«Είμαι 49 χρονών. Δεν μπορώ να ενταχθώ στην γκέι κοινότητα σ΄ αυτήν την ηλικία». Έτσι ξεκινάει το τελευταίο κομμάτι του comedy special που κινηματογραφήθηκε στην Ουάσιγκτον πριν μερικές μέρες και προβάλλεται από το Netflix. Σφιχτή και αεικίνητη (με τον γνωστό νωθρό τρόπο του) η εμφάνιση του δημοφιλούς κωμικού, διήρκεσε μια ώρα και 15 λεπτά – κάπου εκεί ολοκληρώνονται πια τα stand up «specials», πάνε οι εποχές των μαραθώνιων εμφανίσεων και της άναρχης φόρμας – καταλήγοντας στην εξομολόγηση του για την διακριτική αλλά επίμονη ομοερωτική αναστάτωση («δεν μου σηκώνεται ακριβώς αλλά πάντως ξεδιπλώνεται λίγο ξυπνώντας από την πλαδαρή λήθη του») που του προκαλεί, όποτε την πετυχαίνει στην τηλεόραση, η ταινία του Στίβεν Σόντεμπεργκ Magic Mike με θέμα τους αρσενικούς στρίπερ και πρωταγωνιστές τον Μάθιου Μακόναχι και τον Τσάνινγκ Τέιτουμ. «Ζηλεύω τις τρανς για την ταυτότητά τους, εγώ σ΄ αυτήν την ηλικία ακόμα παθαίνω συγχύσεις ταυτότητας», που όπως εξηγεί, ξεκινούν για τα αγοράκια όταν βρεθούν κυριολεκτικά πρόσωπο με πρόσωπο (λόγω ύψους) με το πουλί του μπαμπά την πρώτη φορά που κατουράνε δίπλα δίπλα στις αντρικές τουαλέτες κάποιου εστιατορίου, γηπέδου ή άλλου κοινόχρηστου χώρου.
«Το χειρότερο με τα βίντεο αποκεφαλισμού είναι αυτό το ύφος που μένει χαραγμένο στο πρόσωπο όταν το κεφάλι αποχωρίζεται το σώμα... Εμείς οι φαλακροί δεν κινδυνεύουμε, οι τζιχαντιστές ξενερώνουν όταν δεν μπορούν να επιδείξουν το κεφάλι κρατώντας από τα μαλλιά...».
Η stand up κωμωδία αποτελεί ίσως το μοναδικό πλέον πεδίο ελεύθερης έκφρασης στο σύμπαν της μαζικής ψυχαγωγίας, μια αρένα όπου δοκιμάζονται τα όρια της πολιτικής ορθότητας, της ανοχής και των μέσων που μπορεί να χειριστεί ο διασκεδαστής / παρατηρητής / αμπελοφιλόσοφος της καθημερινότητας για να υπερβεί αλώβητος τα ηλεκτροφόρα σύρματα που προβάλλει παντού σχεδόν η σύγχρονη «κουλτούρα της προσβολής» κατά την οποία είναι αδύνατον να πεις κάτι αιχμηρό που να μην προσβάλλει κάποια κατοχυρωμένη ή μη μειονότητα. Ο κωμικός πετάει δολώματα και εύχεται να πιάσει κάτι, ενδεχομένως πολύτιμο και άξιο συζήτησης, αντί να βρεθεί ο ίδιος στη θάλασσα παρέα με τα σκυλόψαρα. Με την άνεση που τον διακρίνει πια (η επιτυχία και η καταξίωση δίνουν φτερά), ο Louis C.K., μπαίνει κατευθείαν στα βαθιά, χωρίς εισαγωγή, χωρίς τίποτα: «Έτσι που λέτε για τις αμβλώσεις λοιπόν...». Ακολουθεί ένας μονόλογος που φέρνει το κοινό στην τσίτα μέσω της αμηχανίας και δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά, αλλά σατιρίζει τις ίδιες τις παραμέτρους της αντιπαράθεσης για να περάσει στο επόμενο θέμα, που είναι η ζωή και ο θάνατος, αλλά και μια συνηγορία υπέρ των αυτοκτονικών ενστίκτων:
