ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Το χειρότερο μεθύσι της ζωής μου.

Το χειρότερο μεθύσι της ζωής μου. Facebook Twitter
9

Μόνο μία φορά στη ζωή μου έχω μεθύσει πέρα από κάθε όριο.

Δεν τολμώ να αφηγηθώ το πώς και γιατί μέθυσα μπορώ να πω πάντως ότι ήταν το 1996, μια απ' τις πρώτες φορές που ήπια αλκοόλ στη ζωή μου - στα δεκαοκτώ μου. 

Μετά λιποθύμησα και κατέληξα στο νοσοκομείο, μόνος. Τα ξημερώματα ξύπνησα καλωδιωμένος, ενώ ένας γιατρός απαίτούσε να του πω το ονοματεπώνυμό μου. Δεν ήξερα πώς κατέληξα στο νοσοκομείο (ήμουν μόνος πριν μεθύσω), δεν έμαθα ποτέ ποιος κάλεσε το ασθενοφόρο, ποιος με πήγε, τι έγινε - και είμαι απόλυτα ικανοποιημένος που ποτέ δεν θα μάθω.

"Πώς λέγεσαι;" μου έλεγε ξανά και ξανά ο γιατρός σκουντώντας με ενοχλητικά, και εγώ ένιωθα να είμαι μέσα σε όνειρο.

"Δεν σου λέω" απάντησα παιχνιδιάρικα αλλά αργόσυρτα. Κάθε λέξη έβγαινε με δυσκολία απ' το στόμα μου. "Δεν σου λέω..."

"Πρέπει!"

"Όχι", ψιθύρισα, χωρίς να είμαι σίγουρος αν ήταν αλήθεια ή ψέμα όλο αυτό. Είχα τα μάτια μου κλειστά, δεν μπορούσα να τα ανοίξω παρά σε κάποιες στιγμές, ελαφρά. Αυτό που έβλεπα ήταν: ένα κρεμ δωμάτιο, ένας ορός συνδεδεμένος στις φλέβες μου, μια λερωμένη από εμετούς μπλούζα - η δική μου. Προτιμούσα λοιπόν να μη βλέπω. 

"Δεν θα το πούμε στους γονείς σου" με καθησύχασε ο γιατρός καταλαβαίνοντας πως δεν έλεγα το όνομά μου κυρίως γι' αυτό το λόγο - άλλος ένας λόγος ήταν πως σχεδόν δεν το θυμόμουν, ή μάλλον το θυμόμουν στο περίπου αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν το αληθινό μου, αν υπήρχα στην πραγματικότητα κι αν οι γονείς μου -στην περίπτωση που υπήρχαν και δεν ήταν πλάσματα της φαντασίας μου- γνώριζαν για την ύπαρξή μου. "Θέλουμε το ονοματεπώνυμό σου για να σου δώσουμε εξιτήριο."

"Άρης", είπα τελικά μουρμουρίζοντας πολύ πολύ σιγανά, με την ελπίδα να μην με ακούσει και να παραιτηθεί. Είχα ακόμα κλειστά τα μάτια και η παιχνιδιάρικη διάθεσή μου εναλλασόταν με μια διάθεση νέου εμετού. 

"Το επίθετο;"

"Δημοσδλφγνλ...". Θυμάμαι χαρακτηριστικά: είχα νιώσει πολύ έξυπνος εκείνη τη στιγμή, γιατί ενώ έλεγα δυνατά το ΔΗΜΟ, το υπόλοιπο επίθετο χανόταν στα βάθη του υποσυνείδητου κόσμου μου. Θα μπορούσε να ήταν οτιδήποτε.

Ο γιατρός επέμεινε. Στο τέλος μου το εκμαίευσε. 

Πέρασε λίγη ώρα και αφού κοίταξα σα ζόμπι τις νοσοκόμες που μπαινόβγαιναν και με μάλωναν λέγοντας "Καλά τι ήπιες;" (ουίσκι) και "Καλά, πόσο ήπιες;" (σχεδόν ένα ποτήρι - ήμουν όμως αρκετά παρθένος οργανισμός), αποφάσισα να σηκωθώ - για να γυρίσω σπίτι πριν ξυπνήσουν οι γονείς μου. Είχα πλέον μια άλφα συναίσθηση ότι όλα αυτά ήταν αληθινά, παιδεύτηκα όμως πολύ για να βγω απ' το Νοσοκομείο. 

