«Αυτά εδώ πέρα είναι τα ρεμάλια που τους φέρνουνε με τα σαπιοκάραβα», σε άκουσα να τους λες, ανεβαίνοντας τη Μασσαλίας, στο δρόμο για τη σχολή. Είχαν σκούρο δέρμα, ήρθαν από άλλη χώρα, μάλλον. Το δικό σου δέρμα ήταν ανοιχτό. Μεσήλικας -πενήντα με πενήντα πέντε- μετρίου αναστήματος, λιγάκι γεμάτος. Έλληνας μάλλον.
Μπορεί να κατάλαβαν τι τους είπες, μπορεί και όχι. Μπορεί να γέλασαν, μπορεί και όχι. Εγώ δε γέλασα. Στάθηκα, σε κοίταξα λίγο, σαστισμένη, και μετά προχώρησα. Ντράπηκα.
Κι εγώ σε άκουσα, αλλά δε μίλησα. Θα ήθελα, όμως, να μου είχε πει κάποιος: «Μίλα βρε ζώον! Αύριο μπορεί να συμβεί και σε σένα.»
Δεν ντράπηκα εσένα. Ντράπηκα για εσένα. Και για μένα. Κι εγώ δεν είμαι καλύτερή σου. Άκουσα το παραλήρημά σου και δεν είπα τίποτα.
Αυτά τα «ρεμάλια», αγαπητέ Έλληνα, δεν ήρθαν για να θαυμάσουν τα κάλλη σου, ή τα δικά μου. Δεν ήρθαν «για να μας πάρουν τις δουλειές». Ξέρω. Μπορεί κάποιος «ξένος», μαύρος-άσπρος-μπλε, να σου «έφαγε» τη δουλειά -μια δουλειά που εξ αρχής δεν ήθελες να κάνεις, για να μη χάσεις το κοινωνικό σου status. Το ξέρω. Μπορεί να σου χαλάνε τη θέα στα πάρκα και στις πλατείες, όπου «πάνε και λιάζονται». Αγανάκτησες. Σε κατανοώ.
Δεν ήρθαν, όμως, για να γκρεμίσουν τον όμορφο κόσμο σου. Ήρθαν στη δική σου χώρα, για να μη μείνουν στη δική τους. Γιατί στη δική τους τους σκοτώνουν. Διακινδύνευσαν να πεθάνουν στη θάλασσα, αλλιώς θα πέθαιναν από σφαίρες. Διέθεσαν τις οικονομίες τους, για να πάνε κάπου καλύτερα. Αυτό το «καλύτερα» έτυχε να είναι εδώ. Στη δική σου υποτίμηση, σε αμφίβολα κέντρα «προσωρινής συγκέντρωσης»-κράτησης, σε δρόμους, πεζοδρόμια, παγκάκια. Γιατί καλύτερα να ζεις κάπως, παρά να μη ζεις καθόλου.
Μην τους κατηγορείς, λοιπόν, αυτούς τους «ξένους». Κι εκείνοι «άλλα είναι εκείνα που αγαπούν, αλλού γι' αλλού ξεκίνησαν». Ξέμειναν, όμως, εδώ, μαζί σου και μαζί μου. Κι αν θες κάποιον να κατηγορήσεις, μπορείς να κατηγορήσεις όσους έγιναν βαθύπλουτοι, υποσχόμενοι τη γη της επαγγελίας, διαβεβαιώνοντας για την άφιξη σε έναν κόσμο άλλο, αγγελικά πλασμένο. Να κατηγορήσεις την πολιτεία σου. Κι όλες τις άλλες πολιτείες και τις διεθνείς συμφωνίες που συνήψαν, για τις οποίες ξοδεύτηκε χρόνος και μελάνη κι εξαιτίας της ανεπάρκειας των οποίων ξοδεύτηκαν, όμως, και ανθρώπινες ζωές. Που η μοναδική τους «επιτυχία» ήταν να μετατρέψουν ανθρώπους σε αντικείμενα, που δεν έχουν που να τα βάλουν και τα σκορπάνε εδώ κι εκεί. Και να κατηγορήσεις τον πόλεμο. Και το μίσος.
Θα μου πεις, ποια είμαι εγώ, για να στα λέω όλα αυτά; Καμία. Κι εγώ σε άκουσα, αλλά δε μίλησα. Θα ήθελα, όμως, να μου είχε πει κάποιος: «Μίλα βρε ζώον! Αύριο μπορεί να συμβεί και σε σένα.»
σχόλια