Μόνο μία φορά στη ζωή μου έχω μεθύσει πέρα από κάθε όριο.
Δεν τολμώ να αφηγηθώ το πώς και γιατί μέθυσα μπορώ να πω πάντως ότι ήταν το 1996, μια απ' τις πρώτες φορές που ήπια αλκοόλ στη ζωή μου - στα δεκαοκτώ μου.
Μετά λιποθύμησα και κατέληξα στο νοσοκομείο, μόνος. Τα ξημερώματα ξύπνησα καλωδιωμένος, ενώ ένας γιατρός απαίτούσε να του πω το ονοματεπώνυμό μου. Δεν ήξερα πώς κατέληξα στο νοσοκομείο (ήμουν μόνος πριν μεθύσω), δεν έμαθα ποτέ ποιος κάλεσε το ασθενοφόρο, ποιος με πήγε, τι έγινε - και είμαι απόλυτα ικανοποιημένος που ποτέ δεν θα μάθω.
"Πώς λέγεσαι;" μου έλεγε ξανά και ξανά ο γιατρός σκουντώντας με ενοχλητικά, και εγώ ένιωθα να είμαι μέσα σε όνειρο.
"Δεν σου λέω" απάντησα παιχνιδιάρικα αλλά αργόσυρτα. Κάθε λέξη έβγαινε με δυσκολία απ' το στόμα μου. "Δεν σου λέω..."
"Πρέπει!"
"Όχι", ψιθύρισα, χωρίς να είμαι σίγουρος αν ήταν αλήθεια ή ψέμα όλο αυτό. Είχα τα μάτια μου κλειστά, δεν μπορούσα να τα ανοίξω παρά σε κάποιες στιγμές, ελαφρά. Αυτό που έβλεπα ήταν: ένα κρεμ δωμάτιο, ένας ορός συνδεδεμένος στις φλέβες μου, μια λερωμένη από εμετούς μπλούζα - η δική μου. Προτιμούσα λοιπόν να μη βλέπω.
"Δεν θα το πούμε στους γονείς σου" με καθησύχασε ο γιατρός καταλαβαίνοντας πως δεν έλεγα το όνομά μου κυρίως γι' αυτό το λόγο - άλλος ένας λόγος ήταν πως σχεδόν δεν το θυμόμουν, ή μάλλον το θυμόμουν στο περίπου αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν το αληθινό μου, αν υπήρχα στην πραγματικότητα κι αν οι γονείς μου -στην περίπτωση που υπήρχαν και δεν ήταν πλάσματα της φαντασίας μου- γνώριζαν για την ύπαρξή μου. "Θέλουμε το ονοματεπώνυμό σου για να σου δώσουμε εξιτήριο."
"Άρης", είπα τελικά μουρμουρίζοντας πολύ πολύ σιγανά, με την ελπίδα να μην με ακούσει και να παραιτηθεί. Είχα ακόμα κλειστά τα μάτια και η παιχνιδιάρικη διάθεσή μου εναλλασόταν με μια διάθεση νέου εμετού.
"Το επίθετο;"
"Δημοσδλφγνλ...". Θυμάμαι χαρακτηριστικά: είχα νιώσει πολύ έξυπνος εκείνη τη στιγμή, γιατί ενώ έλεγα δυνατά το ΔΗΜΟ, το υπόλοιπο επίθετο χανόταν στα βάθη του υποσυνείδητου κόσμου μου. Θα μπορούσε να ήταν οτιδήποτε.
Ο γιατρός επέμεινε. Στο τέλος μου το εκμαίευσε.
Πέρασε λίγη ώρα και αφού κοίταξα σα ζόμπι τις νοσοκόμες που μπαινόβγαιναν και με μάλωναν λέγοντας "Καλά τι ήπιες;" (ουίσκι) και "Καλά, πόσο ήπιες;" (σχεδόν ένα ποτήρι - ήμουν όμως αρκετά παρθένος οργανισμός), αποφάσισα να σηκωθώ - για να γυρίσω σπίτι πριν ξυπνήσουν οι γονείς μου. Είχα πλέον μια άλφα συναίσθηση ότι όλα αυτά ήταν αληθινά, παιδεύτηκα όμως πολύ για να βγω απ' το Νοσοκομείο.
Οι περιστασιακές οδηγίες με μπέρδευαν. Οι σκάλες μου έμοιαζαν όλες ίδιες. Είχα την εντύπωση πως όπου και να πήγαινα κατέληγα πάντα στο διάδρομο για τα Επείγοντα Περιστατικά. Κάθισα στο πάτωμα και μισοκοιμήθηκα, μέχρι που μια νοσοκόμα ήρθε και στοργικά με έβγαλε απ' το λαβύρινθο...
Ήμουν επιτέλους στον δρόμο. Σε έναν παντελώς άγνωστό μου δρόμο. Κοίταξα πίσω μου την ταμπέλα του Νοσοκομείου - δεν ήξερα το όνομά του ούτε και τώρα το θυμάμαι. Ήμουν ακόμα στη Θεσσαλονίκη; Σε ποια περιοχή; Ψυχή δεν περνούσε. Ούτε ταξί ούτε περαστικός. "Ας είναι κάπου κοντά στην Καλαμαριά", ευχήθηκα.
Με την προσωρινά θολή μου όραση εντόπισα ένα ζητιάνο δεξιά απ' το νοσοκομείο και τρεκλίζοντας τον πλησίασα. "Πού είμαστε;"
"Έξω απ' το Νοσοκομείο τάδε" απάντησε.
"Ναι, αλλά πού; Σε ποια περιοχή;"
"Άνω Πόλη φίλε." Για λίγο αγχώθηκα. Ήμουν δηλαδή σε άλλη πόλη απ' την Θεσσαλονίκη; "Όχι, στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης είσαι."
Βρήκα ταξί αρκετά αργότερα. Ήταν γύρω στις 6 το πρωί όταν γύρισα σπίτι. Όλοι κοιμόντουσαν. Έκανα μπάνιο προσπαθώντας να αφαιρέσω στρώματα κολλημένου πρώην φαγητού από μένα αλλά και απ' τα ρούχα και κοιμήθηκα.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα, σε κανέναν δεν αφηγήθηκα την ιστορία.
Μέχρι σήμερα.
-------------------
Την είχα καταχωνιάσει τόσο πετυχημένα την ανάμνηση του περιστατικού, την είχα απωθήσει με τόση μαεστρία στις πίσω σελίδες του μυαλού μου, που αμφιβάλλω πως θα τη θυμόμουν με τόση ζωντάνια και λεπτομέρεια αν δεν είχα δει το παρακάτω -50% ξεκαρδιστικό 50% εξοργιστικό- βιντεάκι...
-----------------------------
Το δικό σας χειρότερο μεθύσι;
σχόλια