Οι περιστασιακές οδηγίες με μπέρδευαν. Οι σκάλες μου έμοιαζαν όλες ίδιες. Είχα την εντύπωση πως όπου και να πήγαινα κατέληγα πάντα στο διάδρομο για τα Επείγοντα Περιστατικά. Κάθισα στο πάτωμα και μισοκοιμήθηκα, μέχρι που μια νοσοκόμα ήρθε και στοργικά με έβγαλε απ' το λαβύρινθο... 

Ήμουν επιτέλους στον δρόμο. Σε έναν παντελώς άγνωστό μου δρόμο. Κοίταξα πίσω μου την ταμπέλα του Νοσοκομείου - δεν ήξερα το όνομά του ούτε και τώρα το θυμάμαι. Ήμουν ακόμα στη Θεσσαλονίκη; Σε ποια περιοχή; Ψυχή δεν περνούσε. Ούτε ταξί ούτε περαστικός. "Ας είναι κάπου κοντά στην Καλαμαριά", ευχήθηκα. 

Με την προσωρινά θολή μου όραση εντόπισα ένα ζητιάνο δεξιά απ' το νοσοκομείο και τρεκλίζοντας τον πλησίασα. "Πού είμαστε;"

"Έξω απ' το Νοσοκομείο τάδε" απάντησε. 

"Ναι, αλλά πού; Σε ποια περιοχή;" 

"Άνω Πόλη φίλε." Για λίγο αγχώθηκα. Ήμουν δηλαδή σε άλλη πόλη απ' την Θεσσαλονίκη; "Όχι, στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης είσαι."

Βρήκα ταξί αρκετά αργότερα. Ήταν γύρω στις 6 το πρωί όταν γύρισα σπίτι. Όλοι κοιμόντουσαν. Έκανα μπάνιο προσπαθώντας να αφαιρέσω στρώματα κολλημένου πρώην φαγητού από μένα αλλά και απ' τα ρούχα και κοιμήθηκα. 

Κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα, σε κανέναν δεν αφηγήθηκα την ιστορία.

Μέχρι σήμερα. 

-------------------

Την είχα καταχωνιάσει τόσο πετυχημένα την ανάμνηση του περιστατικού, την είχα απωθήσει με τόση μαεστρία στις πίσω σελίδες του μυαλού μου, που αμφιβάλλω πως θα τη θυμόμουν με τόση ζωντάνια και λεπτομέρεια αν δεν είχα δει το παρακάτω -50% ξεκαρδιστικό 50% εξοργιστικό- βιντεάκι...

-----------------------------

Το δικό σας χειρότερο μεθύσι;

Το χειρότερο μεθύσι της ζωής μου. Facebook Twitter
9

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι προβληματικές, βαθιά σεξιστικές δηλώσεις του Δημήτρη Παπανώτα για την «υστερία» των γυναικών - Μικροπράγματα

Mικροπράγματα / Οι προβληματικές, βαθιά σεξιστικές δηλώσεις του Δημήτρη Παπανώτα για την «υστερία» των γυναικών

«Υστερικές» όσες μιλούν συνεχώς για τα γυναικεία δικαιώματα και «τα θέλουν» όσες είναι θύματα καταπίεσης και δεν το καταγγέλλουν, μάς ενημερώνει ο υποψήφιος ευρωβουλευτής, Δημήτρης Παπανώτας.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΝΑ ΚΡΑΒΑΡΗ

