Τρίτη 8 και μισή. ''Ξυπνητήρι, καταραμένο δημιούργημα του μάταιου τούτου κόσμου σταμάτα να χτυπάς σαν δαιμονισμένο.'' Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ... ''
Προφανώς και δεν σε ακούει κανείς και μιλάς και σιχτιρίζεις ολομόναχη από το πρωί του Θεού. Και αφού μετά περισσής λύπης και με πόνο ψυχής αναγκάζεσαι βάναυσα να εγκαταλείψεις το άκρως ειδυλλιακό κλίμα που σου κρατούσε συντροφιά τις προηγούμενες οκτώ ώρες, πού να βρεις τη δύναμη να γυρίσεις την πλάτη στο όμορφο και ζεστό σου κρεβατάκι; Και θέτεις εν ενεργεία το κουράγιο σου και σηκώνεσαι, αφού πρώτα έχεις σκοντάψει κανά δυο φορές, ψάχνοντας τις παντόφλες σου και τα γυαλιά σου, με υποτίθεται φορτισμένες τις μπαταρίες σου. Λέμε τώρα...
Και κάπως έτσι ξεκινά λοιπόν η μέρα σου, καλημέρα.
Επόμενη στάση μπάνιο, ρίχνεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου, μπας και μπορέσεις να συνέλθεις από τον πονοκέφαλο της αϋπνίας. Συνεχίζοντας, προχωράς όσο πιο γρήγορα προς τη μεριά της κουζίνας, αναζητώντας σε κατάσταση πανικού ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ και μία κούπα γάλα! Κάτι φαγώσιμο δεν είναι κακή ιδέα. Η καλή μέρα άλλωστε από το πρωί φαίνεται. Carpediem.
Και κάπου εκεί, λέω στον εαυτό μου με πάθος φλογερό και με μια πρωτόγνωρη για μένα τόλμη θα ''αδράξω τη μέρα''. Ω, ναι σήμερα θα το κάνω, θα τα καταφέρω. Θα πάω στη δουλειά μου και θα είμαι προσηλωμένος εκατό τοις εκατό... Κάπου εκεί όμως τρυπώνεις από το πουθενά στο λογισμό μου κι εσύ ''βλάκα μου''.
Όσο και να αντισταθώ, όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν καταβάλω, εσύ είσαι πάντα εκεί. Και το σύνθημα ''focus'' το εξαφανίζεις για ακόμη μια φορά στο λεπτό. Το επαναλαμβάνω καθημερινά μήπως και αυξήσω τις πιθανότητες μου να το επιτύχω αλλά μάλλον (δεν στο κρύβω) δεν το θέλω και πολύ κατά βάθος.
Άνθρωποι πηγαινοέρχονται δεξιά κι αριστερά μου. Άλλοι πάνε στις δουλειές τους βιαστικοί, όντας εγκλωβισμένοι στο μότο ''τρέχω, τρέχω, δεν προλαβαίνω'', άλλοι βγαίνουν στην αγορά, ανέμελοι χαζεύουν βιτρίνες, απολαμβάνουν ένα καφέ στο όρθιο πάντοτε (γιατί φυσικά δεν προλαβαίνουν κάτι παραπάνω, μην ξεχνιόμαστε- η εβδομάδα ίσα που ξεκίνησε), μία επίσκεψη στο σούπερμαρκετ της γειτονιάς , μετά οι νοικοκυρές θα πάνε να φροντίσουν τα του οίκου τους, μαγειρέματα, σύζυγοι, παιδιά, σκυλιά, γατιά και τα συναφή.
Κάτι τέτοιες σκέψεις ξεδιπλώνονται αναπάντεχα με μία απλή βόλτα στο σούπερμαρκετ και πάλι κάπου εκεί μια σκέψη μου θα συναντήσει ξανά εσένα ''βλάκα μου'', κάτι αφελές, κάτι φαινομενικά κουτό που θα ακολουθήσει στη συνέχεια τα τόσα ''γιατί'' και τα τόσα αναπάντητα ερωτήματα που συνεχώς μου δημιουργείς και μένω μονάχα εγώ μέρα με τη μέρα με ολοένα και περισσότερες απορίες και πάντοτε ένα τεράστιο ''γιατί'' να φαντάζει σαν φωτεινή πινακίδα κάποιου υπέρλαμπρου ουρανοξύστη στο Μανχάταν, εγκλωβισμένο στο ταπεινό εκείνο μέρος του εγκεφάλου μου, που έχεις βίαια καταλάβει. Και το ''γιατί'' επανέρχεται δριμύτερο και θέλω να πατήσω στη γη και το σύννεφο δεν με αφήνει στιγμή μακριά του. Και ξέρω όλα τα τύπου ''ανεδαφικά όνειρα'', τα της λεγόμενης ''μεγαλοποίησης των πραγμάτων'' και της ''εξιδανίκευσης''. Κι όμως, αυτός ο άκρατος ρομαντισμός, έχοντας εισβάλει στα άδυτα της ψυχής μου, με έχει καταδυναστεύσει. Διχάζομαι ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό και στα θέλω μου, που δεν τα θες.
