Η απόφαση του ΣτΕ, έτσι όπως την έχουμε στη γενικότητά της και χωρίς το σκεπτικό, είναι σημαντική πολιτική ήττα της κυβέρνησης. Αλλά, σε μεγάλο βαθμό, εκείνη και ο Νίκος Παππάς έχουν την ευθύνη γι’ αυτό το στραπάτσο. Στην πολιτική κουλτούρα της συριζαϊκής Αριστεράς, το δίκαιο και οι δικαιϊκοί κανόνες πρέπει να υποχωρούν πάντα για να διαβεί η αγαθή (κατά την κρίση τους) βούληση «μιας προοδευτικής κυβέρνησης». Επειδή ξεκινούν από μια τελείως λάθος αντίληψη για την απόλυτη προτεραιότητα της «λαϊκής βούλησης» –στην ερμηνεία που της δίνει, βεβαίως, η συγκεκριμένη κυβερνητική πλειοψηφία– επί των κανόνων, είδαν πρόχειρα και με πολύ άστοχες κινήσεις τα λεπτά ζητήματα ρύθμισης και το θέμα της τάξης στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Στην πρεμούρα και στο πάθος για επιβεβαίωση αυτού που η κυβέρνηση ονομάζει μάχη κατά της διαπλοκής, υπονομεύτηκε η πραγματική ανάγκη για ρύθμιση του ανταγωνισμού των συχνοτήτων και των άλλων θεμάτων στην αγορά των media.
Το κακό είναι ότι τα στοιχήματα της κυβέρνησης χάνονται αλλά αυτός που κερδίζει είναι η ιδέα πως κάθε ρύθμιση είναι ύποπτη για αυταρχισμό και πως όποιος μιλάει για δημόσια αγαθά συγκαλύπτει τον πιο ιδιοτελή κρατικό-κομματικό επεμβατισμό. Όπως συμβαίνει συχνά, ένας δημαγωγικός και ρητορικός «αντινεοφιλευθερισμός» νομιμοποιεί στα μάτια πολλών την αντίληψη πως οι αγορές μόνες τους μπορεί να λύνουν τα προβλήματα.
Η αντίληψη πως ο καλός κυβερνητικός νομοθέτης γνωρίζει καλύτερα από όλους το λαϊκό και κοινωνικό συμφέρον, βγάζει λοιπόν στο ακριβώς αντίθετο: στην ιδέα πως τη δημοκρατία την εγγυώνται μόνο οι Ανεξάρτητες Αρχές και τα δικαστήρια. Η μια μονομέρεια ενδέχεται να οδηγήσει σε μιαν άλλη. Η πολιτική αφλογιστία και οι αυταρχικοί αυτοσχεδιασμοί να οδηγήσουν στο κράτος των δικαστών. Και η ρητορική της αντι-διαπλοκής (τελευταίο χαρτί του ριζοσπαστικού λαϊκισμού) να γίνει το καλύτερο δώρο στις δυνάμεις της «πιάτσας». Κρίμα.