Την Τετάρτη το βράδυ είδα στο DVD την ταινία του Stephen Chbosky The perks of being a wallflower, αυτό το εμβληματικό για τη δεκαετία του '90 βιβλίο (είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις MTV) που γύρισε ο ίδιος σε ταινία το 2012 και αποτελεί μία από τις πιο σπουδαίες εφηβικές απεικονίσεις της δεκαετίας στο σινεμά (και ας έχουν κάποιοι αντιρρήσεις για το twist του τέλους, που ελάχιστη σημασία έχει για την υπόλοιπη δομή της εξαιρετικής ταινίας). Οι Smiths ως λυτρωτικοί άγγελοι εξ ουρανού που απαντούν με άνεση σε όλα τα ερωτήματα, οι γκέι φίλοι, το αναπόφευκτο bullying (το οποίο μπορεί και να είναι τελικά καθοριστικό για να γίνεις ένα εξωγήινο «wallflower»). Τα σκεφτόμουν όλα αυτά την επόμενη ημέρα που πήγα στα εγκαίνια της έκθεσης της τραβεστί Πάολας Ρεβενιώτη στην Breeder, μιας φιγούρας βγαλμένης από τα σκοτεινά '80s, που αποφάσισε επιτέλους να εκθέσει τον εαυτό της (περισσότερο απ' ό,τι τον εκθέτει καθημερινά στο facebook) μέσα από μια έκθεση των αυθεντικών φωτογραφιών που έκρυβε στα συρτάρια της τόσα χρόνια, παρακινούμενη από τον Ανδρέα Αγγελιδάκη (ο οποίος έστησε περισσότερο από ιδανικά μια «δύσκολη» έκθεση). Μικρές κορνίζες με γυμνούς εραστές και όμορφα αγόρια που έχουν περάσει από τη ζωή της, φωτογραφημένα σε καθημερινές στιγμές (στην παραλία, πάνω από ένα πιάτο φαγητό, μπροστά από μια ντουλάπα) με τη ματιά μιας Nan Goldin ή ένος Wolfgang Tillmans – αν ήταν, αν ζούσε σε έναν άλλο γαλαξία, η Πάολα θα ήταν αυτήν τη στιγμή με άνεση στις προθήκες του MoMA ή της Tate Modern. Σαν ένα ταξίδι στο σαλονάκι της. Ένα φως που αναβόσβηνε ανά διαστήματα σου έδινε την αίσθηση του διακτινισμού από το σαλονάκι σε ένα βρομερό dark room και το αντίστροφο ή της πρόδηλης φοβίας ότι είναι οι μπάτσοι στη γωνία και θα μαζέψουν τα τραβέλια από τη Συγγρού ή από την Καβάλας. Μία έκθεση εξαιρετική απ' όλες τις απόψεις (όσο για την ασύλληπτη κοσμοσυρροή των εγκαινίων, αυτή αποδεικνύει ότι το underground είναι ακόμα ζωντανό).
Το Σάββατο πήγαμε στον Πειραιά, στο Passport, στην πρεμιέρα του «Καλοριφέρ» του Φοίβου Δεληβοριά (του «δικού» μας Morrissey, που λέει και ο Θεοδόσης κι έχει δίκιο), αυτού του υπέροχου sui generis τύπου που μοιάζει να έχει καταπιεί σαν χάπι την πραγματικότητα (του) και τη μετουσιώνει σε μερικούς από τους καλύτερους στίχους που έχουμε ακούσει από την εποχή του Σαββόπουλου. Τα κομμάτια του είναι σαν ένα ιδανικό παλίμψηστο της αθηναϊκής πραγματικότητας και αυτό γιατί δεν κωλώνει να αναφέρει πραγματικά σημεία, μαγαζιά, λουλούδια στην άκρη του δρόμου, σερβιτόρες, μπαρ, μάρκες. Το σύμπαν του Φοίβου είναι γεμάτο αναφορές σε αυτά που ζούμε σήμερα, σε αυτά που ζήσαμε στην εφηβεία μας (να το πάλι το The perks of being a wallflower), σε αυτά που ονειρευτήκαμε κάποτε (και τα ονειρευόμαστε ακόμα), ένα τρενάκι φορτωμένο με τις μουσικές του Tom Waits, του Johnny Cash, του Χατζιδάκι, του Δήμου Μούτση, του Λουκιανού Κηλαηδόνη, των εκατοντάδων μουσικών και ανθρώπων που έχουν περάσει μπροστά από το προσωπικό του timeline (και τους κονιορτοποιεί σε ένα μωσαϊκό αναφορών, επιρροών, βιωμάτων). Φέτος είναι πιο ηλεκτρισμένος, ο «τεράστιος» κιθαρίστας Κώστας Παντέλης (των Ziggy Was και των Πίσσα και Πούπουλα) του δίνει το επιθυμητό ηλεκτρισμένο τσαφ, και ο Σωτήρης Ντούβας στα τύμπανα κάνει το απαραίτητο γκελ στις γυναίκες του χώρου (που «κόβονται»).
Οι Daft Punk και το Πουλάκι Τσίου παρεισφρέουν με έναν παράξενο τρόπο στο πρόγραμμα, στο δεύτερο encore ανάβουν τα βεγγαλικά και το Passport είναι έτοιμο να πάρει φωτιά. Και το σπαρακτικά συγκινητικό κομμάτι για τον πατέρα του, τον Φώτη, για τις Κυριακές στο Θησείο με τον Σαμψών και τα γλειφιτζούρια με έκανε να κλάψω. «Κλαίμε», που λένε και μερικοί στα social media. Μήπως είμαστε wallflowers, τελικά;
σχόλια