωση και στην πιο σκληρή ή «δυναμική» αντιπολίτευση. Από τους ανθρώπους του φιλελεύθερου Κέντρου αυτή η νίκη αποθεώθηκε ως μια πρώτη επιτυχία ενός ευρύτερου μεταρρυθμιστικού χώρου, έπειτα από πολλές και πικρές αποτυχίες. Μια ορισμένη Αριστερά είδε, αντιθέτως, την ενσάρκωση του νεοφιλελευθερισμού: τον «Κυριάκο» ως ανθρωπότυπο του μανατζίριαλ πολιτικού που τον αγαπάει και η «Wall Street Journal». Άλλοι, πάλι, ξανακοίταξαν τη γενεαλογία των πολιτικών δυναστειών για να συμπεράνουν πως το νέο είναι μια ακόμα μετασκευή του παλαιού στην ελληνική πολιτική των Ονομάτων.
Όλα αυτά έχουν, φυσικά, τη σημασία τους. Εξηγούν ίσως το γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικράτησε στον εσωτερικό κομματικό ανταγωνισμό: είχε περισσότερους συμμάχους από έξω, είχε τον αέρα της ανανέωσης, άγγιξε περισσότερο τα αστικά στρώματα και τις μεγάλες πόλεις.
Με άλλα λόγια, αυτό που συμβόλιζε πάντα και εικονίζει τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπήρξε κάτι ανεπιθύμητο και αντιπαθές για την πλειονότητα των πολιτών. Τι συμβαίνει τώρα; Γιατί έχουμε την αίσθηση ότι αποκτά μεγαλύτερο ακροατήριο;
Νομίζω, όμως, πως αυτή η νίκη φέρνει μαζί της και ένα άλλο νόημα. Φανερώνει ένα πρώτο δείγμα αντιστροφής των αξιών στην ελληνική κουλτούρα της πολιτικής. Τι εννοώ; Την περίοδο της κρίσης, αλλά και παλαιότερα, κυριάρχησε ο λυρικός λόγος της αντίστασης στα μνημόνια. Αυτό που λέμε κοινωνική ελπίδα συνδέθηκε με την άρνηση των «ψυχρών αριθμών» και την αντίσταση στις οδηγίες των τεχνοκρατών. Το πλατύ ρεύμα ήταν ένας υψηλόφωνος συναισθηματικός ανθρωπισμός που διεκδίκησε την ψυχή του λαού. Και την κέρδισε, ως έναν βαθμό. Αυτή εν τέλει η ηθική της αντίστασης έγινε κυβερνητική εξουσία πριν από έναν χρόνο. Η ιδεολογία της άρνησης των αριθμών συνάντησε την απροκάλυπτη πεζότητα των αριθμών. Η ριζοσπαστική Αριστερά έπεσε πάνω στις περίπλοκες κι αστάθμητες όψεις της διοίκησης των πραγμάτων. Η επαφή ήταν πολύ τραυματική. Διότι ο χώρος δεν είχε καμιά οπτική της διακυβέρνησης. Η αρχή κίνησής του ήταν η κριτική, και μάλιστα η ηθική επιθετικότητα κατά των αντιπάλων του. Επαναπαύτηκε, έτσι, στον ριζοσπαστικό λαϊκισμό που βοηθούσε στις εκλογικές νίκες, μέχρι που τελικά η δύναμη των πραγμάτων οδήγησε σε συμβιβασμό. Και η ρωγμή και το τραύμα δεν έκλεισε: απλώς σκεπάστηκε πρόχειρα.
Όλα αυτά τα χρόνια, και ειδικά στην εξαετία των μνημονίων, η φιλελεύθερη τεχνοκρατία ήταν σε άμυνα. Ήταν το «κόμμα των ξένων», ο χώρος της αντιλαϊκής ψυχρότητας, ο κοινός τόπος των ελίτ. Αυτή ήταν η εικόνα, η διάγνωση και η κριτική. Με άλλα λόγια, αυτό που συμβόλιζε πάντα και εικονίζει τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπήρξε κάτι ανεπιθύμητο και αντιπαθές για την πλειονότητα των πολιτών. Τι συμβαίνει τώρα; Γιατί έχουμε την αίσθηση ότι αποκτά μεγαλύτερο ακροατήριο; Ένας συνδυασμός παραγόντων φαίνεται να κινείται διαφορετικά. Για πρώτη φορά κάποιες ιδέες της φιλελεύθερης Δεξιάς παρουσιάζονται ως υπόσχεση. Έστω ως κάτι που ακούγεται, που έχει τα δίκια του. Για πρώτη φορά, ένα αίτημα για «τάξη στο Δημόσιο» (με σκληρούς, όμως, όρους) εμφανίζεται δελεαστικό για ευρύτερα ακροατήρια, πολύ πέραν του συντηρητικού κόσμου. Και κάτι περισσότερο: ο ανταγωνιστικός ελιτισμός γίνεται ελκυστικότερος από τις κούφιες διακηρύξεις του εξισωτισμού. Η αριστεία έχει γίνει μια θετική λέξη για τους πολλούς, έστω ως υποκατάστατο μιας ισότητας ευκαιριών που ελάχιστοι την πιστεύουν. Γιατί άραγε;
Λέει ένας κόσμος: όλοι, τελικά, είναι πλέον σκληροί, ας υπάρξει έστω κάποιο αποτέλεσμα. Αυτό δεν είναι νεοφιλελεύθερος ιδεολογικός μηχανισμός. Είναι κυρίως η συναίσθηση ότι στην πολιτική δεν αρκούν ούτε ο λυρισμός, ούτε οι ηθικές προθέσεις, ούτε η επιφανειακή μίμηση του ρεαλισμού. Αν η Αριστερά του Τσίπρα έγινε απλώς η ίδια λιτότητα με ανθρωπιστική ρητορική, ίσως ο «Κυριάκος» να μην είναι τελικά τόσο κακός.
Για να μην υπάρχουν πάντως ψευδαισθήσεις, η φιλελεύθερη τεχνοκρατία είναι μόνο ένα από τα συστατικά στο χωνευτήρι της κεντροδεξιάς. Συνυπάρχει και θα συμβαδίζει με όλες τις άλλες ισχυρές κουλτούρες του χώρου. Αλλά στο όνομα «Κυριάκος» βρίσκει πλέον μια ευκαιρία να αξιοποιήσει το κενό του αντιπάλου της: τη χρόνια αδυναμία της συριζικής Αριστεράς να αντιληφθεί τη σημασία της αποτελεσματικότητας και της ευθυκρισίας. Αυτή η αδυναμία είναι το κόστος που έχει ο καιροσκοπισμός ακόμα και όταν ξεγελάει την πραγματικότητα με λόγια αριστερά.
σχόλια