«Δεν είναι σα να σκοτώνεις μωρό – εντάξει, είναι και λίγο σα να σκοτώνεις μωρό – ωραία, ας δεχτούμε ότι είναι και σα να σκοτώνεις μωρό. Νομίζω ότι πρέπει να επιτρέπεται στις γυναίκες να σκοτώνουν μωρά... Εννοώ ότι δε νομίζω ότι η ζωή είναι και τόσο σπουδαία στο φινάλε... Για σκέψου το. Δεν χρειάζεται να ξανακάνεις οτιδήποτε σε καταπιέζει από τη στιγμή που μπορείς να αυτοκτονήσεις». Έχει βρεθεί προ πολλού ο Louie στο σημείο όπου μπορεί να λέει ό,τι θέλει αφού έχει κατοχυρωθεί η συμπόνια και η ανεκτικότητα και οι φιλελεύθερες / προοδευτικές ευαισθησίες που εκπέμπει ο λόγος και το ύφος του - καθώς και η επιτηδευμένα άγαρμπη και μελαγχολική κινησιολογία του - ακόμα και στα πιο «χοντρά» αστεία: «Το χειρότερο με τα βίντεο αποκεφαλισμού είναι αυτό το ύφος που μένει χαραγμένο στο πρόσωπο όταν το κεφάλι αποχωρίζεται το σώμα... Εμείς οι φαλακροί δεν κινδυνεύουμε, οι τζιχαντσιτές ξενερώνουν όταν δεν μπορούν να επιδείξουν το κεφάλι κρατώντας από τα μαλλιά...». Η πίστα που παραδοσιακά όμως «κεντάει» είναι τα οικογενειακά / γκομενικά / «σχεσικά» ζητήματα: «Το καλύτερο στον κόσμο είναι ο έρωτας...απλά μην είσαι άπληστος και περιμένεις να διαρκέσει... Σ' αυτή τη ζωή είτε είσαι μόνος/η ή σε μια κωλοσχέση. Αυτό καλύπτει το 100% των ανθρώπων». Πού και πού πετάει κι ένα αξίωμα που μοιάζει ισοπεδωτικό αλλά σίγουρα έχει κάποιο βαθύ νόημα (θυμάμαι το κλασικό του «boys fuck things up, girls are fucked up») όπως εν προκειμένω ότι «οι γυναίκες έχουν κρίση, οι άντρες έχουν πρόθεση» ή ότι «τα στερεότυπα μπορεί να είναι επιζήμια - οι "φωνές" όμως [που κάνει κάποιος μιμούμενος μια μειονότητα] είναι πάντα αστείες».
Κανείς δεν γνωρίζει (δεν υπάρχει καμιά σχετική αναφορά κατά τη διάρκεια της παράστασης) το λόγο που αποφάσισε για πρώτη φορά στην καριέρα του να εγκαταλείψει την παραδοσιακή του «στολή» (μαύρο μακό, μαύρο τζην, αρβυλοπάπουτσα) και να εμφανιστεί με γραβάτα και σκούρο ριγέ κουστούμι δικηγόρου / χρηματιστή / κουμπάρου σε γάμο. Ίσως έχει να κάνει με τον Τραμπ με κάποιο διεστραμμένο τρόπο. Τον Τραμπ ο οποίος δεν αναφέρεται ούτε μια φορά σε ολόκληρη την παράσταση παρά μόνο ίσως λοξά, κάποια στιγμή που ο Louie μιλάει για τους ανθρώπους στο μέλλον που μας βλέπουν σε μια παλιά οθόνη ανάμεσα στα χαλάσματα.
σχόλια