Αυτές τις μέρες, έναν αιώνα πριν, άρχιζε η σύγκρουση που έγινε γνωστή ως «μάχη του Βερντέν». Εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλοι και Γερμανοί στρατιώτες πέθαναν ή ακρωτηριάστηκαν μέσα σε μια κόλαση όλμων, αερίων και φλογοβόλων που κράτησε όλο σχεδόν το 1916. Στη βορειοανατολική Γαλλία χαράχτηκε ένα ακόμα εξολοθρευτικό σύνορο, απ' όπου φτάνουν ακόμα και σήμερα μαρτυρίες με γράμματα απλών στρατιωτών που ανασύρονται από τους ιστορικούς.
Ήταν μία από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τραγωδίες, χαρακτηριστική του «αιώνα των άκρων», όπως ονόμασε τον εικοστό αιώνα ο Έρικ Χομπσμπάουμ.
Τέτοιες τραυματικές ιστορίες, όμως, δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν την Ευρώπη. Αντίθετα, έγιναν αφορμή για να πάρει σχήμα και μορφή η ιδέα της Ευρώπης και η επιθυμία για την πολιτική ενότητα των εθνών της. Γέννησαν καινούργιες σκέψεις για ένα κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο που δεν θα ήταν μόνο η συγκόλληση κάποιων κρατών σε κοινούς φόβους.
Το να κερδίζεις χρόνο μπορεί να είναι μια κάποια λύση σε εποχές απλής αυτοσυντήρησης. Όταν η ίδια η Ευρώπη αντιμετωπίζει υπαρξιακό κίνδυνο, ο χρόνος που χάνεται γίνεται μια μορφή αργού θανάτου.
Οι συγκρούσεις και οι καταστροφές φέρνουν συχνά την ανάγκη για συμφιλίωση και ειρήνη. Ωστόσο, όχι πάντα και όχι χωρίς τρομερά πισωγυρίσματα και λοξοδρομήσεις, αλλά κάπως έτσι παίχτηκε το ευρωπαϊκό ιστορικό παιχνίδι για αιώνες.
Οι θρησκευτικές σφαγές προτεσταντών και καθολικών τον δέκατο έκτο αιώνα έδωσαν ώθηση στην ιδέα ενός κράτους ουδέτερου, μιας πολιτείας που δεν θα ήταν στην υπηρεσία ενός δόγματος. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα κινητοποίησαν διαφορετικά σχέδια για τον μετριασμό των εθνικών ανταγωνισμών και τη συνεργασία.
Έχουμε μάθει, όμως, ότι η Ιστορία δεν είναι προβλέψιμη ούτε κάνει το χατίρι των καλών «σχεδιαστών της». Μια κρίση δεν οδηγεί αναπόφευκτα σε κάποιο happy end υπέρβασης και σύνεσης. Όλα, ας πούμε, δείχνουν σήμερα ότι το προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα επιταχύνει την αποσύνθεση της Ευρώπης. Ίσως η λέξη «αποσύνθεση» να είναι υπερβολική, αλλά πώς αλλιώς να ονομάσει κανείς αυτό τον πανικόβλητο χορό κρατών και κυβερνήσεων;
Δεν είναι μόνο θέμα συντονισμού και λειψής δέσμευσης. Είναι μάλλον κάτι παραπάνω: η απουσία θετικών στόχων για το μέλλον. Σε μεγάλο βαθμό, η Ευρώπη τρέφεται από τα έτοιμα: από τις μνήμες των επιτευγμάτων και των συμφορών που την έφτιαξαν. Αλλά αυτό το παρελθόν, είτε με τα Βερντέν και τα Άουσβιτς, είτε με τα κοινωνικά κράτη και την ευημερία, δεν το καταλαβαίνουν οι νεότεροι. Δεν το νιώθουν. Οι κληρονομιές αδρανοποιούνται και κάποτε σβήνουν για να μείνει το ορφανό παρόν και οι δικές του εικόνες.
Τι να πουν, ας πούμε, στους τριαντάρηδες και σαραντάρηδες των Βαλκανίων, της Γερμανίας ή της Σκανδιναβίας οι «τόποι της μνήμης» και οι ιδέες των επιφανών;
Ένα μέτριο παρόν και μαζί η απουσία υπόσχεσης για το μέλλον δεν είναι καλοί οιωνοί. Το κενό υπόσχεσης γεμίζει, έτσι, από συνθήματα επιστροφής στο κράτος-προστάτη και στο έθνος-πυγμή. Και η ατμόσφαιρα γίνεται πιο βίαιη και πιο βάναυση – ακόμα και σε εκείνα τα κάστρα του αστικού και σοσιαλδημοκρατικού ειρηνισμού που ήταν για χρόνια η Σουηδία και η Νορβηγία.
Δεν υπάρχουν, όμως, εύκολοι δρόμοι διαφυγής. Οι ηθικολόγοι των ανοιχτών συνόρων για όλους και οι ωμοί «προσφυγομάχοι» των κλειστών συνόρων υπονομεύουν τις όποιες αποφάσεις και τους όρους μιας πραγματικής συζήτησης.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ξορκίζουν τις συρρικνωμένες προσδοκίες της ή απλώς δείχνουν να συμβιβάζονται στον χαμηλό παρανομαστή για να αποφευχθεί το ξήλωμα.
Το να κερδίζεις χρόνο μπορεί να είναι μια κάποια λύση σε εποχές απλής αυτοσυντήρησης. Όταν η ίδια η Ευρώπη αντιμετωπίζει υπαρξιακό κίνδυνο, ο χρόνος που χάνεται γίνεται μια μορφή αργού θανάτου. Και η απουσία αποφάσεων αφήνει περισσότερο χώρο για τον εξτρεμισμό και τις πολιτοφυλακές του προς τιμήν του νεκραναστημένου «θεού Όντιν».
σχόλια