Έχει γίνει μια σημαντική παρανόηση με το γνωστό εξώφυλλο, όπως γίνεται κάθε φορά που μας «καβαλάει» η «ιερή οργή». Βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος.
Οι υπεύθυνοι του περιοδικού έτσι το σκέφτηκαν, έτσι τους άρεσε, έτσι το έβγαλαν στα περίπτερα και επειδή είναι και υπέρμαχοι του ότι η επιτυχία δεν αναλύεται, δεδομένου του θορύβου που προκλήθηκε, πέτυχαν (τον στόχο τους).
Κι απ’ όσο ξέρουμε, δεν έχει βγει και κανένας τους μέχρι στιγμής να πει «συγνώμην, σφάλμα». Το concept τους ήταν αυτό. Τελεία.
Όμως, δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι σε όσους δέχονται να συνεργήσουν σε κάτι τέτοιο. Καλώς ή κακώς, από κάποιους ο κόσμος περιμένει άλλα · δεν συγχωρεί τις αγκαλιές με το lifestyle, δεν καταπίνει τους ακκισμούς και τις θεατρικότητες στα εξώφυλλα περιοδικών κι όταν μυρίζεται εκπτώσεις στην αισθητική, λακίζει.
Και φυσικά αυτά δεν αφορούν τον Κατσούλη, την Καραβάτου, τον Σβιτάιλο και την Παπουτσάκη, τον Μουτσινά ή τον Αλεξάνδρου. Είναι το στίγμα τους τέτοιο, το πέρασμα τους από την εγχώρια τηλεόραση, η δουλειά τους, εξωστρεφής, πολλές φορές φτηνή, συνήθως χωρίς εμβάθυνση και προβληματισμό. Δεν είναι πρωτοφανές αυτό. Δεν κάνεις τηλεόραση με Μπρεχτ και από πίσω να παίζει Παλεστρίνα, προς Θεού. Είναι και τέτοια η φύση του Μέσου – και δη του ελληνικού.
Τι ενόχλησε, λοιπόν, τόσο πολύ σ’ αυτή τη φωτογράφιση και ξεσηκωθήκαμε, όπως πάντα;
Η κυρία Τσανακλίδου έσπευσε να δηλώσει ντροπιασμένη, ωστόσο, ούτε αυτό «μαλακώνει» την κατάσταση. Τα χρόνια στο προσκήνιο και στη δημοσιότητα, οφείλουν να σε κάνουν αν όχι ξεφτέρι, τουλάχιστον πονηρό. Δεν εμπιστεύεσαι τίποτα, χωρίς να δεις το τελικό αποτέλεσμα. Ούτε φωτογραφία, ούτε κείμενο, τίποτα.
Και μετά ο Βαγγέλης Γερμανός και η Σία Κοσσιώνη. Αριστερά, ένας τραγουδοποιός, των πιο ωραίων φάσεων της αθηναϊκής αστικοποίησης του ’80 κι από την άλλη μία δημοσιογράφος, κεντρική παρουσιάστρια (σοβαρών) ειδήσεων (μεγάλου) τηλεοπτικού σταθμού. Αμφότεροι, υποθέτει κανείς, με πολιτική σκέψη, ισχυρό κριτήριο, ικανότητα να διαχωρίζουν το ξεκάθαρο μήνυμα από τη μελούρα, το γλυκερό από το τρυφερό, την πιθανότητα εκτροχιαμού αυτού που λέγεται «κοινή γνώμη».
Μόνο που τίποτα από αυτά δεν «δούλεψε». Εκείνο που δούλεψε είναι η καλλιέργεια – χρόνια τώρα – της αίσθησης ότι όλα μπορούν να μπερδευτούν (καθόλου) γλυκά. Η Ακαδημία Αθηνών με τις hardcor-ίλες της μεσημβρινής ζώνης, o Πλάτωνας με το modeling, ο καλός σκοπός με τον λάθος «θόρυβο», η αρετή με την επιπολαιότητα.
(Πόσοι συγγραφείς, επιστήμονες, πολιτικοί άνδρες δεν έχουν γίνει "φύλλο φτερό" στο σαλονάκι κάποιας "lifestyle" εκπομπής; Πόσοι από αυτούς δεν δήλωσαν μετά μετανιωμένοι, κάποιοι, όμως, είχαν γλυκαθεί από τα χάδια της αμεσότητας του μέσου;)
Και να δικαιολογηθούν, να αιτιολογηθούν, να εξηγηθούν με τις κάμερες να γράφουν και όλους τους προβολείς ανοιχτούς σε κάποια συνέντευξη – πορτρέτο στο τραπέζι του Θέμου, ίσως.
Ωραίο ακούγεται, αλλά δεν γίνεται. Οσάκις μπερδεύτηκε το σοβαρό με το γραφικό, έχασε το πρώτο. Είναι οι νόμοι των media έτσι (ακόμη τουλάχιστον) που ακυρώνουν τις ενδεχόμενες καλές προθέσεις και τις κατόπιν εορτής ντροπές και επιβεβαιώνουν το ανωνύμου ρητό περί μικρής απόστασης από το σοβαρό στο γελοίο και τεραστίας για την αντίστροφη διαδρομή.
σχόλια