Και κάπως έτσι συνεχίζω, προχωράω, πέφτω, ξανασηκώνομαι και ξανά... Πάμε πάλι από την αρχή. Και η ζωή κάπως έτσι κυλάει μακριά σου...
Προσπαθώντας να λύσω έναν άλυτο γρίφο, δε βρίσκω καμία σωτηρία.
Αυτά τα ''γιατί'' που στροβιλίζουν χαμένα-έχοντας απολέσει καθ ολοκληρία το μονοπάτι που οδηγεί στην απάντηση- σε κάποιο ημισφαίριο του εγκεφάλου μου (μην πω και στα δύο και φανώ υπερβολική) με εξουθενώνουν, απορροφώντας κάθε σταλιά ενέργειας που μου έχει απομείνει και μου θυμίζουν όλα τα χαμένα όνειρα που έχω κάνει ήδη από μικρό παιδί για σένα - για μας και δε λες να το καταλάβεις.
Έχεις ενδοιασμούς, κάνεις ένα βήμα μπροστά (γεμίζω με κιλά ευτυχίας, σκορπίζοντας χαμόγελα απλόχερα παντού, ακόμη και στην άκρως αντιπαθητική γειτόνισσα) και πέντε βήματα πίσω.
Και να, ιδού πάλι τα ''γιατί'', σαν φίδια με έχουν κυκλώσει, με στοιχειώνουν, με πνίγουν και δε μπορώ να αναπνεύσω, να φωνάξω και να βρω τη λύτρωση που επιθυμώ διακαώς- γιατί αυτή νομίζω είσαι εσύ.
Και μου μιλάνε και λέω πως καταλαβαίνω και κατά βάθος, καταλαβαίνω πολύ καλά, μην αμφιβάλλεις. Έλα ντε όμως που η δίψα μου για όνειρα αποδεικνύεται κατά τι μεγαλύτερη. Και πέφτω ξανά στο βούρκο των σκέψεων μου κι εσύ που κρατάς τη μοίρα μου στα χέρια σου, δεν απλώνεις το δικό σου χέρι να με βοηθήσεις. Και τα γιατί πολλαπλασιάζονται δαιμονισμένα και δεν λεν να σταματήσουν.
Μπορεί να ακουστώ σαν ένα ανθρωπόμορφο, παρανοϊκό, υπερφίαλο, εγωκεντρικό πλάσμα της φύσης που διακατέχεται από έναν ακατανίκητο ναρκισσισμό, που δε λέει να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως έχει, γιατί απλά θέλει να εθελοτυφλεί, όμως μέσα του ξέρει πολύ καλά πως αυτό το τερατίδιο που μόλις περιέγραψα, μπορεί να γίνει όσα θες.
Και το βλέπεις κι εσύ, και το σκέφτεσαι ξανά και ξανά και ξανά. Και στην πολλή σκέψη χάνεσαι κι εσύ αγάπη μου και πέφτεις θύμα της εσωτερικής σου πάλης, μιας μάχης που δίνεις καθημερινά και ο χαμένος είμαι πάντα εγώ.
Μακάρι να μου έδινες την ευκαιρία να καταρρίψω κάθε ενδοιασμό σου. Μακάρι να ξυπνούσες μια μέρα και όσα ένιωθα εγώ να τα ένιωθες κι εσύ ως δια μαγείας, προσπερνώντας κάθε εμπόδιο που εσύ και μόνο εσύ βάζεις στον εαυτό σου, στο στίβο που έχεις επιλέξει να τρέξεις, χωρίς λόγο και αιτία, άσκοπα κι ανώφελα. Ένα ραβδάκι ζητώ από την καλή μου νεράιδα και κάθε επιθυμία μου να εισακουστεί. Να ξυπνήσεις ένας άλλος- αυτός που θέλω- και γιατί όχι πιστεύω σε σένα, πάντα πίστευα και πάντα θα πιστεύω- μπορείς να το καταφέρεις. Μόνο μη σκέφτεσαι πολύ. Το έχω ήδη κάνει εγώ και για τους δυο μας. Αρκεί...