σχόλια

9 σχόλια
Βελιγράδι 1998: με είχαν προειδοποιήσει για την τρελή μπύρα τους. Αφού διαλύθηκε στο πάρτυ κατέληξα να πηγαινοέρχομαι στη μέση μια λεωφόρου. Ένας φίλος προσπάθησε να με σώσει αρπάζοντάς με απο πίσω. Πέσαμε και οι δύο στο κράσπεδο χωρίς να μπορώ να βάλω τα χέρια μου. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσω και να σπάσω τα μούτρα μου. Την άλλη μέρα ξύπνησα αγκαλιά με ένα κουβαδάκι εμετό και αίμα...
Το καλοκαίρι του 1995 και μόλις είχαμε τελειώσει το Λύκειο. Σε ένα club στη Χαλκιδική, όπου είχα ήδη καταναλώσει 2 ποτήρια βότκα με λεμόνι και ο μπάρμαν άρχισε να μας κερνάει σφηνάκια. Εγώ δασκαλεμένη από τα μεγαλύτερα αδέρφια μου να μη μπερδεύω ποτέ ποτά, ξέχασα τα πάντα και κατέβασα περίπου 10 σφηνάκια (άλλα βότκα, άλλα σαμπούκα και άλλα τεκίλα) με αποτέλεσμα να βρεθώ ολομόναχη στην τουαλέτα λιπόθυμη. Ξύπνησα μετά από κάποια ώρα (ποτέ δεν έμαθα πόση) τρομοκρατημένη και χωρίς να θυμάμαι πώς βρέθηκα εκεί. Νομίζω ήταν το καλύτερο μάθημα που πήρα σχετικά με το αλκοόλ, γιατί από τότε έμαθα πότε να σταματάω.
Ήταν τον Αύγουστο που είχα τελειώσει το σχολείο, σε ένα πάρτι στο σπίτι ενός καλού μου φίλου. Πήγαμε μια παρέα τεσσάρων ατόμων με δώρο ένα μπουκάλι Tanqueray (γιατί δεν ξέραμε αν θα είχε αυτός). Τελικά είχε άλλα 2. Ήπιαμε τα τέσσερα άτομα 2 μπουκάλια συνολικά και μετά εγώ κάπως κατάφερα και βγήκα έξω να βρω έναν άλλον φίλο μου. Η αλήθεια είναι πως δεν έμαθα πόσο είχα πιει από εκείνη τη στιγμή και μετά, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι με ρώτησε αν μπορώ να πάω σπίτι, αφού φάγαμε κάτι και του απάντησα "ναι".Ήμουν τυχερός που η διαδρομή από εκεί που με άφησε μέχρι το σπίτι μου είναι μια ευθεία, και ακόμα πιο τυχερός που στη μια μεριά του πεζοδρομίου είχε δεντράκια και στην άλλη κτίρια και έβρισκα κάπου όταν έκανα θεαματικά ζιγκ-ζαγκ και έμενα στη σωστή πορεία.Εμένα, δυστυχώς, το κατάλαβαν οι δικοί μου καθώς ήμουν κρεβατωμένος για δυο μέρες μετά.
Δύο ήταν τα πιο ντροπιαστικά και απαράδεκτα μεθύσια της ζωής μου.1ο: όταν ήμουν 13-14, σε ένα γλέντι με φίλους του πατέρα μου στο γράμμο. Είχαμε κατασκηνώσει εκεί πέρα και οι "μεγάλοι" έψηναν κρέατα και έπιναν τσίπουρα. Στα μουλωχτά έπινα κι εγώ λοιπόν, μέχρι που έγινα χάλια, έκανα μερικά βήματα, έπεσα πάνω σε μία σκηνή και την έσπασα. Συμφωνήσαμε με τον πατέρα μου να μην πούμε τίποτα στη μαμά.2ο: Στο γάμο του ξαδέρφου μου πριν μερικά χρόνια. Η δεξίωση έγινε σε κυριλέ ξενοδοχείο, όπου οι σερβιτόροι έσπευδαν να σου γεμίσουν το ποτήρι με το κρασί μόλις άδειαζε. Πρέπει να κατέβασα λοιπόν γύρω στα δύο μπουκάλια χωρίς να το καταλάβω. Σηκώνομαι λοιπόν και κάνω εμετό στο πάτωμα, μπροστά σε όλο τον κόσμο. Δεν έχω ξαναντραπεί τόσο στη ζωή μου.
Εμένα δεν ήταν με αλκοόλ.Είχα φάει ένα τριπάκι και για κακή μου τύχη βρέθηκα σε μιά τουαλέτα γεμάτη καθρέφτες. Σκέτη απελπισία. Δεν μπορούσα με τίποτα να βρώ την έξοδο. Με έβγαλαν από εκεί μετά από μισή ώρα. Ο απόλυτος πανικός.