Κι ακούω Κατσιμιχαίους και το ραδιόφωνο παίζει χαμηλόφωνα μια γνώριμη μελωδία τους, ''Έλα στο όνειρό μου και περπάτησε'', και σιγοτραγουδώ κι ονειρεύομαι κι ονειρεύομαι, περιπλανώμενη σε αλλοτινές εποχές, κάπου στη δεκαετία του '50, '60, όπου όλα ήταν αγνά κι αθώα! Και θέλω να σου μιλήσω και δεν μ αφήνεις, δε μπορώ να σου δώσω όλα όσα θέλω, να σε σφίξω δυνατά, να σ' αγκαλιάσω και να μην φοβάμαι, και συνεχίζω να ακούω μουσική και τη σκυτάλη δίνει στο ''ώρες σιωπής''... Και μια νοερή βουτιά στο κενό ακολουθεί, με μια κουβέντα μου ''Τσακνή μας κατέστρεψες '' κι εκεί πάλι χάνομαι και πέφτω.
Και θέλω να σου φωνάξω, ξύπνα, ξύπνα, σήκω και δες αυτό που πρέπει να δεις πραγματικά. Κι εκεί έρχονται οι φίλοι και μου μιλάνε κι εγώ τους ακούω δήθεν προσεκτικά. Δείχνω να καταλαβαίνω την κατάσταση αλλά γιατί δε μπορώ να σε απομακρύνω από μένα οριστικά? Γιατί βλέπω κάτι καλό σε σένα κι ενώ προσπαθείς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να το αναιρέσεις, εγώ βλέπω κάτι πίσω απ όλα αυτά, ένα ψήγμα, μια υπόνοια αυτού του ανθρώπου που νομίζω σχεδόν σίγουρα ότι είσαι και αυτός ο ίδιος άνθρωπος με συμπληρώνει. Και κάτι μου ψιθυρίζει σιγανά στ' αυτί με ήχο γλυκό και νωχελικό να μη φύγω, για κάποιο λόγο ανεξήγητο. Και το ένστικτο μου, δεν με γελά εμένα. Όμως δεν μπορώ να ζω άλλο μόνο μ αυτό. Δώσε μου κάτι, μοιράσου ένα φόβο σου μαζί μου, έλα πιο κοντά μου και θα δεις ένα κόσμο αλλιώτικο, αυτόν που ονειρεύομαι τόσο καιρό τώρα. Θα στον προσφέρω απλόχερα, με κάθε ανιδιοτέλεια. Θα δεις, θα σου αρέσει!
Κι αν δεν το θες πραγματικά, πες το μου να φύγω, γιατί στη ζωή μ' αρέσουν τα λόγια τα ξεκάθαρα, οι αυθεντικοί, οι ντόμπροι άνθρωποι, που δε διστάζουν να παλέψουν θαρραλέα με τους προσωπικούς τους δαίμονες και να έρθουν αντιμέτωποι με τον κόσμο που τους περιστοιχίζει. Γιατί ο κόσμος είναι χτισμένος πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και μάθε το καλά δεν μπορείς, ούτε και το θες να ξεφύγεις από αυτόν τον πλέον ευχάριστο κλοιό, όσες λύπες κι αν αναδυθούν από μέσα του. Ο δρόμος για την ευτυχία περνάει μέσα από τις ζωές άλλων ανθρώπων, κάπου στην πορεία συναντούν τη δική σου και ποιος μπορεί να ξέρει την έκβαση. Ο δρόμος αυτός είναι δύσβατος κι ανηφορικός. Χρειάζεται κόπος και αρκετές πινελιές θεόσταλτης τύχης, ώστε η προσπάθεια σου να ανθίσει και να αποφέρει επιτέλους τους πολυπόθητους καρπούς, αυτούς που τόσο πολύ λαχταράς εναγωνίως.
Κι ακόμη κι αν τα θέλω σου, ξέρω ότι είναι και δικά μου θέλω, αν δεν το βλέπεις κι εσύ, απλά άσε με να φύγω. Ζω για όλα ή τίποτα. Θα περιμένω, όχι για πολύ... Το αποκύημα της φαντασίας μου πρέπει να βρει το δρόμο του... Χάραξε εσύ τη διαδρομή που θα ακολουθήσει και ακολουθώ κι εγώ μαζί, θα το κάνω. Στο υπόσχομαι...
Θα ελπίζω όμως μέχρι τότε στο δικό σου ''carpediem'', αύριο όταν ξυπνήσεις, να κάνεις μια καλή αρχή με μένα. Καληνύχτα